Αν ο διεθνούς φήμης τραγουδοποιός Πασχάλης δεν είχε πρόσφατα παρομοιάσει τη γυναίκα με πολυκατοικία, η δυσκολία περιγραφής της προκειμένης μεταφοράς θα ήταν απείρως πιο δύσκολη, αλλά, καλά να 'ναι ο άνθρωπος, άθελά του με βοήθησε.

Επεκτείνοντας τη ζωντανή και βγαλμένη από τη ζωή μεταφορά και στο ισχυρό (λέμε τώρα) φύλο, η έκφραση χρησιμοποιείται για να δείξει ότι στο κεφάλι του δυστυχούς συνανθρώπου μας (το κατά Πασχάλη ρετιρέ) δεν υπάρχει ντιπ μυαλό (είναι ξενοίκιαστο, ακατοίκητο, άδειο ρε παιδί μου). Παίζει και ως το ρετιρέ ακατοίκητο αλλά το ξενοίκιαστο θεωρώ ότι είναι προτιμητέο γιατί υποδεικνύει ότι ακόμα και να νοικιαστεί (δηλαδή να βάλει μυαλό ο δυστυχής) δεν θα 'ναι και για πάντα.

- Άρχισε να μου λέει κάτι μπερδεγουέη παπαριές και τα είδα όλα κωλυόμενα.
- Εγώ στο 'χα πει ότι το ρετιρέ είναι ξενοίκιαστο, εσύ μού 'θελες αγάπες και λουλούδια με τον παπαρολεβιέ. Αντέ, τιγκανά ολέ ολέ τώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοινώς το κάναμε μόδα κι έγινε συνήθειο, μας είπαν να χέσουμε κι εμείς ξεκωλωθήκαμε, μας άρεσε το σκηνικό και δε λέμε να ξεκολλήσουμε. Κυριολεκτικά ίσως σημαίνει ότι είπαμε να το δοκιμάσουμε λίγο για να δούμε πώς είναι ρε αδερφέ και τελικώς τον παίρνουμε πλέον συστηματικά και κατ' εξακολούθησιν.

  1. - Του είπα να περάσει από το σπίτι αφού το γραφείο είναι δίπλα αν χρειαστεί κάτι και το 'χει πάρει ο κώλος του παραμύθι και μου κουβαλιέται κάθε μέρα. Πες μου εσύ τί να κάνω τώρα...

  2. - Μία φορά έκανα το λάθος να την πάω στην Tod's να πάρει μία τσάντα και δεν έχω βρει ησυχία από τότε.
    - Εμ, σου τά 'λεγα εγώ ότι θα το πάρει ο κώλος της παραμύθι και θα σου σκοτίζει τ' αρχίδια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μέλος της ομολογουμένως ολιγομελούς οικογενείας εκφράσεων του γενικού τύπου δεν έβαλε [μέρος σώματος] [θέση], η οποία αριθμεί 2 μέλη με το δεν έβαλε γλώσσα μέσα να αποτελεί το δεύτερο.

Η έκφραση χρησιμοποιείται για να δείξει ότι το υποκείμενο είναι υπερκινητικό και δε λέει να κάτσει στ' αυγά του αλλά πηγαίνει από 'δω κι από 'κει ζαλίζοντας γενικώς τ' αρχίδια των παρευρισκομένων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα χρήσης αναφέρεται στο χορό. (βλ. παράδειγμα)

- Πώς περάσατε στη δεξίωση του γάμου χθες;
- Πώς να περάσουμε Χαραλάμπη μου; Η κυρά δεν έβαλε κώλο κάτω. Τι νησιώτικα χόρεψε, τι καλαματιανά, μέχρι και ζεϊμπέκικο είπε να χορέψει και το χειρότερο είναι ότι όλο ερχόταν και με τραβολογούσε να σηκωθώ κι εγώ. Εγώ είχα έναν κάλο που μ΄είχε πεθάνει, πού να σηκωθώ; Άστα, μέχρι τις 3 τραβιόμασταν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοινώς, τον παίρνει. Για ευνόητους λόγους η έκφραση είναι ιδιαιτέρως παραστατική.

Όπως είπε και ο Ισαάκ Νεύτων μεταξύ άλλων, στέκομαι πάνω στους ώμους γιγάντων και δράττομαι της ευκαιρίας να συμπληρώσω την εμβληματική δουλειά του χρήστη tarantula, επεκτείνοντας τη λίστα με τις παρεμφερείς εκφράσεις, μνημείο της ευρηματικότητας και επινοητικότητας του Έλληνος.

Τα παραδείγματα δεν εξαντλούν τη λίστα αλλά αποτελούν μία καλή αρχή προς επίτευξη του αντικειμενικού σκοπού, ο οποίος είναι η χρήση μίας μοναδικής έκφρασης ανά αδελφή εντός του ελλαδικού χώρου.

τα βερνικώνει τα φασόλια
τα κουνάει τα ζάρια
τα λέει τα κάλαντα
τα τραβάει τα βυζιά της πεταλούδας
τη βάζει τη κάλτσα στο συρτάρι
τη γαργαλάει την μπάμια
τη γυαλίζει την κάννη
τη γυρνάει τη μπετονιέρα
τη ζευγαρώνει την κάλτσα
τη μαδάει τη μαργαρίτα
τη μαδάει την παπαρούνα
τη μαρκαλίζει την κατσίκα
τη ματσακονιάζει τη βάρκα
τη ρυθμίζει την ένταση
τη σουρώνει την κουρτίνα
τη σουρώνει την ψαρόσουπα
τη στύβει την αντσούγια
τη φυσάει την σούπα
τη χαλαρώνει τη βαλβίδα
την αδειάζει την μπομπονιέρα
την ανοίγει την πίσω πόρτα
την ζουπάει την κέτσαπ
την καβουρδίζει την καραμέλα
την καθαρίζει την οδοντόβουρτσα
την καίει τη βάτα
την καρφώνει την μπαγλαντόπηχα
την καρφώνει την τσιμούχα
την κομποζάρει την πολυθρόνα
την κουνάει την αχλαδιά
την κουνάει την καμπάνα
την κρατάει την τιάρα
την κυνηγάει την πέρδικα
την ματσακονιάζει τη βάρκα
την ξελεπιάζει την ζαργάνα
την ξεφλουδίζει τη μπανάνα
την ξυρίζει τη μασχάλη
την οπισθογραφεί την επιταγή
την παριστάνει τη μπασκέτα
την παριστάνει τη σκούπα
την πλένει την εξωλέμβιο
την τζαγκουρνάει την πεύκα
την τινάζει την βερικοκιά
την τυπώνει τη σελίδα
τις βλέπει τις ειδήσεις των 8
τις γυρίζει τις μπριζόλες
τις μαζεύει τις ελιές
τις παίζει τις χορδές
το αλατίζει το γιαούρτι
το αρμέγει το φίδι
το βάζει το βέλος στη φαρέτρα
το βάζει το καλαμάκι στο φραπέ
το βάζει το ταψί στο φούρνο
το βγάζει το καπέλο
το βιδώνει το τιρμπουσόν
το γρασάρει το ρουλεμάν
το γυαλίζει το πόμολο
το γυαλίζει το σκαρπίνι
το γυαλίζει το φυνιστρίνι
το δαγκώνει το αντίδωρο
το δαγκώνει το μαξιλάρι
το δένει το μπουρνούζι
το δίνει το μπουρμπουάρ
το διπλώνει το σεντόνι
το εξαερώνει το καλοριφέρ
το ευλογάει το γένι
το ζυμώνει το μπιφτέκι
το καβουρδίζει το φιστίκι
το κανελώνει το ριζόγαλο
το καταπίνει το κουκούτσι
το κουνάει το μίλκο
το κουρδίζει το ρολόι
το κρατάει το δόρυ
το κρεμώνει το γαλακτομπούρεκο
το κρύβει το σαλάμι
το λαδώνει το σασμάν
το λαδώνει το τηγάνι
το λερώνει το πουκάμισο
το μαζεύει το λάστιχο
το μακιγιάρει το μπαρμπουνάκι
το μασουλάει το τουλουμπάκι
το μαστιγώνει το δελφίνι
το ματώνει το γόνατο
το μελώνει το παστέλι
το ξεβγάζει το πινέλο
το ξεπλένει το μαρούλι
το ξύνει το μολύβι
το ξυρίζει το ακτινίδιο
το πάει σούζα το τρίκυκλο
το πάει το γράμμα
το παρκάρει το μηχανάκι
το πατάει το γκαζι
το πεταλώνει το μυρμήγκι
το πιπιλίζει το καλαμάκι
το πλάθει το σουτζουκάκι
το πνίγει το κουνέλι
το ρουφάει το μύδι
το σηκώνει το σακάκι
το σηκώνει το χειρόφρενο
το σκουπίζει το μπαλκόνι
το στρώνει το σεντόνι
το στύβει το λεμόνι
το σφίγγει το καπάκι
το σφίγγει το μπουλόνι
το σφουγγαρίζει το κατάστρωμα
το τεντώνει το σεντόνι
το τινάζει το χαλί
το τραβάει το καζανάκι
το τρίβει το πιπέρι
το τσουλάει το διφραγκάκι
το τυλίγει το καλώδιο
το φοράει το περουκίνι
το φτύνει το κουκούτσι
το φυσάει το αχνιστό
το φυσάει το καλάμι
το χαϊδεύει το τριζόνι
το χαστουκίζει το δελφίνι
το χορεύει το λάτιν
το ψέλνει το ευαγγέλιο
το ψήνει το μπιφτέκι (κι από τις δυο μεριές)
τον αδειάζει το σκουπιδοτενεκέ
τον απλώνει τον τραχανά
τον αχνίζει τον κουραμπιέ
τον βάζει τον φορτιστή στην πρίζα
τον βαφτίζει τον Αλβανό
τον βοσκάει τον κένταυρο
τον βουτάει τον κολιό στο ξύδι
τον γυαλίζει τον αστακό
τον ζωγραφίζει τον πίνακα
τον κάνει τον σημαιοφόρο
τον μπουγελώνει τον παπαγάλο
τον ντραλονάρει τον καναπέ
τον ξεπατώνει τον αργαλειό
τον ξηλώνει τον καβάλο
τον πάει καλά τον σκαραβαίο
τον πάει τον απορροφητήρα
τον παλουκώνει τον δράκουλα
τον πασπαλίζει τον κουραμπιέ
τον πνίγει τον ιππόκαμπο
τον στρίβει τον ντολμά
το τινάζει το μυτζηθροκούλουρο
τον τσουρουφλίζει τον αστακό
τον φεσώνει τον περιπτερά
τον φτύνει τον ταραμά

Αξιοσημείωτο είναι το φαινόμενο ότι η συνδήλωση της ομοφυλοφιλίας οφείλεται αποκλειστικά στα συμφραζόμενα και τα εξωγλωσσικά στοιχεία και την σύνταξη προληπτική αντωνυμία + ρήμα + έναρθρο ουσιαστικό και καθόλου στις λέξεις που αποτελούν τη φράση. Έχουμε, δηλαδή, το φαινόμενο της υπό συνθήκες παραγωγής νοήματος από την σύνταξη της πρότασης και μόνον, εξ ου και η εν τέλει ανεξάντλητη ποικιλία των φράσεων αυτού του τύπου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βαρκελώνη, 5 Αυγούστου 1992. Τόπος και ημερομηνία γέννησης της συγκεκριμένης ατάκας από την χρυσή ολυμπιονίκη Βούλα Πατουλίδου. Με τα χρόνια το χρυσό στα 100 μ. εμπόδια μπορεί να ξεθώριασε κομμάτι (δεδομένης ενδεχομένως και της τούμπας που είχε φάει η προπορευόμενη αθλήτρια που μας το δώρισε), αλλά η ρήση έμεινε αθάνατη να συμβολίζει τον νταλκά του Έλληνα να πρωτεύσει σε πείσμα της διεθνούς συνομωσίας που τον κρατάει πάντα κάτω, εξ ου και το «ρε γαμώτο».

Τελικώς έχει καταλήξει να χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις όπου η Ελλάδα δεν έχει απολύτως τίποτε να κάνει, αλλά δίνει μία υπεράνω κριτικής δικαιολογία για την πράξη μας.

- Θεσσαλονίκη - Αθήνα σε τρεις ώρες, πας καλά ρε; Πώς σου 'ρθε και το 'κανες αυτό;
- Είπα «για την Ελλάδα ρε γαμώτο» και το σανίδωσα το γαμίδι. Στην ευθεία της Λάρισας έγραψε 280, καρντάσι!

(από spydel, 02/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχικά παρότρυνση του Χ. Ιακώβου προς τον Π. Δήμα να σταθεί κυριολεκτικά κάτω απ' τη μπάρα σταθερά για να γράψει το ρολόι και να μετρήσει η προσπάθεια.

Μεταφορικά σημαίνει συνέχισε σταθερά την προσπάθεια, μην υποχωρείς, πάρ' τους τα σώβρακα δικέ μου, η νίκη είναι δική μας, δεν περιγράφω άλλο.

- Δεν αντέχω άλλο πια. Θα παραιτηθώ να ησυχάσω. Δε γαμιέται ο μαλάκας, μου 'χει ζαλίσει τ' αρχίδια...
- Έλα ρε, κάτσε κάτω απ' τη μπάρα, μη μασάς. Μην αφήνεις τον Σκορδοπούτσογλου να σε χαλάει έτσι. Σε δυό χρόνια παίρνει σύνταξη και θα τελειώσει το μαρτύριο.

(από xalikoutis, 06/11/08)(από xalikoutis, 06/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι (έμψυχο ή άψυχο) που μας ανεβάζει το κέφι, τη διάθεση, τη λίμπιντο.

1
- Πολύ ανεβαστικό μωρό η Πόπη δικέ μου.
- Τι ανεβαστικό ρε μαλάκα που μου 'χει γίνει τιράντα μ' αυτά που φοράει.

2
...και περνάμε σε κάτι που μας ζητάτε συνέχεια, κάτι πολύ ανεβαστικό για να ξεκινήσει δυνατά αυτό το Σαββατόβραδο. Paul van Dyk και Let go.

3
- Πού ήσουν ρε μαλάκα τόση ώρα και σε ψάχνω; Και γιατί έχεις αυτό το ηλίθιο χαμόγελο της επιτυχίας; Γάμησες ρε;
- Όχι ρε πεζέ άνθρωπε... Έκανα test drive την Cayman S και φτιάχτηκα χοντρά. Μιλάμε για εντελώς ανεβαστικό εργαλείο.

(από Galadriel, 26/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κραγμένη αδελφή. Δεν τίθεται θέμα μυστικότητας και διακριτικότητας εδώ. Μιλάμε ότι το ξέρει όλος ο ντουνιάς.

- Και βγήκε η ξεφωνημένη η αγριόπουστα στα κανάλια να κράξει εμένα!
ΕΜΕΝΑ! Που εγώ χρυσή μου ούτε προκαλώ, ούτε και είμαι καμιά κραγμένη σαν αυτή τη νταρντάνα την τριχωτή. Αλλά βέβαια, εγώ φταίω που δεν της κοπάνησα καμία με τη δωδεκάποντη στο κεφάλι να δει τον ουρανό σφοντύλι...

Βλέπε και κραγμένη, τελειωμένη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ενδιαφέρουσα ρήση η οποία παραπέμπει είτε σε ιδιαιτέρως μικρή βάρκα, είτε σε εξωπραγματικών διαστάσεων χέσα, διότι πώς άλλως να εξηγηθεί το πρόβλημα πλεύσης του συγκεκριμένου πλεούμενου;

Χρησιμοποιείται αντί άλλων σκατολογικών εκφράσεων του τύπου χέστηκε η Φατμέ στο Γενί Τζαμί ή χέστηκε η φοράδα στ' αλώνι, οι οποίες αλληλοσυμπληρούμενες αντανακλούν πλήρως το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της Ελλάδας με σαφείς αναφορές στην τουρκοκρατία, τη γεωργική παραγωγή και τη ναυτοσύνη του περήφανου αυτού λαού.

  1. - Ελπινίκη, μην αργήσεις το βράδυ γιατί θα έρθει ο κύριος προϊστάμενος για φαγητό.
    - Χεστήκαμε κι η βάρκα έγειρε. Σκλάβα έχω καταντήσει εδώ μέσα γαμώ το φελέκι μου γαμώ.

  2. ...Ναι, τώρα μου 'κανες τα μούτρα κρέας. Χεστήκαμε και η βάρκα έγειρε ρε παπαρόβλαχε που θα μου κάνεις αγωγή. Ρε θα μου κλάσεις μια μάντρα...

Έγειρε γιατί ήταν καταραμένη. (από Galadriel, 16/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτό που προηγείται της έκφρασης και σκοπίμως το παραλείπει ο λαϊκός ποιητής είναι το «δεν τη γαμώ...», δηλαδή μιλάμε, είτε για μπάζο ολκής, είτε για πολύ εκλεκτικό γαμίκο, ο οποίος μπρος στον κίνδυνο να χαρακτηρισθεί σαβουρογαμόσαυρος δε γαμεί ούτε με ξένο πούτσο. Έκφραση τίγκα σουρεάλ λέμε.

- Πω πω πω πω! Τι απίστευτος μούνος είναι αυτή η Φρόσω ρε δικέ μου.
- Ποια Φρόσω; Όχι η Φρόσω η γνωστή που είναι σα μαούνα...
- Αυτή είναι γυναίκα! Τρία στρέμματα. - Ούτε με ξένο πούτσο αδερφέ. Δε μου λες, ήσουν πάντα τέτοιος σαβουρογάμης ή έχεις καιρό να γαμήσεις και έχεις σαλτάρει;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified