Η βουτιά, ιδίως από ψηλά, που πετάει άπειρο νερό. Είθισται να τρώγεται, εναλλακτικά συντάσσεται με επιφώνημα και την λέξη πασπαρτού, μαλάκα.

Κατά κύριο λόγο δεν λέγεται όταν η βουτιά αποσκοπούσε στο να πετάξει άπειρο νερό (με τα γόνατα μαζεμένα στο στήθος, η λεγόμενη μπόμπα ή μπομπίδι), αλλά όταν έγινε από άτσαλο πέσιμο, οπότε πονάει. Πολύ.

Πάσα: ο τύπος που έφαγε σκασίδι τερματ'στός στον αηνγκίτα σήμερα.

  1. - Γιατί είσαι λες και σε γαμήσανε οι μάνογουωρ ρε μαλάκα; Ποιος σε πείραξε μάνα μου να πα να τονε δείρω;
    - Έφαγα ένα σκασίδι προχτες μαλάκα, ακόμα πονάω...

  2. - πλάαααααααφ!!
    - Ω μαλάκα σκασίδι...

μπανα\'ίτσα\'μ... (από MXΣ, 15/10/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταξύ των αντικειμένων ο πούτσος εκάστου και τ' αρχίδια του, επίσης ενδέχεται να μην μασάς μία ή και να μη μασάς χριστό. Στο πρώτο και στο τρίτο ενικό υποχρεωτικά ασυναίρετο το ρήμα.

Δηλώνει άνθρωπο που μασάει σίδερα, που δεν καταλαβαίνει χριστό, που είναι σκληρός κι αλύγιστος.

Προφανώς επέκταση του πιο έητιζ «δε μασάω», με την πρόσθεση των επιτατικών ως δηλωτικών ακραίας άρνησης.

Βλ. και μασάω και (δε) μασώ.

Κχάνκοντας από δουπού.

  1. (μου αφηγήθηκε ως πραγματικό περιστατικό. Μπάμπης, οδοντίατρος, πάει να κάνει αναισθησία στον Γιάννη, πελάτη.)
    - Που πας να βάλεις αυτήν την αρχιδιά, Μπάμπη;
    - Χωρίς αυτήν την αρχιδιά, Γιάννη, θα φας τ' αρχίδια μου.
    - Δε μασάω τ' αρχίδια μου.
    - Ε, πάρ' τ' αρχίδια μου.
    Και του κάνει την εξαγωγή χωρίς αναισθητικό.

  2. - Καλά μαλάκα, θα κάνεις μπάντζι-ντζάμπινγκ μετά από μισό ταψί μουσακά;! Δε μασάς τ' αρχίδια σου!!!
    - Όταν το 'κοψα άρχισα να τρώω τα νύχια μου, αλλά νταξ, πονάει λιγότερο.

(από Khan, 12/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη φράση «(δουλεύω με) μπλοκάκι» ή «δουλεύω μπλοκάκι». Εννοείται το μπλοκάκι των αποδείξεων παροχής υπηρεσιών.

Αναφέρεται στην σχετικά νέα μορφή ελαστικής εργασίας, κατά την οποία ο εργαζόμενος ουσιαστικά δουλεύει για μια εταιρεία (πλέον ακόμα και μικρού μεγέθους), δηλαδή βαράει ωράρια και στην ουσία είναι εργαζόμενός* της, της οποίας όμως δεν είναι προσειλημμένος υπάλληλος, αλλά κόβει απόδειξη παροχής υπηρεσιών.

Δουλειά με το κομμάτι, δηλαδή, και καπιταλισμός 19ου αιώνα, για πρώην καλομαθημένα παιδιά του συστήματος όπως μηχανικοί, ή απόλυτη εξαθλίωση και ακραία εργασιακή ανασφάλεια για εργαζόμενους πχ στην καθαριότητα, λέγε με Κούνεβα.

*απασχολείται κατά το Σημίτειο νιούσπηκ, λες και η δουλειά είναι παιδικός σταθμός, να απασχολείται δημιουργικά το παιδί, να μαθαίνει και τίποτα, όχι μόνο τηλεόραση και ύπνο.

- ...και πού δουλεύεις ρε συ; Εταιρεία ή γραφείο;
- Εταιρεία.
- Πρόσληψη κανονικά;
- Είσαι σοβαρός ρε; Μπλοκάκι. Ποιος προσλαμβάνει μηχανικό. Όλοι μπλοκάκι δουλεύουνε.

(από Vrastaman, 27/08/12)(από Vrastaman, 27/08/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαϊδευτικά το παπί KZR, προφέρεται κα-ζε-άρ. Το αστείο με το κασέρι δεν νομίζω να υπήρξε ποτέ κάτι εκτός από μπανάλ και εύκολο.

Αντίστοιχο παρατσούκλι/προσωποποίηση και ο κρύπτονας, για το παπί Crypton.

- Ρε συ, λαμπάδα τον πάει ο Μπάμπης τον κρύπτονα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται και πουτσουντού, είναι το διδακτορικό, κυρίως για τους έλληνες που διδακτοριζόσαντε στο εξωτερικό. Συνήθως το διαθέχεται κάποιο ποζντόκ, μέχρι ο εν λόγω λαμπρός έλλην επιστήμων να διαφύγει του κομμουνισμού για να υπηρετήσει την πατρίδαν.

Προφανώς προέρχεται από το PhD, πι-έιτς-ντι για τους λίγους που το λένε ακόμα έτσι. Για το μάστερ, βλέπε εδώ.

Πάσα από Κάδμο, πάσχα από χριστούγεννα.

- Πώς πάει το πουτσουντού θείο;
- Θειάφι ρε νουμπά. Κάτσε να κλείσεις χρόνο έξω και αρχίζεις μετά τις ειρωνείες.

(από Khan, 22/09/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είμαι κακός στα βαφτίσια, και είναι αδύνατον να το βρει κάποιος έτσι στην αναζήτηση, οπότε το λήμμα είναι υπό συζήτηση. Πάμε στον ορισμό.

Αναφέρομαι στο ακόλουθο σχήμα λόγου, που δεν έχω παρατηρήσει σε άλλες γλώσσες:

  1. επιμερίζουμε ένα σύνολο σε δύο κατηγορίες, συνήθως (αλλά γιατί όχι και αλλιώς, δεν είμαι σίγουρος) μισά και μισά

  2. αποδίδουμε στο πρώτο κομμάτι μία ιδιότητα, και στο δεύτερο την ίδια ακριβώς απλά αλλάζοντας διατύπωση ή αποδίδοντάς την σε πιο ακραίο βαθμό.

Η ιδιότητα μπορεί κάλλιστα να είναι θετική, οπότε επιτείνεται στο θετικότερο, ή αρνητική, οπότε επιτείνεται στο αρνητικότερο, αλλά ποτέ δεν διορθώνεται προς τον μέσο όρο.

Χαλαρό αντίστοιχο του «ο ένας καλύτερος / χειρότερος από τον άλλο».

Σε αστειατορικό μοτίβο, χωρίζουμε το σύνολο σε δύο κατηγορίες, και επαναλαμβάνουμε δύο φορές τον ίδιο χαρακτηρισμό.

Ελπίζω τα παραδείγματα να είναι διαφωτιστικότερα.

1α.
- Πώς σου φάνηκαν τα δείγματα που σου έφερα;
- Τα μισά ήταν άχρηστα και τ' άλλα μισά για πέταμα.

1β. (εναλλακτικά)
- Πώς σου φάνηκαν τα δείγματα που σου έφερα;
- Τα μισά ήταν άχρηστα και τ' άλλα μισά δεν κάναν για τίποτα.

  1. - Μαλάκα! Τι γυναικοπαρέα είναι αυτή;! Οι μισές είναι μουνιά και οι άλλες μισές είναι μουνάρες.
    - Μάζευ' τα σάλια ρε χλέμπουρα.

  2. - Καλές οι κρέπες;
    - Η αλμυρή ήταν καμένη, και η γλυκιά ήταν κι αυτή καμένη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σκηνοθέτης που κάνει ταινίες μικρού μήκους, κατά κύριο λόγο συστηματικά. Δεν είναι μικρομηκάς δηλαδή κάποιος που απλά έκανε και μία μικρού μήκους.

  1. από εδώ: Μικρομηκάς εναντίον Γκερέκου: «Το χρήμα δεν είναι φίμωτρο»
  2. από εδώ: Είσαι μικρομηκάς; Να η ευκαιρία σου!
  3. από εδώ: Ο μικρομηκάς Τέρι Γκίλιαμ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για τις ιδανικές γραμμές στην οδήγηση, όταν κάποιος πρόκειται να πάρει μία στροφή, ή αλλεπάλληλες. Θεωρητικά κάποιος μπαίνει στην στροφή όσο πιο ανοιχτά γίνεται, περνάει εφαπτομενικά απ' την κορυφή και ανοίγεται όσο του επιτρέπει ο χώρος πριν την επόμενη στροφή στην έξοδο. Αυτή η τροχιά αποδίδεται με την λέξη γραμμές.

Απαντά κυρίως στις φράσεις «οδηγάω/μπαίνω με γραμμές» και αποκλειστικά στον πληθυντικό.

- Μαλάκα μου πρόσεχε, θα σε φάει ο λεωφοριατζής.
- Καλά να πούμε με γραμμές οδηγάει; Ξυστά απ' το πεζοδρόμιο πέρασε ο καργιόλης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του ό,τι νά 'ναι, λέγεται κατά την αποφώνηση σκληρά σουρεαλιστικής ατάκας. Ο ποιητής θέλει να πει ότι δεν έχεις λόγο για να πεις κάτι τέτοιο, ότι αυτό που λες δεν υπάρχει.

- Ρε συ, έχεις φωτογραφική εσύ στο κινητό σου;
- Όχι, έχω στην κιθάρα μου.
- Χωρίς λόγο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαμηλής ποιότητας, δεύτερης ή και τρίτης διαλογής. Εμπεριέχει το σουρεάλ ότι το δεύτερο έρχεται μετά απ' το τρίτο, αντίστοιχο φαινόμενο με το επισκευή και πέταμα και το γενική επισκευή και πέταμα.

Συνώνυμο: βουγουδουέ, ίζολ 2ης (βου), 3ης (γου), 4ης (δου), 5ης (ε) διαλογής, όπου οι διαλογές αριθμούνται με φθίνουσα σειρά σημασίας. Επίσης, το τριτοτέταρτος, στο οποίο η εμφάνιση των κατηγοριών γίνεται επίσης με την (λογική) φθίνουσα σειρά της διαλογής.

- Σε τι σκατόμπαρο μ' έφερες ρε μαλάκα με όλες τις τριτοδεύτερες γκόμενες του λεκανοπεδίου να πούμε.
- Και η μουσική βουγουδουέ είναι. Δε φταίει ο Μπάμπης, εγώ φταίω που κάθομαι και τον ακούω όταν προτείνει μαγαζιά. Πουλαδέρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified