Κλίνεται όπως το σκληρός τύπος και αποτελεί κραυγή επιδοκιμασίας τέλεσης πράξεως αντάξιας του φίντο-ντίντο.
Παίζει, όπως και το σκληρός, κυρίως χωρίς πραγματικό νόημα.
Κλίνεται όπως το σκληρός τύπος και αποτελεί κραυγή επιδοκιμασίας τέλεσης πράξεως αντάξιας του φίντο-ντίντο.
Παίζει, όπως και το σκληρός, κυρίως χωρίς πραγματικό νόημα.
Got a better definition? Add it!
Ουδετέρου γένους. Και έτσι λέγαμε την μπάλα όταν ήμασταν μικρά στη Λευκάδα.
Κρύφ' το τό μπαλί! θα το δει ο Φίντο-Ντίντο και θα το πάρει ο Tsibouk.
(Για κάποιο λόγο μας απαγόρευαν να φέρνουμε μπάλες απ' το σπίτι. Φίντο-ντίντο: παρατσούκλι του πιο αντι-κουλ καθηγητή που έχει περάσει, γυαλαμπούκες κ όταν μίλαγε δεν καταλάβαινες τίποτα απ' το βουητό. Tsibouk (προφέρεται Τσίμπουκ): διευθυντής στο γυμνάσιο στα Βαρδάνια. Μορφή αντάξια του παρατσουκλίου. Ναι.)
Got a better definition? Add it!
Το Παρίσι, αποκλειστικά για τους έλληνες διαβιούντες εκεί ή για όσους πέρασαν κάποια περίοδο της ζωής τους, όπως το εράσμους.
Για κάποιους εμπεριέχει και το υφάκι «νταξ τι είναι το παρίσι, σαν την παλάμη μου το ξέρω», για τους νορμάλ απλά δείχνει αγάπη προς την πόλη, και την εξοικείωση.
Το καταθέτω γιατί όντως το λένε (λέμε) σχεδόν όλοι και (ίσως λόγω της λέξης που της ταιριάζει) δεν έχω ακούσει κάτι ανάλογο, πχ για το Λονδίνο, παρ' όλο που βρωμάει απ' τους έλληνες πολύ παραπάνω απ' το Παρίσι, ή οποιαδήποτε ανάλογη πόλη. Ε, τώρα, Λονδινούλι δεν το λες με την καμία...
(Το λογοπαίγνιο με το παριζάκι αποφύγετέ το, πολύ μπανάλ και εύκολο).
- Και πότε γυρνάς ρε;;
- Παρισάκι; Αρχές σεπτέμβρη.
- Ασταδγιάλα ρε που έγινε και παρισάκι τώρα...
(βαθιά ανάσα κάτουρου στο μετρό άμα τη αφίξει)
- Ααααχχ...μύρισε Παρισάκι!!
Got a better definition? Add it!
Ο μαλάκας της υπόθεσης, αυτός που πλερώ τα γαμησιάτικα, σε άπταιστα ελληνικά.
- Βγαίνουν οι μαλάκες και παίζουν μπάλα στο διάδρομο, όλα πουτάνα, λάμπες σπασμένες και τα ρέστα, και μετά μου τη λένε ότι τα έκανα εγώ που, λέει, τα κέρατά μου έχουν γαργαντουώσει, και βγαίνω δε μαλάκας οφ δε κέης. Κατάλαβεςςς;;;
- Σ' έχουνε πάρει στο ψιλό, ψιλό ψιλό...
Got a better definition? Add it!
Είναι η τσόντα στην οποία παίζει χαλαρή μουσική, που χαρακτηρίζεται και ως μουσική τσόντας (υποείδος κατά μίαν έννοια της μουσικής ασανσέρ και μοιάζει συνήθως με την εισαγωγή του πρώτου κομματιού στο όριτζιν οβ σύμμετρυ των μιούζ, αλλά ποτέ γαμωτζάζ), επικρατεί μια και καλά ρομαντική ατμόσφαιρα και οι πρωταγωνιστές πηδιούνται με φαξ.
Βλέπε και αλτεραστής.
- Μαλάκα, είδα μια τσόντα του χιλιομέτρου στο άλτερ χτες, και γαμώ τα γέλια.
Got a better definition? Add it!
Έκφραση υψίστου εκπλήξεως. Προϋπήρξε των Απαράδεκτων και συνεχίζει τον ανεξάρτητο βίο της, αλλά η ερμηνεία του Σπύρου Παπαδόπουλου σημάδεψε οριστικά αυτήν την ατάκα. Παρακαλώ προσοχή στο λίνκ που δίνει η βικούλα στο «κοιτάζοντας την κάμερα».
Για όποιον έχει εντρυφήσει στο απόγειο του σουρεαλισμού στην ελληνική τηλεόραση, αποτελεί κριτήριο ανάλογο του καφέ βαν ντάικ για την άλλη μεγάλη τηλεπαρέα.
Όχι, καν, δεν αξίζει καταχωρίσεως, κακώς, κάκιστα το έβαλες στο δουπού, θα λάβεις πουμού εν καιρώ.
Στο πιο σοβαρό, είναι το ύφος αυτού που λέει την ατάκα και όχι τόσο η ατάκα (που είναι υπέρ το δέον κλασσική) που παράγει καταχωρισιμότητα.
Αδάμαντος 4 και τα μυαλά στα μπλε!
Got a better definition? Add it!
Ίσως η μοναδική παρακαταθήκη στην ανθρωπότητα από τις βιντεοταινίες του Στάθη Ψάλτη κατά την ένδοξη δεκαετία των ογδόνταζ.
Εξεστομίζεται όταν πούμε χοντρή μαλακία θάβοντες διακριτικά, και καλά, κάποιους παρόντες όταν θέλουμε να τους τρίψουμε στη μάπα «ναι, ρε μαλάκα, εσένα λέω» και τους κοιτάζουμε, κατόπιν θαψίματος, με τα μάτια γουρλωμένα σαν τα πιατάκια του καφέ, ή όταν έχουμε μόλις θάψει κάποιον και αντιλαμβανόμαστε την παρουσία του κατόπιν αορτής.
Δεσμεύομαι για μήδι.
- Έλα ρε Κούλα, παράτα τον το μαλάκα τον Κυριάκο, ουγκχχχ....
Αφού σ' αγαπάω ρε Μαρινάκι, ουγκχχχχχ........
Νίκος: Μπλαμπλαμπλαμπλαμπλα...
Τάσος (στον Πέτρο): Ρε συ, τι μαλακίες λέει αυτός ο Νίκος. (γυρίζοντας προς τον Νίκο:) Ούγκχχχχ....
Έλα ρε μωρό μου, τι δουλειά έχει τώρα ο μαλακοκάβλης ο αδερφός σου, αφού τα δυο μας είμαστε, ουγκχχχχχχχχ.......
Got a better definition? Add it!
Βαριέμαι να βρω μήδια στο ιντερνέτς, οπότε θα παίξει περιγραφή.
Η απόδοση του κινητήρα ενός αυτοκινήτου ή μηχανής αποδίδεται γραφικά με το διάγραμμα ροπής και ισχύος (στον κατακόρυφο άξονα) ως συνάρτηση των στροφών ανά λεπτό.
Η καμπύλη της ισχύος είναι αύξουσα και ιδανικά είναι και κυρτή, ενώ της κορύφωσης ακολουθεί μία σύντομη πτώση μέχρι τον κόφτη των στροφών. Αυτή της ροπής είναι και αυτή κυρτή, αλλά η κορύφωση έρχεται νωρίτερα και ακολουθεί η πτώση.
Όταν οι καμπύλες αυτές είναι ομαλές, αντίστοιχα ομαλή είναι και η συμπεριφορά του κινητήρα σε ό,τι έχει να κάνει με το γκάζι.
Τα τούρμπο, όμως, και τα δίχρονα παρουσιάζουν ένα έντονο σκαλοπάτι στην ροπή. Κάτω από αυτό το σκαλοπάτι σέρνονται, δεν πάνε πόντο*, που λέγαμε στη Λευκάδα, και πάνω απ' αυτό πετάνε.
Όταν δίνοντας γκάζι ο οδηγός φτάνει σε αυτό το σκαλοπάτι, λέμε ότι το τουτού ή η πάπια ή η μηχανή ρόπιασε.
Καθ' ότι βίαια η συμπεριφορά, και κυρίως στα δίτροχα, το να σου ροπιάσει το μηχανάκι στη στροφή είναι κίνδυνος θάνατος και αιτία πτώσης πιτσιρικίων, ενώ αν οδηγάς χυτά, όπως ένα τετράχρονο ή ένα ατμοσφαιρικό, βρίσκεσαι χωρίς γκάζι για να ρυθμίσεις το όχημα μέσα στη στροφή ή απλά σέρνεσαι και διαβάζεις την άννα καρένινα μέχρι να γίνει κάτι ενδιαφέρον.
Πιο κυριλέ έκφραση, που λέγεται γενικότερα όταν ένα μηχάνημα μπαίνει στο φάσμα της πιο αποδοτικής λειτουργίας του, είναι το μπήκε στην ροπή του.
Από δουπού, ευχαριστούρες σε beth.
Τι καβλόγκαζο είναι αυτό το μηχανάκι ρε συ... Ανοίγεις τη δευτέρα στον επαρχιακό, και με το που ροπιάζει έχεις καταπιεί τρία γιωταχί και ένα λεωφορείο και άντε να στρίψεις μετά...
Βλέπε και μπέκερε-μπέκερε.
Got a better definition? Add it!
Τσαφ στη Bόνιτσα λέγεται η πάχνη, η παγωμένη υγρασία που σκεπάζει σαν πέπλο τη φύση τα κρύα πρωινά του χειμώνα. Αφήνω την βουκολική παπαροποίηση που δε μου πάει κι όλας και το πάω σούμπιτο στα ξίδια, που μου πάνε καλύτερα.
Οι τύποι εκεί έχουν το συνήθειο να πίνουν τη μπύρα κάνα-δυο βαθμούς πάνω από το σημείο πήξης της, οπότε όταν βγαίνει το μπουκάλι απ' το ψυγείο έχει πάνω πάχνη, με αποτέλεσμα δικαίως να χαρακτηρίζεται τσαφωμένη η μπύρα, για να διακριθεί από την απλώς κρύα.
- Πιάση ρη Μήτσου μια πράσινj τσαφουμένj!
Βλέπε και ιδρωμένη.
Got a better definition? Add it!
Το «να» αντί του «για να» και με ταυτόχρονη παράλειψη του ρήματος «μπορείτε να» χρησιμοποιείται τακτικότατα στα μεταμεσονύχτια τελεμάρκετινγκ, σε όσα κανάλια, δηλαδή, είναι δυνατόν να κάνει κανείς συντακτική παρατήρηση για τους διαλόγους, άκτε, κνκ.
Δίνει χαρακτηριστικό ύφος στην ομιλία και είναι απαραίτητο στο οπλοστάσιο όποιου κοροϊδεύει τον τηλεοπτικό-θεαματικό λόγο και τα κλισέ του. Αυτό και το γέλιο του Καλογήρου όταν πουλάει ανατομικά μαξιλάρια στον 902 αριστερά στην τηλεόραση κτρ.
Δεν είναι και πολύ σλανγκ, έως και καθόλου, αλλά νομίζω ότι χρήζει καταγραφής.
- Σωστός πουτσομεζές η Πόπη.
- Ναι, είναι μανιτζέβελη. Έχει και μεντεσέδες, να την διπλώνεις όταν δεν τη χρησιμοποιείς και να την αποθηκεύεις στην ντουλάπα, κάτω από τον καναπέ ή το κρεββάτι. Είναι, επίσης, ιδανική να την έχεις μαζί σου στο γραφείο, στον περίπατο, στο αυτοκίνητο.
- Είσαι κατεστραμμένος.
Got a better definition? Add it!