Η κατάσταση αυτή βρίσκεται σε αντίθεση με τη λογική «πούτσα και πρόστιμο», κατά την οποία ο αυτός που ευθύνεται πληρώνει, και με το πρόστιμο να αναφέρεται σε αυτό που είναι κυριολεκτικά τα γαμησιάτικα, δηλαδή το κόστος ενός γαμησίου.
Όταν κάποιος πληρώνει τα γαμησιάτικα, λοιπόν, πληρώνει για να γαμήσει κάποιος άλλος, και άρα άδικα.

Σαν πολύ κάπως δεν την έχουνε δει όλοι τους; Τα κάνουνε όλα πουτάνα και μετά τα γαμησιάτικα τα πληρώνει ο μαλάκας.

(από BuBis, 26/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πίπτει ως κατηγορούμενο και προήλθε από την σύντμηση της φράσης «είναι μπροστά από την εποχή του», σε ελεύθερη μετάφραση «τεν γήερς άφτερ». Αναφέρεται σε κάτι το ψαγμένο, κάτι το οποίο θα γίνει κατανοητό από τους υπόλοιπους σε βάθος χρόνου, κάτι του οποίου η αναγνώριση θα έρθει μετά το θάνατο του καλλιτέχνη, όπως έχει γίνει άπειρες φορές στην ιστορία της τέχνης, της τεχνικής και της μαλακίας. Χρησιμοποιείται και γενικότερα ως σχολιασμός για κάτι που μετράει, που τα σπάει και τα ρέστα.

Εναλλακτικοί και ενδεχομένως λιγότερο διαδεδομένοι τύποι: έμπροσθεν, μπροστινός, το ρηματικό μπροστινεύω και το ουσιαστικό μπροστινιά.

Αφιερούται τω πάτσει. Άιντε, και στο μαυρόγιαννο, να γίνει και λίγος τζόγος στα σχόλια:Ρ.

  1. Ό,τι και να λέμε, ο Σεφερλής ήταν μπροστά. Απενοχοποίησε την καΐλα στο μυαλό του μέσου έλληνα.

  2. - Πώς σου φαίνεται το ρολογάκι;
    - Μπροστινό, θείο. Φόλεξ είναι;

  3. - ...και τσάααακ, μου κατεβαίνει η ιδέα στα πέντε λεπτά πριν πάρουν τις κόλλες, κάνω τα δικά μου και πήρα το πτυχίο νύχτα.
    - Μπροστίνεψες αγόρι μου.

  4. Καλά, το παυλόνερο* μπροστινιά σκέτη ρε πούστη. Κάνεις και τον καμπόσο στα γκομενάκια αν κάτσει το κόλπο στο σερβίρισμα.

  • η μπύρα παουλάνερ, χαϊδευτικά.
  1. Έμπροσθεν η φωτό θείο πάτσι.

  2. - Τι σου λέει η χρηστική αισθητική;
    - Ε, είναι μπροστά.
    - Λες, ε;
    - Και τέσσερα γκεστάαλτ μη σου πω...
    - Χώσε, τσάμπα είναι.

Όταν είσαι μπροστά είναι αλλιώς. Ειδικά αν τα κορίτσια είναι πολύ μπροστά. Μπερδεύτηκες; (από Galadriel, 12/10/11)

Βλέπε και προχώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είμαι κακός στα βαφτίσια, και είναι αδύνατον να το βρει κάποιος έτσι στην αναζήτηση, οπότε το λήμμα είναι υπό συζήτηση. Πάμε στον ορισμό.

Αναφέρομαι στο ακόλουθο σχήμα λόγου, που δεν έχω παρατηρήσει σε άλλες γλώσσες:

  1. επιμερίζουμε ένα σύνολο σε δύο κατηγορίες, συνήθως (αλλά γιατί όχι και αλλιώς, δεν είμαι σίγουρος) μισά και μισά

  2. αποδίδουμε στο πρώτο κομμάτι μία ιδιότητα, και στο δεύτερο την ίδια ακριβώς απλά αλλάζοντας διατύπωση ή αποδίδοντάς την σε πιο ακραίο βαθμό.

Η ιδιότητα μπορεί κάλλιστα να είναι θετική, οπότε επιτείνεται στο θετικότερο, ή αρνητική, οπότε επιτείνεται στο αρνητικότερο, αλλά ποτέ δεν διορθώνεται προς τον μέσο όρο.

Χαλαρό αντίστοιχο του «ο ένας καλύτερος / χειρότερος από τον άλλο».

Σε αστειατορικό μοτίβο, χωρίζουμε το σύνολο σε δύο κατηγορίες, και επαναλαμβάνουμε δύο φορές τον ίδιο χαρακτηρισμό.

Ελπίζω τα παραδείγματα να είναι διαφωτιστικότερα.

1α.
- Πώς σου φάνηκαν τα δείγματα που σου έφερα;
- Τα μισά ήταν άχρηστα και τ' άλλα μισά για πέταμα.

1β. (εναλλακτικά)
- Πώς σου φάνηκαν τα δείγματα που σου έφερα;
- Τα μισά ήταν άχρηστα και τ' άλλα μισά δεν κάναν για τίποτα.

  1. - Μαλάκα! Τι γυναικοπαρέα είναι αυτή;! Οι μισές είναι μουνιά και οι άλλες μισές είναι μουνάρες.
    - Μάζευ' τα σάλια ρε χλέμπουρα.

  2. - Καλές οι κρέπες;
    - Η αλμυρή ήταν καμένη, και η γλυκιά ήταν κι αυτή καμένη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη αυτή, όπως και τα πρωΐ-πρωΐ, μεσημεριάτικα, απογευματιάτικα, βραδιάτικα και νυχτιάτικα, που στη Λευκάδα τουλάστιχον απαντούν και λήγουσες σε -ο αντί για το του επιρρήματος, είναι πέρα για πέρα δόκιμες, επιδέχονται, όμως μιας ιδιότυπα αδόκιμης χρήσης σε προτάσεις που δηλώνουν ενόχληση, πχ «άντε και γαμήσου ρε, πρωϊνιάτικα».

Παρ' ότι η συντακτική λειτουργία είναι αυτή του χρονικού προσδιορισμού, η νοηματική λειτουργία είναι εντελώς διαφορετική. Δεν στέλνεις κάποιον να γαμηθεί το πρωΐ, δηλώνεις ότι τον στέλνεις να γαμηθεί επειδή σου σπάει τ' αρχίδια πρωϊνιάτικα, αλλά στην τελική ούτε και αυτό, αφού και απόγευμα να ήταν, απλά θα άλλαζε η λέξη.

Η λειτουργία της λέξης στην πρόταση, τελικά, είναι απλά να δείξει τον εκνευρισμό και συμπληρώνει το μπινελίκι ή την όποια έκφραση αγανάκτησης.

Ευχαριστώ την μπαζόλα που μου σπάει τα αρχίδια στο γραφείο, που με έκανε να θέλω να τη βρίσω πρωΐ-πρωΐ και να αναρωτιέμαι πώς αποδίδεις το «ξεσκότα μου το μπούτσο πρωϊνιάτικο» στα γαλλικά.

βλέπε μήδι.

(από jesus, 11/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ήταν μια μόδα στα ανέκδοτα που προϋπήρξε για αρκετό καιρό του ξεσπάσματός της, ως μόδα κράτησε λίγο, αλλά άφησε μεγάλη κληρονομιά σε ατάκες.

Η δομή του ανεκδότου είναι η εξής απλή, κάτι που συνετέλεσε και στην υπερπαραγωγή μέχρις εξαντλήσεως του είδους. Ξεκινάμε με μια παραποίηση μιας παροιμιώδους ή μη φράσεως που παίζει με πολύ στάνταρ τρόπο στον καθημερινό λόγο (επί παραδείγματι ένα από τα πρώτα ήτανε το «κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι»), και κατασκευάζουμε μιαν ιστορία της οποίας το «ηθικό δίδαγμα» είναι η ατάκα που κατασκευάσαμε. Χώνουμε και τη σάλτσα μας, του γαμάμε και λίγο τη μανούλα στην αφήγηση, αλλά πάντα καταλήγουμε στην ερώτηση «ποιο είναι το ηθικό δίδαγμα» πριν εκσφενδονίσουμε την παπαριά μας.

Ο πυρήνας και το μόνο απαράλλαχτο, τελικά, είναι η ατάκα στο τέλος, η ιστορία είναι ουσιαστικά θέμα έμπνευσης, και γι αυτό όταν το φαινόμενο έφτανε στον εκφυλισμό του, από βαρεμάρα έπεφταν μόνο οι τελικές ατάκες και όχι το κυρίως ανέκδοτο.

Μετά το πέρας αυτής της περιόδου, μας έμειναν αμανάτι πολλές απ' τις ατάκες των ανεκδότων που πέφτουν σε γελοία συμφραζόμενα και είναι πλήρως ισοδύναμες με τις αρχικές.

  1. (η ατάκα που πέφτει στον ορισμό, θέλει πολύ σάλτσα που δεν θα βάλω:)
    Υπάρχει κασκαντέρ τις, που είναι τόσο ριψοκίνδυνος, δε μασάει τον πούτσο του σε φάση, και το παρατσούκλι του είναι «Ντέηντζερους». Του αναθέτουν το πιο ακραίο από τα κασκαντεριλίκια του, να κάνει ένα ακραίο άλμα πάνω από έναν τεράστιο γκρεμό. Παίρνει φόρα ο τύπος, αλλά δεν φτάνει, και αρχίζει να κατρακυλάει στο γκρεμό. Φτάνει κάτω και ημιθανής όπως είναι βλέπει μπροστά του να περνάει ένα παπάκι αμέριμνο στο ρυάκι του φαραγγιού και να κάνει «πά-πά-πά». Ποιο είναι το ηθικό δίδαγμα;
    Κύλησε ο Ντέηντζερους και βρήκε το παπάκι.

  2. (προσωπική δημιουργία, επίδειξη της δύναμης της μεθόδου, πάλι η σάλτσα δικιά σας:)
    Είναι ένα κοπάδι καρχαρίες στην Μαγαδασκάρη και θέλουν να την κάνουν από κει, γιατί έχει τελειώσει το ψάρι. Λέει ένας «μου είπανε ότι στην Αουστράλια είναι τίνγκα στο ψάρι». «Ε, πάμε». Κάνουν να ξεκινήσουν, αλλά το ρεύμα είναι κόντρα. Αποφασίζουν να περιμένουν μέχρι να γυρίσει. Περιμένουν κάποιον καιρό, αλλά όταν τελικά γυρίζει ευνοϊκό το ρεύμα έχουν αρρωστήσει από την αφαγία. Ποιο είναι το ηθικό δίδαγμα;
    Το μεν ρεύμα πρόθυμο, οι δε sharks ασθενείς.

Ακολουθεί μη εξαντλητικός κατάλογος με τέτοιες ατάκες:

  • Ο κόσμος τό 'χει βούτυρο κι αυτός κρυφό Καμπάρι (αφήγηση με ποτοαπαγόρευση κι έτσι).
  • Κύλησε ο Ντέηντζερους και βρήκε το παπάκι.
  • Χέστηκ' η φοράδα, Σταλλόνε.
  • Όπου γαμούν πολλοί μαστόροι αργεί να σιδερώσει.
  • Άλλος για Χίο τράβηξε και άλλος για Μυτιλήνη. (αφήγηση με ομαδική μαλακία για τα ελληνικά νησιά)
  • Καθαρός Ουκρανός Αλβανές δε φοβάται (ένας μπίχλας Ουκρανός την πέφτει και τρώει χυλόπιτα, ο καθαρός είναι κουλ τύπος)
  • Τρίχες Γιάννη, τρίχα πάντα. (Ο Γιαννάκης που χάνει όλα τα μαλλιά του και το κατοικίδιο πάντα του χάνει μια τρίχα)
  • Από τον Τόλη έρχομαι και στη Στροφή Μαντέλα. (τύπος βγαίνει απ' τον Βοσκόπουλο τύφλα και στην πρώτη στροφή πατάει το Μαντέλα.)
  • Τό 'να χέλι πνίγει τ' άλλο και τα δυο τον πρόσκοπο.
  • Ένα το χέλι, Δώνη και η Άνοιξη ακριβή.
  • Τα ράστα δεν κάνουν το μπαμπά.
  • Η γρια η Kodak έχει το zoom in. (κόντρα στην φωτογραφία, ένας τύπος με μια ψηφιακή τα κάνει όλα καλύτερα, αλλά ο τύπος με την πανάρχαια κόντακ κερδίζει στο ζουμ.)
  • Το καλό το σαλιγκάρι ξέρει κι άλλο μονομάτη.
  • Στου kung-fu την πόρτα, όσα θέλεις χόρτα.
  • Ηπιε ο γάιδαρος τον φετινό με γάλα

    τα περισσότερα μου τα θύμισε αυτό το μπλογκ

(από patsis, 22/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σπάστης. Ο Ριζοσπάστης για τα επιλεγμένα γλιγλιοπωλεία και τους λιγοστούς συγγενείς.

Απαραίτητος σε κάθε λαϊκό σπίτι. (Το σλόγκαν στις διαφημίσεις στον 902 αριστερά στην τηλεόραση όπως βλέπεις το σεμέν, κάτω απ' το πορτραίτο του μπακούνη.)

Έχω και κουπόνι.

- Θα πάρεις ρίζο;
- Όχι.
- Κουπόνι;
- Ούτε.
- Τα άπαντα του Πλένιν;
- Αυτό, ναι!

(από Vrastaman, 14/09/09)Νίκος Ρίζος (από allivegp, 14/09/09)(από Vrastaman, 14/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται αντί κατάφασης μετά από ερώτηση σχεδόν ρητορική, με διάθεση να δείξει στον ερωτώντα ότι δεν κάνουν τέτοιες ερωτήσεις, πουλάκι μου.

(Από γελοιογραφία σε αφίσα)
- Καλά ρε συ, βαράνε οι μπάτσοι;
- Χέζουν οι αρκούδες στο δάσος;

πετάει; (από BuBis, 10/08/09)(από Khan, 05/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι ειδικοί ερίζουν ακόμη εάν πρόκειται για αξίωμα, μέθοδο, αρχή ή νόμο, αλλά όλα τα πειράματα δείχνουν ότι πρόκειται για το αντίπαλο δέος της άλλης ισχυρής δύναμης που φαίνεται να διέπει το σύμπαν, του νόμου του Μέρφυ. Τώρα ποιος είναι αυτός ο πούστης και τι σχέση έχει με τη θεία πρόνοια, ο θεός κι η ψυχή του...
Εκεί που ο θείος Μέρφυ βεβαιώνει, λοιπόν, ότι όλα θα πάνε στραβά και με τον χειρότερο δυνατό τρόπο, ο πούστης έρχεται να δώσει κουράγιο, λέγοντάς μας ότι του πούστη, όλα θα πάνε καλά. Συναφής φράση είναι και το «τι στο μπούτσο», επιβεβαιώνοντας την εγγενή αντιφατικότητα της νεοελληνικής διαλέκτου.
Η προέλευση της φράσης πιθανόν να έχει να κάνει με την χαρά και την αισιοδοξία των ομοφυλόφιλων ανδρών. Φήμες, όμως, θέλουν τον Μέρφυ στρέητ, οπότε το αντίπαλον δέος δεν θα μπορούσε να είναι κάτι άλλο εκτός από τον Πούστη.

Και περίμενα το λεωφορείο μία ώρα, ρε συ, και έλεγα ότι του πούστη, θα έρθει κάποια στιγμή. Και με το που παραιτούμαι και ανάβω τσιγάρο, με χτυπάει ο Μέρφυ και εμφανίζεται το γαμίδι...

Για άλλες χρήσεις του πούστης με επιτατική σημασία, δες και δεν κουνιέται πούστης, σαν πούστης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυρίως στον πληθυντικό, ο μπάτσος του οποίου η εξάρτυση δεν περιλαμβάνει κράνος. Αν θυμάμαι καλά, η διαβάθμιση σε επίπεδα δυσκολίας είναι:

καπελάκηδες < μπλέδες < ματάδες / ματατζήδες < εκάμ < στρατός.

Οι μπλέδες (μπλες στον μάλλον ανύπαρκτο ενικό) διακρίνονται απ' τους ματάδες λόγω του μπλε, αντί χακί, χρώματος στολής, φοράνε κράνος, και είναι πιο καλά εξοπλισμένοι απ' τους καπελάκηδες, αλλά δεν έχουν τα χημικά για καραμέλες, γιατί δε φοράνε όλοι μάσκα, και δεν έχουν όλοι ασπίδα (αν θυμάμαι καλά, επίσης).

Οι καπελάκηδες δεν κάνουνε για τίποτα, κρέας για τα κανόνια σε φάση, ενώ οι ματάδες είναι ο μεγάλος κακός του βίντεογκέημ. Τώρα τα αποτυχημένα καγκούρια τύπου ΔΙΑΣ δεν τα πρόλαβα, ας πέσουν σχόλια.

Έχω την εντύπωση ότι ο ενικός ματατζής είναι συχνότερος του ματάς, και το αντίθετο παίζει στον πληθυντικό.

  1. - Ποια αντιμετώπιση του φαινομένου της βίας στα γήπεδα και μαλακίες. Τις περισσότερες φορές καπελάκηδες στέλνουνε, άιντε και τίποτα μπλέδες. Πού να τους κάνουνε ζάφτι τους χουλιγκάνους.

  2. - Ήταν πολλοί, αλλά ήταν καπελάκηδες, ρε πούστη... Αν κάναμε ένα ντου, παραμάζωμα θα τους πέρναμε. Μετά σκάσανε οι ματάδες και το διαλύσαμε ησύχως.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ίσως η μοναδική παρακαταθήκη στην ανθρωπότητα από τις βιντεοταινίες του Στάθη Ψάλτη κατά την ένδοξη δεκαετία των ογδόνταζ.

Εξεστομίζεται όταν πούμε χοντρή μαλακία θάβοντες διακριτικά, και καλά, κάποιους παρόντες όταν θέλουμε να τους τρίψουμε στη μάπα «ναι, ρε μαλάκα, εσένα λέω» και τους κοιτάζουμε, κατόπιν θαψίματος, με τα μάτια γουρλωμένα σαν τα πιατάκια του καφέ, ή όταν έχουμε μόλις θάψει κάποιον και αντιλαμβανόμαστε την παρουσία του κατόπιν αορτής.

Δεσμεύομαι για μήδι.

  1. - Έλα ρε Κούλα, παράτα τον το μαλάκα τον Κυριάκο, ουγκχχχ....

  2. Αφού σ' αγαπάω ρε Μαρινάκι, ουγκχχχχχ........

  3. Νίκος: Μπλαμπλαμπλαμπλαμπλα...
    Τάσος (στον Πέτρο): Ρε συ, τι μαλακίες λέει αυτός ο Νίκος. (γυρίζοντας προς τον Νίκο:) Ούγκχχχχ....

  4. Έλα ρε μωρό μου, τι δουλειά έχει τώρα ο μαλακοκάβλης ο αδερφός σου, αφού τα δυο μας είμαστε, ουγκχχχχχχχχ.......

(από markar, 29/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified