Τα φωνητικά στο μέταλ σε αντίθεση με τα παραμορφωμένα, τα «βρώμικα», τις βοθρίλες, τις καφρίλες. Τα καθαρά είναι τραγούδι με μελωδία, τα υπόλοιπα είναι ξέρασμα, βόθρος, γρύλισμα και τα συναφή.

Οι Opeth στα παλιά τους άλμπουμ συνδύαζαν καθαρά φωνητικά με καφρίλες, αλλά στα τελευταία το έχουν γυρίσει και βάζουν μόνο καθαρά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναθέτω υπερβολικό φόρτο εργασίας σε κάποιον. Προϋποθέτει ή υπονοεί σχέση ιεραρχίας, δηλαδή δεν μπορούμε να τεντώσουμε κάποιον ίσο ή ανώτερό μας, και εάν χρησιμοποιήσουμε το ρήμα σε αντίθετα συμφραζόμενα υπονοούμε ότι αυτός που τεντώνει τον άλλον συμπεριφέρεται ή είναι στην ουσία ιεραρχικά ανώτερος.

- Πώς πάει στη δουλειά ρε συ;
- Γάμησέ με, εμ δουλεύω μπλοκάκι εμ με τεντώνει το αρχίδι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι το οποίο χρησιμεύει για το ξεκάρφωμα, καθότι χου είναι αυτός που καρφώνεται, ή κάτι το οποίο σε καρφώνει. Απαντά και ως ξεχού.

- Καλά ρε μαλάκα, όλοι σκάνε σαν άθρωποι με το παλαιστινιακό στην πορεία και συ με την πασμίνα; Γελάει ο κόσμος.
- Για το αντιχού, φίλος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αργκοτικό συνώνυμο του «εντελώς», κάτι σαν μονολεκτικό και πιο σκληρό «εντελώς τελείως», του πάρα πολύ, του σκληρά και του τέζα για να λέμε τα πράματα με τ' όνομά τους.
  2. Ως ειδική περίπτωση του προηγουμένου, χρησιμοποιείται για να δείξει συμφωνία με τον προλαλήσαντα, αρκετά συχνά δε σε προτάσεις που δεν έχουν συγκεκριμένο νόημα, βλέπε τα παραδείγματα.
    Χρησιμοποιείται είτε μόνη της, είτε ακολουθούμενη απ' το κομμάτι της φράσης με το οποίο συμφωνούμε. Παραδόξως, όπως φαίνεται και στο τρίτο παράδειγμα, μπορεί να σημαίνει επίταση αυτού με το οποίο συμφωνούμε.

1α. - Η παραλία μόνο γαμεί. Στα καλύτερα μας φέρνεις.
- Και η μπάρμαν γυναίκα στο μπητσόμπαρο μόνο μουνάρα, να τα λέμε αυτά.

1β. - Αν πίστεψες ότι θα ξέχναγα το κατοστάρικο που μου χρωστάς έτσι απλά είσαι μόνο ηλίθιος.

2α. (πραγματικός διάλογος, τζήσους με Φάνη)
- Πστ, Φάνη, αλλοτρίωση.
- Μόνο αλλοτρίωση.

2β. - Πας για κατούρημα;
- Μόνο για κατούρημα.

2γ.
- Με γουστάρει αυτή λες;
- Μόνο σε γουστάρει.
ή
- Με γουστάρει αυτή λες;
- Μόνο.

3.(ανάμεσα στις δύο περιπτώσεις του ορισμού, σημαίνει ότι όχι απλά θα διαλυθούμε, αλλά θα ξεφτιλιστούμε, θα μας μαζεύουνε)
- Τι θα γίνει μαν απόψε, θα διαλυθούμε;
- Μόνο θα διαλυθούμε, δε θα μείνει χριστούγεννο απόψε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στάνταρ σχόλιο όταν παίζει πολύς καπνός από μπάφο. Δηλώνει ότι αρκεί να εισπνεύσεις για να την ακούσεις, και δε χρειάζεται να σκάσεις και συ γάρο (το οποίο κοστίζει όπως και να το κάνουμε).

Εσχάτως το παθαίνουν και αθληταί.

- Μαλάκα, τι τεκές είν' εδωμέσα; Τσάμπα μαστούρα λέμε. Πα να φύγουμε για θα μυρίζει η δικιά μου μετά τους μπάφους και ποιος την ακούει μεσημεριάτικα.
- Χαλάρωσε ντουντ, στο νταμ είσαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Τριανταφυλλίδης δεν το αναφέρει.

Το σχήμα πολύ (άκλιτο, εμφανιζόμενο ως επίρρημα) ακολουθούμενο από ουσιαστικό σε ενικό αριθμό αντικαθιστά την κανονική σύνταξη πολλοί-πολλές-πολλά συν ουσιαστικό στον πληθυντικό, όταν θέλουμε να δείξουμε απαξία ή δυσαρέσκεια ακριβώς λόγω της μεγάλης ποσότητας των αντικειμένων που περιγράφει το ουσιαστικό.

Πέραν των δύο πρώτων παραδειγμάτων, υπάρχουν και πολλές περιπτώσεις όπου η ομοηχία των πολύ και το πολλή δυσχεραίνουν την διάκριση και είναι καθαρά θέμα ερμηνείας, καθότι σε κάποιες περιπτώσεις το σχήμα πολλή συν ενικός θα μπορούσε να είναι δόκιμη, βλέπε το τρίτο παράδειγμα, όπου η τσιρίδα μπορεί να θεωρηθεί περιεκτικό ουσιαστικό.

Στα παραδείγματα έχω την εντύπωση ότι συνηθίζεται μια μικρή παύση στην εκφορά του λόγου πριν το αλλά.

  1. - Σου άρεσε η Βενετία;
    - Ναι δε λέω ωραία, αλλά πολύ εκκλησία ρε παιδάκι μου... και πολύ κανάλι.
    - Ανεργία τέζα, Νίκο Ευαγγελάτο.
    - Ναι, νίκο.

  2. - Σου άρεσε η Μύκονος;
    - Ναι δε λέω ωραία, αλλά πολύ τουρίστα ρε παιδάκι μου...

  3. - Σου αρέσει η όπερα;
    - Για πότε-πότε καλά είναι, αλλά πολλή τσιρίδα ρε συ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει πού και πού, σπανίως αλλά επαναλαμβανόμενα. Αρκετά παγιοποιημένη χρήση (νομίζω δλδ γιατί δεν κατάφερα να βρω παράδειγμα στο νέτι καθότι η αναζήτησις δύσκολος), αλλά ο Τριαντά που κοίταξα δεν την έχει. Περισσότερο λήμμα της καθομιλουμένης, παρά αργκό.

  1. - Καλές οι πίτσες και τα μπέργκερ, αλλά τρώγε και καμιά σαλάτα μέσα-μέσα, καλό θα σου κάνει.

  2. - Νταξ, κάνω κάνα τσιγαράκι μέσα-μέσα, αλλά καπνιστή δε με λες κι όλας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για το συντακτικό σχήμα με το οποίο, απαντώντας σε μια επιθυμία ή επιλογή κάποιου, επαναλαμβάνουμε το αντικείμενο της επιθυμίας (κατά προτίμηση διατυπωμένο μονολεκτικά) μία φορά σε ερώτηση και σπεύδουμε να απαντήσουμε, πάλι μονολεκτικά, χρησιμοποιώντας την ίδια λέξη.

Το νόημα της έκφρασης συνολικά είναι κάτι σαν «... θέλεις; να σ' το δώσω εγώ / να σ' αφήσω να το πάρεις / να σ' αφήσω να το κάνεις, αν και νομίζω ότι καλύτερα θα ήταν να μην. όπως και να 'χει πάρ' το / καν' το και
1. ας πρόσεχες
2. θα σου δείξω εγώ να θες ...
3. όπως θες, στον κώλο μας μπαίνει;
4. όπως νομίζεις, στ' αρχίδια μου.
5. είσαι σίγουρος; ».

  1. τύπος ήδη κλασμένος απ' τα ξίδια σε φίλο του που ακόμα στέκει:
    - Πάμε σφηνάκι τεκίλα;
    - Σφηνάκι; Σφηνάκι.

  2. - Θα ψηφίσω Ποτάμι, το αποφάσισα.
    - Ποτάμι; Ποτάμι.

  3. - Λέω να την πάρω απ' το κινητό, για γκλάμορ.
    - Κινητό; Κινητό.

  4. - Βουνό ή θάλασσα;
    - Βουνό.
    - Βουνό; Βουνό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εδώ βλέπω ότι η λέξη είναι ηπειρώτικη και σημαίνει μαλαπέρδα. Το θυμάμαι στην Λευκάδα να παίζει ως τζενέρικ προσβολή, χωρίς να θυμάμαι τη λέξη να χρησιμοποιείται με την έννοια του πέους.
Είναι άλλωστε παγιωμένη η σχέση της Λευκάδας, κυρίως της πόλης, με τη Ρούμελη και την Ήπειρο, περισσότερο απ' τ' άλλα νησιά του Ιονίου.

Άντε γαμήσου παραπέρα ρε πουτσοφλίγκαρε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του "ναι, τι νόμισες;", "προφανώς ναι, δε θα μπορούσε να είναι αλλιώς", "τι περίμενες;". Τυπικό στην Αιτωλακαρνανία, δεν θυμάμαι να το έχω ακούσει αλλού. Παίζει καί στη Λευκάδα ως εισαγόμενο είδος από απέκεια*.

Εν ολίγοις, απάντηση θετική, με δόση ειρωνείας προς τον συνομιλητή για την άγνοια ή την αφέλειά του. Ο τόνος ανεβαίνει στην εκφορά του "ά", εξ ού και το ερωτηματικό.

Θρυλική η κραυγή "ναι, αμέ, αλλά;" του Μάριου Μπλάκμαν, βλ. ντηλέυ. Έκοψα καρπάθιαν φόρεστ για να ψάξω και δεν βρήκα, βρήκα μόνο "κυρίες μου;" και "πατώνεις;" εδώ. Αν έχει κανείς το κουράγιο...

- Πώπω, μας πιάσανε τον κώλο κανονικά και με το νόμο χτες στο εστιατόριο. Διακόσα ευρώ το κεφάλι η αστακομακαρονάδα...
- Αλλά;

*απέκεια: απέναντι, απ' την άλλη μεριά της θάλασσας, εγγύς Αιτωλακαρνανία στα Λευκαδίτικα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified