Το κουνούπι της Ρόδου, όπως το αποκαλούν οι εκεί υπηρετούντες φαντάροι. (βλ. Τσαμπικία και τσαμπικονήσι).

- Με έχουν ρημάξει τα τσαμπικόπτερα όλο το καλοκαίρι!

Βλ. και γκατζολόπτερο, μποχαλόπτερο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το νησί της Ρόδου. Επίσης και Τσαμπικάιλαντ, Τσαμπικία.

- Στο Τσαμπικονήσι με στείλανε μετάθεση, μόνο με αεροπλάνα και βαπόρια θα ανεβαίνω πια Αθήνα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση υποτιμητική, που συμπληρώνει συνήθως μιαν άλλη φράση.

Λογαριασμοί, δάνεια, έξοδα και το μουνί της Χάιδως.

(από dimitriosl, 15/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή της λέξης τίποτα, (σύμπτυξη του τίποτις), με την ίδια ακριβώς σημασία...

- Τίπτις να φάμε έχει, γιατί πείνασα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικός χαρακτηρισμός για άνδρα που ζητάει διαρκώς τα τηλέφωνα των γυναικών που γνωρίζει, για να βγουν για καφέ, με ελάχιστες όμως επιτυχίες στο ενεργητικό του.

- Δες τον τηλεφωνάκια τον Γιώργο πάλι την πέφτει σε γκόμενα...

Τηλεφώνα μου ασταμάτητα μέχρι να σου απαντήσω. Τα ζουμερότερα λέμε. (από Galadriel, 14/09/12)

Got a better definition? Add it!

Published

Προσομοίωση σεξουαλικής πράξης. Ο κουμπαράς παρομοιάζεται με αιδοίο λόγω της σχισμής, όπου μπαίνουν τα κέρματα.

- Πρέπει να κάνω αποταμίευση γιατί περνάω δύσκολα. Πρέπει να βάλω τη δραχμή στον κουμπαρά της Κικίτσας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή του τζετ που σημαίνει άψογα, τέλεια. Πιθανόν προέρχεται από το καθαριστικό Jet, καθώς σημαίνει και πεντακάθαρος.

- Τζετάουα τις έκανα τις αρβύλες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λευκή γραμμή της πρωινής αναφοράς όπου βγαίνουν να παρουσιαστούν οι φαντάροι ως αναφερόμενοι ή αιτούμενοι αδείας.

Συναντάται και ως τακ-λάιν.

Πάλι στον τάκο είμαι σήμερα αναφερόμενος, να δω πότε θα βγω εξοδούχος!

Βλέπε και τάκοταϊμ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικός χαρακτηρισμός γυναίκας λόγω του ντυσίματος της (αμπέχονο, αρβύλες, τζην, φαρδιά μάλλινα πουλόβερ), που καθιερώθηκε την δεκαετία του '70 και αφορούσε κυρίως τις φοιτήτριες...

Το όνομα οφείλεται στον τορβά, το μάλλινο σακίδιο, που είχαν όλες τους περασμένο χιαστί στον ώμο.

Το ντύσιμο υποδηλώνει ανεμελιά, έλλειψη προσεγμένης εμφάνισης και αντίστοιχη φιλοσοφία.

Ο χαρακτηρισμός «ταγάρι» είναι συνώνυμος της απεριποίητης, αντισεξουαλικής γυναίκας.

- Γέμισε ταγάρια το μπαρ, πάμε να φύγουμε...

- Σαν ταγάρι είσαι ντυμένη, βάλε κάτι πιο σένιο...

Η ταγάρι chic βουλευτίνα του Σύριζα Μαρία Κανελλοπούλου (από Khan, 30/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρνητικός χαρακτηρισμός κατάστασης ή προσώπου.

  1. - Μου χρωστάει λεφτά το αρχίδι του Καράμπελα.

  2. - Περάσατε καλά χθες βράδυ;
    - Τα αρχίδια του Καράμπελα περάσαμε!

(από rigo21, 13/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified