Τσιμπούκ λουκούμ είναι η εξευτελιστική ήττα, είτε μιας ομάδας, είτε ενός ατόμου σε κάποιο αγώνισμα.

(Ύστερα από παρτίδα τάβλι)
- Πόσο ήρθε τελικά;
- 5-2. Ο Νίκος έφαγε ένα τσιμπούκ λουκούμ ξεγυρισμένο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι μαλακίες, τα ανούσια και περιττά λόγια.

- Και πώς περιμένεις να την ρίξεις ρε ηλίθιε, όταν για μία ώρα της μιλάς για τα ζώδια; Άσ' τις πούτσες και μπες στο ψητό!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποείται όταν είσαι πολύ ανοιχτός με ένα άτομο, σε τέτοιον βαθμό ώστε να παραγνωριστείτε και αυτός να σ' εκμεταλλεύεται και να μην σου δίνει καθόλου σημασία. Το χωριάτης χαρακτηρίζει το αγενές και άξεστο άτομο.

- Επειδή του κέρναγα τον καφέ όταν δεν είχε λεφτά, τώρα μου ζήτησε πάλι να του τον πληρώσω εγώ, μ' ένα ύφος λες και του χρωστάω.
- Δώσε θάρρος στον χωριάτη να σ' ανέβει στο κρεβάτι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικός χαρακτηρισμός για έναν ομοφυλόφιλο, συνήθως έναν που του αρέσει περισσότερο να τον τρώει παρά να τον δίνει.

- Γεια σας, παιδιά.
- Φύγε απο 'δω, ρε πουτσογλείφτη, μας την σπας και μόνο που σε βλέπουμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άνθρωπος που είναι γλείφτης σε βαθμό αηδίας, αφού βρωμάει υποκρισία από δέκα χλμ. μακριά.

- Με ποιον τα πήρες,ρε;
- Μ' αυτόν τον γλίτσα λέρα, τον Μάκη. Έχει λιώσει όλους τους καθηγητές στο γλείψιμο και πάντα την βγάζει καθαρή, ό,τι κι αν κάνει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τυπάκι που φοράει συνέχεια φαρδιά ρούχα, 2 νούμερα μεγαλύτερα, ανεξάρτητα απ' το αν ακούει χιπ-χοπ ή όχι.

- Αυτός δεν θα φορέσει ποτέ ρούχα που να του στέκονται κανονικά. Αυτό το παντελόνι που φορά είναι σαν σακί.
- Μπα, δεν τον βλέπω να αλλάζει ντύσιμο. Αυτός είναι ορκισμένος φαρδύς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τυπάς που φλερτάρει με την μπάλα από τα γεννοφάσκια του,αλλά εξακολουθεί να παραμένει άμπαλος. Κυριότερη αιτία το ότι «δεν το έχει», δηλαδή η έλλειψη ταλέντου. Η κατάληξη -inho,που υπάρχει στα ονόματα πολλών Βραζιλιάνων μπαλαδόρων χρησιμοποιείται για να τονίσει την ειρωνεία.

- Πολύ τσαρούχι ο τύπος. Πρώτη φορά κλωτσάει τόπι στην ζωή του;
- Όχι ρε, από 7 χρονών παίζει.
- Και τον λένε Αμπαλίνιο, κατάλαβα.

Ο Τογκολέζος αμυντικός Jean Paul Abalo (από allivegp, 25/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπερβολικά νωχελικός τύπος που είτε λιώνει στον καναπέ βλέποντας τηλεόραση, είτε λιώνει μπροστά από ένα PC.

- Ξεκόλλα απ' το PC, ρε Μπακλαβατζίογλου, και πάμε καμιά βόλτα να δούμε κάνα μουνί ν' ανοίξει λίγο το μάτι μας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πακέτο με σπίρτα.

- Πάω να πάρω αναπτήρα και επειδή από ψιλά είχα μόνο 20 λεπτά έδωσα πενηντάρικο αλλά ο μαλάκας ο περιπτεράς δεν είχε να μου χαλάσει, οπότε αναγκαστικά έδωσα το εικοσάλεπτο και πήρα αλβανικό Zippo. Τέλος πάντων.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λαϊκή παροιμία που χρησιμοποιείται όταν κάποιος παραπονιέται και μεμψιμοιρεί συνεχώς χωρίς να υπάρχει λόγος.

- Άσ' τα φίλε, τραγική κατάσταση, πού να τα βγάλω πέρα με €1.000 μισθό, έκοψα και τις πολλές μετακινήσεις με το αμάξι, πίκρα, μιζέρια...
- Ώχ μωρέ μίρλα, δηλαδή ο άνεργος, ο χαμηλόμισθος κι ο συνταξιούχος τι θα 'πρεπε να πούνε δηλαδή; Κλαίνε οι χήρες, κλαίνε κι οι παντρεμένες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified