Καφενείο και γενικά χώρος υγειονομικού ενδιαφέροντος όπου η τιμή των προσφερόμενων δεν συνάδει με την ποιότητα αυτών.

Συναντάται σε αεροδρόμια, σταθμούς, πορθμεία, πλατφόρμες αντλήσεως πετρελαίου και πέριξ της Πλατείας Αχρηστοτέλους.

Λεξιπλασία από τα συμπαθέστατα Starbucks και το ελληνικότατο ρήμα αρπάζω.

- € 3,5 ευρώ ο ελληνικός ο νεροζούμι από την εσπρεσίερα, πάνε καλά;
- Γάμησε τα, Starpax Cafe!
- Στάρπαξ΄ κ’ ίφυγε και δεν πήρς χαμπάρ΄!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τελικά η ελληνική γλώσσα είναι ανεξάντλητη.

Τα windows vrista είναι το ενδιάμεσο στάδιο ανάμεσα 1. στα windows vista και
2. στα windows svista (κατά την γκατζμάνειο εκδοχή).

- Τι λειτουργικό δουλεύεις τώρα;
- Γκρρρ, vista-vrista -svista!!!
- Α, ΧΡ στο ντέσκτοπ και Λίνουξ στο νετμπούκ παναπεί.
- α!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αισχρής ποιότητας θέαμα.

Αρχικά παρέπεμπε σε κακό ποδόσφαιρο, αλλά πλέον έχει και ευρύτερη εφαρμογή, καθώς στον ελληνικό χώρο, ελλείψει άλλου, η έννοια «κακό ποδόσφαιρο» δεν γίνεται κατανοητή.

Εμπνευσμένο από τα συμπαθητικά, πλην αμήχανα, ονόματα των επαρχιακών ομάδων, οδηγεί συνειρμικά σε χωμάτινα γήπεδα, διαφημίσεις βουλκανιζατέρ, καραγκουνόφατσες, σκεμπεδοφόρους ρεφερήδες, ρημαγμένα αποδυτήρια κτλ. κτλ.

  1. - Πώπω αδερφάκι μου, καλά η Ελλάδα, αλλά και η Σουηδία; Τζάμπα ήρθαμε στο Σάλτσμπουργκ!
    - Άσε γάμησε τα, Αγανάκτηση-Απελπισιακός!

  2. - Ορίστε και η παρουσίαση στο power point!
    - Έλα εδώ, έλα εδώ, αυτό δεν είναι διαφάνεια, Αγανάκτηση-Απελπισιακός είναι!

Βλ. και ΑΣΠ Στροβικίου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μερίδα ουίσκι σε καφενείο της υπαίθρου. συνήθως Ballantines, VAT 69, Canadian Club, ή στην καλύτερη περίπτωση J.Walker Red Label.

Αμύητοι (όπως ο υπογράφων) το μπερδεύουν με το τσίπουρο.

- Βάιε, πίασε ένα αγροτικό!
- Ιφτασεεεεεέ!

Got a better definition? Add it!

Published

Ο εκτελών υπηρεσία καθαρισμού (τούρκικης) τουαλέτας στον ένδοξο ΕΣ.

Ο εκτελών με το ξύλο φονεύει τον δράκο κάτωθι του! (άντε βάλτε καμία εικόνα).

- Παντελίδη προάυλιο, Γαρατσίδη Άη Γιώργης, Χριστόφορου μαγειρεία...
-...την αδικία μου μέσα...

(από anma, 21/10/08)Αη Γιώργης Καζανιάρης! (από panos1962, 29/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ευθυτενής, καλλίπυγος και εύκνημος νεανίς, όπου limes b/h=0.

Πώπω, ένα παιδί αλφάδι!

Σύμφωνα με τον συγγραφέα (βλ. σχόλια): «b=πλάτος, h=ύψος, για τα υπόλοιπα στα βιβλία της Γ Μορμολυκείου. Η σχέση πλάτους/ύψους τείνει στο μηδέν γιατί γίνονται όλο πιο στενοκάπουλα και όλο και πιο ψηλά τα αναθεματισμένα!».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το εξαιρετικό, το εξαίσιο, το έξοχο.

Δεδομένου ότι αυτό το εξ-εξ-εξ είναι κάτι που συναντάται μόνο στον ιδεατό κόσμο του Πλάτωνος, ο ορισμός αμάν πωπώ χρησιμοποιείται κυρίως για να χαρακτηρίσει αυτό που κάτι τελικά δεν είναι.

- Τι έλεγε το μωρό εψές;
- Εντάξει δεν ήταν και αμάν πωπώ, αλλά για Δευτέρα βράδυ...
- Όπα ρε, κατούρα και λίγο

(από Khan, 30/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο που χαρακτηρίζεται από μία αντίληψη της πραγματικότητας βαθύτατα αποκλίνουσα από αυτή του συνόλου.

Δεν είναι τυχαίο ότι χαρακτηρίζει και τα ΠΑΟΚΙΑ.

- Μιλάμε το άτομο είναι τελείως αμπαλαέα!

(από HARRIS4, 10/02/13)(από HARRIS4, 10/02/13)(από HARRIS4, 10/02/13)(από HARRIS4, 10/02/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η βραχύσωμη, πλην ελκυστική νεανίς. Εκ του ιταλικού a basso, δηλαδή χαμηλά και του ιστιοπλοϊκού όρου μούδα.

Η προειδοποίηση «a basso μούδα» δηλοί ότι η μούδα είναι στα χαμηλά της και «προσέξτε τα κεφάλια σας, βασιβουζούκοι», όπως θα έλεγε και ο Κάπταιν Χάντοκ.

Η αμπασομούδα λοιπόν είναι εκείνη η νεανίς που είναι τόσο βραχύσωμη που δεν κινδυνεύει από την μούδα, ακόμα και όταν αυτή είναι a basso, πλην όμως είναι και ελκυστική αλλιώς δεν θα ασχολούμεθα.

Ασσίστ ο κ. batcic

— Ώρα δέκα, αμπασομούδα!
— Ωωωω!

Σύγκρινε με κοντοπούτανο, πινεζοπούτανο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνεισφέρω τον οβολό μου μοιρολατρικά στον ναό της αρεσκείας μου και λαμβάνω την άγουσα.

Τη παρόδω του χρόνου μπορεί να ανακυρηχθώ και μέγας χορηγός της ναοδομίας (κοινώς, «εγώ τα 'χω κτίσει).

Όπως κάθε καλός χριστιανός εναποθέτει τις ελπίδες του σε ανώτερες δυνάμεις, επικυρώνοντας το αίτημα του δια της επί χρήμασι αφής κηρίου, έτσι και ο καλός τζογαδόρος δεν θεωρεί τον αποχωρισμό από τα χρήματα του παρά μια νομοτελειάκη πράξη στα πλαίσια της λατρείας του.

- Πάμε και στο τραπέζι του μπλακ-τζακ να δούμε τι παίζει;
- Αδελφέ εγώ το κεράκι μου το άναψα, θα την κάνω.
- Έλα ρε ξενέρα, 10 λεπτά θα κάτσουμε και θα φύγουμε...
- Το άλλο, με τον Τοτό, το ξέρεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified