Προσχολικής ηλικίας γείωση που απαντά στην αδιάκριτη ερώτηση «Τί είναι αυτό;»

Η φράση προέρχεται από τηλεοπτική διαφήμιση στα ογδόνταζ αποσμητικού εσωτερικού χώρου που είχε την καινοτόμα για την εποχή μορφή μανιταριού και δεν ήταν –αρχικά τουλάστιχο– αναγνωρίσιμο από όσους το έβλεπαν για πρώτη φορά, με αποτέλεσμα να ρωτούν «Τί είναι αυτό;»

Υπάρχει παρόμοια, ίσως λίγο πιο προχώ γείωση σε όσους ρωτάνε αγγλιστί «What is this;» (Γουάτ ιζ δις) που συνίσταται στο «Σκύψε να το(ν) δεις!»

Και εκεί που γδυθήκαμε με τη Λιλή και παίζαμε τους γιατρούς, μου πιάνει το μπιμπί μου και με ρωτάει: «Τί είναι αυτό;» «Μανιτάρι μαγικό» της απάντησα, «θες να δοκιμάσεις;»

O χημικός τύπος της μεσκαλίνης (από allivegp, 17/02/10)(από Vrastaman, 18/02/10)MACB - It\'s Strange (από allivegp, 04/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που έλκει την πατρότητά της από τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο, ο οποίος την είχε χρησιμοποιήσει για να το παίξει ανήξερος για τα τεκταινόμενα επί δικτατορίας, ώστε να δικαιολογήσει το γεγονός ότι δεν ανέπτυξε τότε καμία αντιστασιακή δράση.

Υποτίθεται, δηλαδή, ότι στο διάστημα της δικτατορίας, ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος ήταν τόσο απασχολημένος με τις σπουδές του, που δεν πήρε πρέφα τί παιζόταν στον έξω κόσμο.

Η φράση έχει καταστεί συνώνυμη του «αγρόν ηγόραζα» και γενικά χρησιμοποιείται όταν θέλουμε το παίξουμε τρελίτσα, προφασιζόμενοι ότι κάτι προφανές και πασίγνωστο δεν υπέπεσε στην αντίληψή μας.

- Ξέρεις πολύ καλά τί εννοώ! Και μη μου ξεφουρνίσεις πάλι φτηνές δικαιολογίες του τύπου «εγώ διάβαζα»!

(από patsis, 10/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι αποκαλούμε ένα ρούχο ή αξεσουάρ που είναι παλαιομοδίτικο, άκομψο και μας πέφτει πολύ φαρδύ.

Κυριολεκτικά, τα πεθαμενατζίδικα είναι η γκαρνταρόμπα αποβιωσάντων ατόμων, που παραχωρήθηκαν έναντι ευτελούς συνήθως τιμήματος από τους συγγενείς σε παλαιοπώλες, για να καταλήξουν να πωλούνται σε παλαιοπωλεία στα γιουσουρούμ/ψειροπάζαρα/flea markets.

Χαρακτηριστικά, πεθαμενατζίδικα σακάκια, παπούτσια, καπέλα, γραβάτες, πουκαμισιές κ.α. βρίσκει ακόμη κανείς στο μπιτ παζάρ (οδός Ιουστινιανού) στη Θεσσαλονίκη.

Σημειωτέον ότι ο όρος «πεθαμενατζίδικα» μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για λουλούδια, που αφού χρησιμοποιηθούν για την κατασκευή στεφάνων σε κηδείες, συλλέγονται και επαναχρησιμοποιούνται στις λαϊκές πίστες και ναούς του λαϊκού πενταγράμμου γενικότερα.

Επίσης, πεθαμενατζίδικα μπορεί να χαρακτηριστεί μια ειδική κατηγορία τραγουδιών σε κλίμακα μινόρε με απαισιόδοξη διάθεση και στίχους, π.χ. Νικόλας Άσιμος - Στο φαλιμέντο του κόσμου. (παρ. 2)

  1. - Κανόνισε να φορέσεις πάλι κανένα πεθαμενατζίδικο.

  2. από εδώ
    - οοοοο, πεθαμενατζίδικα τραγούδια, γουστάρωωωωω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει εξηγώ, σύμφωνα με το κουτσαβάκικο ιδιόλεκτο του Μάκη «Αγαπούλα» Ψωμιάδη.

- Δεν το πιάσατε με την πρώτη; Θέλετε να σας το ξαναφιξάρω να το καταλάβετε;

Στο 3:10 (από allivegp, 19/02/10)(από allivegp, 26/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Άτομο με οικονομική ευρωστία σκοτεινής/ύποπτης προέλευσης.

Τυπικά παρουσιάζει μια λαρτζ συμπεριφορά και φροντίζει να δημιουργεί την εντύπωση ατόμου που ξέρει τα μέσα και τα έξω, που μπορεί να προβλέπει τις οικονομικές εξελίξεις, που έχει ισχυρά κονέ και κινείται με άνεση σε καίριους χώρους (γραφεία, δικαστήρια, αίθουσες πλειστηριασμών, τράπεζες, χρηματιστήριο), εξ ου και το σουλατσαδόρος. Στην πραγματικότητα, κανείς δεν ξέρει τι δουλειά κάνει ή ποιο ακριβώς είναι το πεδίο στο οποίο δραστηριοποιείται, με αποτέλεσμα να τον ακολουθεί παράλληλα και η υποψία ότι πρόκειται για λαμόγιο.

Συνήθως, δηλώνει ασαφή επαγγέλματα, όπως π.χ. “εισαγωγαί-εξαγωγαί” / “real estate” (έτσι, σκέτο) / “εισοδηματίας” / “χρηματιστής” αλλά παίζει να είναι στην τελική τοκογλύφος ή ενεχυροδανειστής ή λαθρέμπορος ή κάτι παρόμοιο.

- Πάλι με νέα τζιπούρα στο Da Capo o Λάκης, και σε περίοδο κρίσης, παρακαλώ. Ξέρει κανείς με τι ασχολείται πραγματικά;
- Τοκιστής σουλατσαδόρος μου μοιάζει, αλλά ποιος θα τον ελέγξει; Ξέφραγο αμπέλι την κατάντησαν την Ελλάδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραφθορά του «πρωτοδίκης».

- Ποιός πορδοδίκης ανεβαίνει σήμερα στην έδρα;
- Ο κ. Μπάμιας...
- Και; Είναι σκληρός;
- Μπα, μαλακοφέρνει.

Got a better definition? Add it!

Published

Το ρήμα γλεντάω /-ώ ως αμετάβατο έχει την έννοια του ξεφαντώνω, γιορτάζω, πανηγυρίζω, βγάζω γούστα, κ.τλ. Όταν όμως συνοδεύεται από αντικείμενο ως μεταβατικό ρήμα (δηλ. γλεντάω κάποιον), σημαίνει ότι διασκεδάζω σε βάρος του, βγάζω τα γούστα μου / ασελγώ πάνω του, ή ακόμη παίρνω την εκδίκησή μου.

Το λήμμα προέρχεται από τον θαυμαστό κόσμο των συνθημάτων που αναρτούν σε πανώ ή φωνάζουν στα γήπεδα οι επιστήμονες των διαφόρων ομάδων και αναπαράγουν με μεγάλη προθυμία οι αθλητικές καφροφυλλάδες.

Συνώνυμο: κάνω πάρτι με επίτιμο καλεσμένο, κερνάω τον καλύτερο πελάτη.

  1. Θρύλε γλέντα τους κι απόψε ΑΝΩ ΚΑΛΑΜΑΚΙ.

  2. Γλέντησε τον Θρύλο ο Πάο στο βόλεϋ και πήρε το κύπελλο.

(από allivegp, 01/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου βρίσκεται στην πρωτοπορία (και) στον ιατρικό τομέα. Διάσημοι Ιάπωνες γιατροί, είναι οι παρακάτω:

  • Δερματολόγος: Γιαφαγούρα
  • Πλαστικός χειρούργος: Γιαφιγούρα
  • Οφθαλμίατρος: Γιαθολούρα
  • Λογοθεραπευτής: Γιαμουρμούρα
  • Διαιτολόγος: Γιαλιγούρα
  • Γαστρεντερολόγος: Γιακαούρα
  • Ουρολόγος: Γιακατούρα
  • Ορθοπεδικός: Γιακαμπούρα

- Ρε πστ μου, οι φακοί μου χρειάζονται διόρθωση! Δεν μπορώ να δώ τον μπούτζο μου και δεν είναι η κοιλιά μου που φταίει.
- Ε, βέβαια, αφού τους φοράς 5 χρόνια! Δεν ξέρεις ότι το μάτι είναι ζωντανό όργανο και αλλάζει με το χρόνο;
- Ξέρεις κανένα καλό γιαθολούρα;

Dr. Hino Takataka gp (από Vrastaman, 06/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται (και) έτσι ο Εβραίος / Οβραίος / Ισραηλίτης / πεζοπόρος της Ερυθράς θάλασσας, κ.τ.ο.

Ο όρος χρησιμοποιείται επίσης για να χαρακτηρίσει κάποιον τσιγγούνη ή σπαγκοραμμένο.

Με απάλειψη του καταχρηστικού διφθόγγου -ια- απαντάται και ως τσαφούτης, με το «τσα» παχύ όπως στο αγγλ. channel (=κανάλι).

Συνώνυμο: (ε)ξηνταβελόνης

Ασσίστ: Χότζας, στο μνημειώδες σχόλιο του με τις χήνες του Καπιτωλίου για το λήμμα κάνω την πάπια.

- Σου αφήνει ο μπάρμπα-Μπρίλιος τουλάστιχον κάνα μπουρμπουάρ όταν του παραδίνεις το ντιλίβερι;
- Μπα, ο τσιαφούτης, αυτός δεν δίνει ούτε τ' Αγίου του νερό.

βλ. και τσιφούτης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για αμερικλανιά ολκής που χρησιμοποιείται στο τέλος μιας πρότασης για να δώσει έμφαση σε συγκρίσεις και σημαίνει «όλων των εποχών».

- Είδες τη συνέντευξη του Μάνου στον Σκάι; Χαρακτήρισε των Κων/νο Καραμανλή-θείο ως τον καλύτερο πρωθυπουργό της Ελλάδας έβερ.
- Αυτό είναι η μεγαλύτερη λακίαμα που έχω ακούσει έβερ. Τί να μας πει και ο Μάνος, ο πιο τελειωμένος πολιτικός έβερ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified