Πρόκειται για την αρχή ότι ένα άτομο αποκτά βαθιά γνώση ενός γνωστικού αντικειμένου, όταν βρίσκεται γεωγραφικά ή χωροταξικά κοντά σ' αυτό.

Η αμερικλανιά αυτή καθιερώθηκε όταν η υποψήφια των Ρεπουμπλικάνων για την αντιπροεδρία στις πρόσφατες εκλογές, κυβερνήτης της Αλάσκα Σάρα Πέιλιν (Sara Palin), αυτοαναγορεύτηκε σε βαθύ γνώστη των αμερικανορωσικών σχέσεων, δικαιολογώντας το με το ότι «η Aλάσκα άλλωστε βρίσκεται πολύ κοντά στην Ρωσία».

Σύμφωνα με το φαινόμενο Σάρα Πέιλιν, νέος Διοικητής της Τροχαίας Θεσ/νίκης πρέπει να τοποθετηθεί ένα από τα βε της οδού Δωδεκανήσου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μοντέλα πρωινάδικουπου χρησιμεύει ως γλάστρα και περνά τον τηλεοπτικό της χρόνο επιδεικνύοντας στον αδηφάγο τηλεοπτικό φακό τα μπούτια της (φαίνω + μηρός).

Φαινομηρίδες της αρχαιότητας οι σημερινές … μινιφορούσες; (από το σάη-πακέτο)

τυπική φαινομηρίς (από allivegp, 12/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε όταν συμφωνούμε με κάτι. Η προέλευση είναι από τον αμερικανικό στρατό και το ακούμε σε ταινίες, π.χ. όταν πιλότοι μιλούν μεταξύ τους στον ασύρματο.

- Ο Ρέμος είναι πολύ σκατίφλωρος με αυτά που είπε στο #occupynammos για τον Σόιμπλε
- Φάκιν έι

Got a better definition? Add it!

Published

Το λήμμα χρησιμοποιείται ως σκόπιμη παραλλαγή της λέξης «βάρδος», προσδίδοντας στα λεγόμενα μας μια σκωπτική διάθεση όταν αναφερόμαστε σε κάποιον γνήσιο λαϊκό τραγουδιστή. Βέβαια, καλό είναι να μη μας ακούσει ο ίδιος, γιατί συνήθως πρόκειται για ασίκη τύπο που ξηγιέται μόρτικα και δεν είμαστε για τέτοια.

Σημειωτέον, για να χαρακτηριστεί ένας αοιδός ως «λαϊκός φάρδος», πρέπει να συγκεντρώνει τα παρακάτω χαρακτηριστικά:

  • ηλικία άνω των 60 και παραπανίσια κιλά
  • χρυσά δόντια, πούρο, γκρίζα περούκα και μαύρο γυαλί ηλίου
  • να έχει κάνει πάνω από 5 come back στην πολυκύμαντη καριέρα του
  • να τραγουδάει άσματα με παρατεταμένες χασμωδίες όπως -εεεεε, -ουουουου, -αααααα, -οοοοοο κ.λπ. και
  • τα άσματά του να περιέχουν τετριμμένες, «φθηνές» ομοιοκαταληξίες του τύπου «χέρια-μαχαίρια», «μάτια-κομμάτια», «μόνος μου-πόνος μου»

- Κοντά μας έχουμε έναν γνήσιο λαϊκό φάρδο, τον Μπάμπη Μπουλκουμέ, που θα μας μεταφέρει με τα χασικλίδικά του στην Τρούμπα του Μεσοπολέμου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ζόρικη λεξούλα, λόγια, κυριλέ ή τουλάχιστο mainstream για πολλούς, που –φυσικά– σημαίνει τον υπερθετικό βαθμό/κορυφή (summit)/επιτομή του φαύλου, διεφθαρμένου, ανήθικου, αχρείου ανθρώπου. Η βρώμικη δουλειά γίνεται με το τρυκ της επανάληψης της λέξης φαύλος, με τη μεσολάβηση του τοπικού επιρρήματος «επί», δηλαδή φαύλος επί φαύλου ==> φαυλότητας το ανάγνωσμα πρόσχωμεν.

Το έτυμον του φαύλος ανάγεται στο <αρχ. φαύλος < *φλαύλος, συγγ. του φλύω (= φλυαρώ).

Σας ασπάζομαι,
Ο θείος Φαύλος

Χα! Θα βάλει τάξη στο ΙΚΑ ο Διοικητής του! Ποιός; Ο για χρόνια φαυλεπίφαυλος που εμφανίζεται τώρα τιμητής της χρηστής διοίκησης! Πλάκα με κάνεις ρε καρντάσι; Ούσουτου, το αρχιλαμόγιο.

(Μωχάμετ Ρεζά Παχλεβί - Σάκης του Ιράν 1941/1979): Παχλεβίπαχλος...  (από HODJAS, 04/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι λέγεται σε μια παρτίδα μπιλιάρδου τύπου γαλλικό, μια καραμπόλα που βγαίνει με απροσδόκητο, κωλόφαρδο τρόπο.

Συγκεκριμένα, στο γαλλικό υπάρχουν δύο άσπρες και μία βυσσινί μπάλα και σκοπός του παίκτη είναι να χτυπήσει με μια από τις άσπρες, τις άλλες δύο. Αν αυτό συμβεί με κατάφωρη τύχη μετά από ένα αδέξιο χτύπημα, τότε μιλάμε για φάφα.

Τοκερατόμου, πάλι φάφα έβγαλε το άτομο!

Βλέπε και φάβα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρονική περίοδος ακαθόριστης διάρκειας που τη χρησιμοποιούμε όταν εξιστορούμε τις εμπειρίες ή φάσεις της ζωής μας. Και καλά δηλαδή, το κάναμε κι αυτό, το ζήσαμε και το άλλο, το γευτήκαμε και το δείνα, όλα σε ανέμελους, χαλαρούς, και κουλ ρυθμούς, γιατί είμαστε λαρτζ τύποι και δεν μας πειράζει να μείνουμε ξέμπαρκοι (κάνα φεγγάρι) στο Νησί του Ροβινσώνα, χωρίς να παίζει ρόλο για πόσο ακριβώς.

Παίζει πολύ όταν αναφερόμαστε σε σχέσεις και εργασιακή εμπειρία.

  1. Πριν τα φτιάξω με την Κρίστυ, τα είχα με τη Λάουρα για ένα φεγγάρι.

  2. Πέρασα κι εγώ ένα φεγγάρι από την 33 ΤΑΞΥΠ.

  3. Σωστό νεκροταφείο αθλητών ο Θρύλος προ του Μπάγεβιτς! Μέχρι και ο Ρασίντ Γεκινί είχε παίξει στο Θρύλο για ένα φεγγάρι, αλλά σωστή μπάλα δεν είδαμε.

Βλ. και τέρμινο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι χαρακτηρίζουμε κάποιον που διατηρεί προσωπικό λογαριασμό στο Facebook, κάτι που σε άτομα μιας κάποιας ηλικίας, προσδίδει και μια εσάνς νεότητας και εκμοντερνισμού.

Πρόσφατα, το σλανγκρρ μας έχει ενσκήψει ως φεϊσμπουκάτο.

Καλά, μιλάμε έπαθα μεγάλη πλάκα όταν είδα ότι η Άννα έχει 482 friends στο Facebook. Δεν περίμενα καν ότι θα ήταν φεϊσμπουκάτη, έτσι του κατηχητικού όπως φαίνεται.

(από Khan, 25/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει φυγαδεύω, αποσύρω, απομακρύνω.
Η σλανγκιά έγκειται στην αδόκιμη σύνταξη του αμετάβατου ρήματος «φεύγω» ως μεταβατικού τοιούτου.

  1. Επώνυμοι «έφυγαν» τα χρήματά τους από την Κύπρο την παραμονή του κουρέματος.

  2. Ακόμη την κουμπάρα την Τούλα έχετε προϊσταμένη στο υποκατάστημα του ΙΚΑ; Δεν την έφυγαν ακόμη μαζί με τους διεφθαρμένους;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι μια συμβουλή ή ένα tip που κάποιος μας το σφυρίζει την κατάλληλη στιγμή, ανοίγοντας μας τα μάτια ή βγάζοντας από μια δύσκολη θέση.

Συνήθως η φιδιά είναι κάτι που γνωρίζουν λίγοι και μεταφέρεται εμπιστευτικά.

  1. Καλά που μου σφύριξε η γραμματέας τη φιδιά ότι δικαιούμαι αναδρομικά, αλλιώς δεν θα είχα πάρει χαμπάρι.

  2. Κάθισα σαν τoν μαλάκα της παρέας και ξανάδωσα Βιοχημεία, γιατί κανείς δεν μου είπε τη φιδιά ότι μπορούσα να την κατοχυρώσω από το ΤΕΙ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified