Λέγοντας «πήγα να σηκώσω τον Παρθενώνα», υποδηλώνουμε την προσπάθεια που κάνουμε για να υλοποιήσουμε ένα εγχείρημα που είναι υπεράνω των δυνατοτήτων μας. Η έκφραση μπορεί να αναφερθεί στην περίπτωση που πρέπει να σηκώσουμε υπερβολικά μεγάλο βάρος για τις δυνατότητες μας αλλά και σε συναφείς περιπτώσεις.

Λέγοντας «κι έμεινα με τα μάρμαρα», υποδηλώνουμε την ανεπιτυχή έκβαση του εγχειρήματος μας ή/και οποιαδήποτε δυσμενή συνέπεια εξαιτίας αυτού. Η δυσμενής αυτή συνέπεια μπορεί να αφορά τον άνθρωπο ή το αντικείμενο που προσπαθούμε να σηκώσουμε, οποιοδήποτε αντικείμενο που μπορεί να πάθει ζημιά εξαιτίας του εγχειρήματος καθώς και οποιαδήποτε δυσμενή συνέπεια μπορεί να προκληθεί στην υγεία (είτε αυτού που επιχειρεί το εγχείρημα, είτε κάποιου άλλου που μπορεί να βρίσκεται στο χώρο).

Με τη φράση εκφράζεται η αγανάκτηση κάποιου με τον εαυτό του για τα αποτελέσματα του αναφερόμενου εγχειρήματος. Εγχειρήματος που πολλές φορές δε θα μπορούσε να αποφευχθεί (βλ. παράδειγμα)

- Άστα... είχε πέσει η μάνα μου και προσπαθώντας να τη σηκώσω έπαθα λουμπάγκο.
- Είναι παχιά η μάνα σου;
- Ζυγίζει 120 κιλά. Παρόλο που πήρα τα κατάλληλα μέτρα, δε θα μπορούσα να αποφύγω το μοιραίο. Την έχω πάθει και παλιότερα
- Καλά δεν υπήρχε κανείς να σε βοηθήσει;
- Απολύτως κανένας... Άστα μην τα ψάχνεις. Άστα... Πήγα να σηκώσω τον Παρθενώνα κι έμεινα με τα μάρμαρα.

Παρθενώνας (από GATZMAN, 09/12/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που προέρχεται από την ορολογία των ψαράδων. Λέμε ότι βράχωσε η πετονιά όταν το αγκίστρι σφηνώσει πάνω σε μια στενή εσοχή ενός βράχου, ή όταν σφηνώσει σε ένα όστρακο που βρίσκεται κολλημένο στο βράχο κλπ. Αν ο βράχος βρίσκεται στα ρηχά, η απαγκίστρωση είναι σχετικά εύκολη υπόθεση για κάποιον σχετικό. Αν όμως είμαστε σε βάρκα τότε δεν είναι και τόσο εφικτό να επιχειρηθεί βουτιά γι' αυτό το θέμα. Εκεί χρειάζεται μαεστρία (στο μέτρο του δυνατού) ώστε να επιχειρηθεί ξεσκάλωμα του αγκιστριού και να μη σπάσει η πετονιά.

Λέμε για ένα ψάρι που κυνηγάμε να το χτυπήσουμε με το ψαροντούφεκο, πως βράχωσε, όταν το ψάρι παγιδευτεί στο στόμιο θαλάσσιας σπηλιάς, ανήμπορο να πάει μπρος πίσω. Αν δεν μπορέσει τελικά να κάνει το σωστό ελιγμό και να μπει στη σπηλιά, ή να ξεφύγει εκτός σπηλιάς αντιμετωπίζοντας τους κινδύνους στην ανοικτή θάλασσα (από άλλα ψάρια, ψαροντουφεκάδες κλπ), ταλαιπωρείται και ματώνει από το συνεχόμενο μπρος πίσω.

Οι λέξεις-κλειδιά για το συγκεκριμένο ορισμό είναι: σφήνωμα, ανοχή, εγκλωβισμός, προσπάθεια για βελτίωση των υπαρχουσών συνθηκών ή προσπάθεια για ριζική αλλαγή των συνθηκών.

Παρόμοια, όταν στη συγκεκριμένη περίπτωση λέμε τη λέξη βράχωσα, εννοούμε πως έχουμε εγκλωβιστεί σε μια κατάσταση. Από τη μια πλευρά θέλουμε να ελευθερωθούμε και να αντιμετωπίσουμε το ρίσκο της αλλαγής, ενώ απ' την άλλη σκεπτόμαστε τα όποια καλά έχουμε, τα οποία εκ των πραγμάτων θα στερηθούμε ή θεωρούμε πως έχουμε κάποια υποχρέωση απέναντι τους.

Κάποιες βασικές περιπτώσεις στις οποίες θα μπορούσε κάποιος να αισθανθεί έτσι και να αναφέρει το συγκεκριμένο όρο είναι:

α) Εγκλωβισμός κάποιου σε ένα γάμο,που δεν τον ικανοποιεί πια. Αισθάνεται να πνίγεται από το σύντροφο του, τη σχέση του με τα πεθερικά του κλπ. Εχει τρεις δύσκολες επιλογές: Ή να μείνει βραχωμένος, ή να προσπαθήσει να λάβει τις σωστές πρωτοβουλίες (ελιγμοί από την παρούσα επίπονη φάση) ώστε να βελτιωθούν οι συνθήκες (κάτι που δεν είναι μόνο στο χέρι του), ή να φύγει αναλογιζόμενος πάντα τις συνέπειες (σύζυγος, παιδιά, μια νέα σχέση, που ίσως εξελιχθεί χειρότερη συναρτήσει του χρόνου).

β) Εγκλωβισμός κάποιου σε μια εταιρεία που οι εργασιακές συνθήκες ή η σχέση του με τους συναδέλφους του και τους ανωτέρους του είναι προβληματική. Πάλι υπάρχουν τρεις επιλογές: Ή μένει βραχωμένος ανεχόμενος την κατάσταση, ή προσπαθεί να δει τι μπορεί να κάνει στην κατεύθυνση βελτίωσης των συνθηκών (πάλι δεν εξαρτάται μόνο από το χέρι του), ή να ψάξει για μια νέα εταιρεία, αντιμετωπίζοντας τις συνέπειες (νέες άγνωστες εργασιακές απαιτήσεις, απαξίωση παλιάς τεχνογνωσίας, προσαρμογή στο νέο περιβάλλον, χάσιμο αξιόλογων συναναστροφών από το προηγούμενο περιβάλλον, νέα εργασιακά κυκλώματα, πιθανή απόλυση κλπ).

Αν στις δυο αναφερόμενες περιπτώσεις ακολουθήσει την πρώτη επιλογή, τότε μένει βραχωμένος και επομένως θα πρέπει να ανεχθεί μια συνεχόμενη ταλαιπωρία, η οποία θα αυξάνεται συναρτήσει του χρόνου, εκτός και αν υπάρξουν νέες παράμετροι που μπορεί να συμβάλουν στη βελτίωση των συνθηκών (πχ: παραίτηση κάποιου διευθυντή με τον οποίον δεν τα πηγαίναμε καλά και αντικατάσταση του από κάποιον με τον οποίον έχουμε καλή επικοινωνία). Ωστόσο το τι θετικό θα μπορούσε να συμβεί, δεν μπαίνει σα θέμα όταν κάποιος προσπαθεί να δει συναρτήσει των τρεχουσών συνθηκών σχετικά με το τι θα κάνει.

  1. -Τι κάνεις;
    -Άστα φίλε... Έχω προβλήματα στο γάμο μου.
    -Τι προβλήματα ρε φίλε; -Την αγαπώ τη Ρούλα, τα αγαπώ τα παιδιά μου αλλά από την άλλη δεν μπορώ να ανεχθώ τη μέγαιρα την πεθερά μου, που επηρεάζει τη γυναίκα μου όσο δεν πάει. Άστα... βράχωσα.

  2. -Περνάω απαίσια στην εταιρεία. Τσακώνομαι συνέχεια με τον προϊστάμενο.
    -Ε, ψάξε να βρεις κάτι άλλο και φύγε.
    -Εύκολο να το λές. Έχω πολύ καλό μισθό και έχω άριστες σχέσεις με τους συναδέλφους. Το ξέρω το περιβάλλον. Το να πάω σε μια νέα δουλεία, θα κληθώ να αντιμετωπίσω ένα αβέβαιο μέλλον.
    -Τι θα κάνεις λοιπόν;
    -Φοβάμαι πως βράχωσα.

(από GATZMAN, 10/12/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χιουμοριστική έκφραση που ωστόσο στο background της, αντανακλάται φόβος για τη φανέρωση των κακώς κείμενων κάποιων, από κάποιους που ξέρουν το πρόβλημα.

Η φανέρωση μπορεί να γίνει είτε άμεσα (από αυτόν που θίξαμε), είτε έμμεσα (μέσω πλάγιων οδών εκ των στομάτων αφελών μπιριμπιριτζίδων, ή εντεταλμένων ρουφ.

Ο φόβος απορρέει από το γεγονός πως: α) Οι ένοχοι έχουν πλάτες και θα τη βγάλουν καθαρή, ή είναι biri biri makers και έτσι αυτοί που θα μιλήσουν μπορεί να αντιμετωπίσουν πρόβλημα (βλ. παράδειγμα 1).
β) Μπορεί και οι γνωρίζοντες να 'χουν λερωμένη τη φωλιά τους και μπορεί να φοβούνται μη βγουν έτσι και τα δικά τους άπλυτα στη φόρα (βλ. παράδειγμα 2).

Άρα μέσω της ρήσης υποδηλώνεται η ανάγκη για να το κάνουμε γαργάρα, προσπερνώντας το. Ο όρος «θα βήξουμε» εκφράζει μεταφορικά την αποσιώπηση της κατάστασης.

Η κατάσταση μπορεί να συμβεί σε ένα εταιρικό περιβάλλον, μεταξύ πολιτών - αστυνομίας, μεταξύ καθηγητών - μαθητών μεταξύ αξιωματικών - φαντάρων και γενικότερα όπου εκτιμάται πως η φανέρωση ενός μυστικού μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα.

Σημείωση: Η ατάκα θα μπορούσε να συμπληρωθεί με τη φράση «αλλιώς θα πήξουμε», φράση που παραπέμπει στις δυσμενείς συνέπειες εξαιτίας της φανέρωσης ενός μυστικού.

  1. Διάλογος σε εταιρεία. Ο ένας εκ των δύο μιλάει για έναν μπαγαποντιάρη υπάλληλο:
    - Μέχρι πότε ρε γαμώτο, θα συνεχίζει να κάνει τη λαμογιά του και κάποιοι από μας θα συνεχίζουμε να κάνουμε μούγκα στη στρούγκα;
    - Άστα. Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Έχει μπάρμπα στην Κορώνη... κι έπειτα είναι καλός biri biri maker. Γιαυτό δε θα θίξουμε, απλά θα βήξουμε.

  2. Διάλογος μαθητών σε σχολείο:
    - Πρέπει με κάποιον τρόπο να ξεμπροστιαστεί ο Βασιλειάδης. Όλο σκονάκια κάνει.
    - Κοίτα εσύ μπορεί να μην κάνεις σκονάκια γιατί είσαι ταλέντο. Εγώ όμως; Γι' αυτό κολλητέ... δε θα θίξουμε, απλά θα βήξουμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

H Λέξη Αφελίμ προέρχεται εκ της λέξης αφελής και παραπέμπει στις λέξεις: Νεφελίμ - Ελοχίμ των Λιακούριων θεωριών. Μιλάμε για τους αφελείς αυτής της πλάσης. Θα μπορούσε κανείς να πει, πως όπως θεωρητικά τουλάχιστον κάποιοι πιστεύουν πως υπάρχουν απόγονοι των Νεφελίμ και των Ελοχίμ, έτσι θα μπορούσαν να υπάρχουν και απόγονοι των Αφελίμ.

Οι Αφελίμ ήταν πανταχού παρόντες στην ιστορία του ανθρώπινου γένους. Καλοπροαίρετοι και αφελείς παρασύρονταν πάντα από τη ρητορική δεινότητα των απανταχού biri biri maker. Οι εποχές αλλάζουν, οι τακτικές και οι πρακτικές μπορεί να διαφέρουν, οι ρόλοι ποτέ. Απλά σε κάθε εποχή οι biri biri makers αξιοποιούσαν στο έπακρο τα διαθέσιμα εφόδια, για να πετύχουν το δόλιο σκοπό τους.

Οι λαοπλάνοι διαγνώνουν τις αδυναμίες των απλών ανθρώπων, τα όνειρα τους, τις ανάγκες τους, τους πουλούν φούμαρα και τους τάζουν λαγούς με πετραχήλια. Με τη δύναμη το λόγου τους και τα επικοινωνιακά τους χαρίσματα, κάνουν το αδύνατο να φαντάζει δυνατό και το καλό ύποπτο. Είναι ικανοί στο να δημιουργήσουν προβληματισμούς για το πλέον ξεκάθαρο θέμα κάνοντας πανεύκολα την τρίχα τριχιά. Είναι δεινά ταλέντα στο να ανάγουν το αληθοφανές σε αληθές για να μπορέσουν να αυγατίσουν τα κέρδη τους. Οι συγκεκριμένοι λαοπλάνοι είναι άσοι στις συνομοσιολογίες. Μιλούν ψυχωμένα και θεωρούν πως αφυπνίζουν τις μάζες. Αισθάνονται περιχαρείς όταν συμβεί κάποιο μπάχαλο, γιατί τότε τους δίνεται η ευκαιρία να υφάνουν ένα απίστευτο πλαίσιο μυστηρίου, το οποίο αξιοποιούν προς ίδιον όφελος.

Οι Aφελίμ πάλι, χωρίς καμιά κριτική διάθεση, προσπαθώντας να φύγουν από το δόκανο των κακών ή των υποτιθέμενων κακών, πέφτουν στο δόκανο των λαοπλάνων. Υπάρχουν και κάποιοι εκ των Αφελίμ που αισθάνονται πως οι λαοπλάνοι κολακεύουν την πονηρία τους. Αυτό τους φέρνει πιο κοντά τους. Η εμπιστοσύνη που τους δείχνουν τους τυφλώνει και έτσι αυτοί πέφτουν πιο βαθιά.

Οι λαοπλάνοι αυτοί μπορεί να 'ναι Λιακό style, μπορεί να 'ναι από το χώρο της πολιτικής, της δημοσιογραφίας, της δικηγορίας, της εκκλησίας,του ποδοσφαίρου και γενικότερα στους χώρους δουλειάς, παντού. Σε κάθε χώρο εκμεταλλεύονται τις ελπίδες των ανθρώπων και σε κάθε χώρο διαστρεβλώνουν και λασπώνουν κάθε άδολη δραστηριότητα. Ο στόχος τους είναι η μάσα. Σαν ύαινες που οσμίζονται ψοφίμια, ψυλλιάζονται την ανασφάλεια των ανθρώπων και σαν γατόνια που είναι ποντάρουν στην ευαισθησία των άλλων για να πετύχουν το σκοπό τους.

  1. -Ακουσες χθες τι είπε ο Λιακό, αναφερόμενος στα γνωστά γεγονότα που ταλανίζουν την κοινή γνώμη;
    -Τι είπε πάλι;
    -Μίλησε για αποσταθεροποιητικούς κύκλους, για σφραγίδες που ανοίξανε, για το μέλλον που μας χτυπάει την πόρτα, για τις αδελφότητες των... μπλα... μπλα...για τις προφητείες... μπλα... μπλα...
    -Και το κατέληξε σε ένα πακέτο που έχει ετοιμάσει για την περίσταση;
    -Πώς το κατάλαβες; Παρακολουθούσες;
    -Όχι βέβαια. Δυο επεισόδια του... να δεις καταλαβαίνεις την τακτική του. Παράγγειλες; -Ναι βέβαια. Είναι να χαθεί τέτοια ευκαιρία;
    -E, είσαι απόγονος των Αφελίμ. Δε χωρεί αμφιβολία.
    -Αφελίμ; Έχω χάσει επεισόδια;
    -Τι επεισόδια ρε καημένε. Εσύ κι οι όμοιοι σου είσαστε οι απόγονοι των Αφελίμ που μασάτε το χόρτο που σας σερβίρουν και σε dt θα κάνετε μεγιστάνες τα λαμόγια της συνομοσιολογίας.

  2. (Από φόρουμ)
    Eνδιαφέρον θέμα… Εξαρτάται φαντάζομαι από την οπτική γωνία που έχει ο καθένας. Ο οπαδός του ΣΥΡΙΖΑ θεωρεί ότι ο νεοέλληνας είναι ένα Αλβανο-σλαβο-τουρκο-μογγολικό υβρίδιο. Ο οπαδός του ΛΑΟΣ μάλλον ότι είναι απόγονος των ΕΛ. Οι δε οπαδοί των δύο κομμάτων εξουσίας τον θεωρούν κάφρο.
    Η προσωπική μου άποψη-αλλά εγώ είμαι απόγονος των Αφελίμ- είναι ότι ο νεοέλληνας πλέον δεν είναι παρά ένα κακομαθημένο ζωντόβολο που θεωρεί πολιτισμό τα μπουζούκια και τη Μadonna (μεγάλη η χάρη της) και πως έχει μόνο δικαιώματα και όχι υποχρεώσεις.Νομίζω ότι εξάντλησα το θέμα και αποχωρώ…
    Βλέπε
    Το ελληνικό ερωτηματικό πρέπει να γίνει αλλοδαπό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη συγκεκριμένη περίπτωση μιλάμε για την περίπτωση που γίνεται έρανος για την αποπεράτωση ενός κοινωφελούς ιδρύματος, για την ανέγερση μιας εκκλησίας, για την ανέγερση κατοικιών (π.χ. για σεισμόπληκτους και γι άλλα θύματα φυσικών καταστροφών) κλπ.

Διαπιστώνεται δε, μετά την παρέλευση κάποιου σχετικά μεγάλου χρονικού διαστήματος, πως η πραγματοποιηθείσα πρόοδος του έργου υπολείπεται κατά πολύ σε σχέση με τα χρήματα που εκτιμώνται πως θα πρέπει να έχουν μαζευτεί.

Δεν έχει ακουστεί επίσης πως:

α) τα χρήματα έχουν διατεθεί για άλλη κοινωφελή δραστηριότητα.
β) το έργο έχει παγώσει λόγω κακής συνεργασίας με την εταιρεία που το έχει αναλάβει.

Υπάρχουν όμως μαρτυρίες σύμφωνα με τις οποίες κάποιοι από:

α) τα μέλη της επιτροπής του εράνου
β) τους ιεραρχικά ανώτερους γ) τους λοιπούς εμπλεκόμενους

έχουν βρεθεί στο θεωρούμενο χρονικό διάστημα με μεγάλες περιουσίες. Τότε μοιραία το μυαλό πάει σε ρεμούλες. Δικαίως σκέφτεται κανείς πως:

α) τα χρήματα μαζεύτηκαν από Αφελίμ μέσω κατάλληλου μπίρι μπίρι, με πρόφαση τη δημιουργία ενός θεάρεστου έργου και με στόχο να αδειάζει που και που ο θεωρούμενος κουμπαράς προς ενίσχυση ημετέρων.
β) ο σκοπός ήταν υγιής, αλλά στην πορεία τα πράγματα άλλαξαν και έτσι κάποιοι με ελαστική συνείδηση επιδόθηκαν στις λαμογιές.

Μια εκκλησία χτίζεται εδώ και δεκαπέντε χρόνια. Έχουν μαζευτεί τα ... λεφτά. Το έργο υπολείπεται κατά πολύ από το προβλεπόμενο. Δεν υπάρχουν μαρτυρίες για κακή συνεργασία με την υποκατασκευάστρια εταιρία, ενώ ο έρανος για την αποπεράτωση της ... συνεχίζεται. Ακολουθεί ο παρακάτω διάλογος:

- Καλά, δεκαπέντε χρόνια κι είναι ακόμα στα μπετά. Εντωμεταξύ, σε κάθε μεγάλη γιορτή, όλο και μαζεύουν για την αποπεράτωση του ναού. Πρέπει το δίχως άλλο να 'χουν μαζέψει τόσα ώστε να έχουν χωρίς υπερβολή δυνατότητα να φτιάξουν το ναό του Σολομώντα. Κι αυτοί παλεύουν τόσα και τόσα χρόνια για να μαζέψουν το ποσό για να φτιάξουν μια απλή εκκλησία. Τι συμβαίνει πια; - Α ... φίλε. Απ' ό,τι φαίνεται δεν ξέρεις τι έχει παιχτεί.
- Για λέγε ...
- Δεν έχει πάτο ο κουμπαράς, φίλε μου ...
- Δηλαδή;
- Έχει ακουστεί από έγκυρη πηγή πως τα μέλη της επιτροπής, ο προϊστάμενος του ναού και οι διάφοροι εμπλεκόμενοι στο διάστημα αυτό έχουν αποκτήσει κινητά κι ακίνητα και βίλες κι αυτοκίνητα. Μην την ψάχνεις τη δουλειά. Βρωμάει ένα μίλι μακρυά.

Το λαμόγελο που σκοτώνει... (από GATZMAN, 11/12/08)(από GATZMAN, 01/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O αχινός είναι ένα μικρό θαλασσινό ζώο του οποίου το σώμα περιβάλλεται από σφαιρικό ή ωοειδές κέλυφος που αποτελείται από ασβεστολιθικές πλάκες και καλύπτεται από αγκάθια.

Λέξη κλειδί για το συγκεκριμένο ορισμό είναι τα αγκάθια που περιβάλλουν το κέλυφος του αχινού. Στη συγκεκριμένη περίπτωση μιλάμε είτε :

α) για προκέ μαλλί όπου τα μαλλιά κάποιου παρομοιάζονται με αγκάθια αχινού, είτε επειδή αυτό συμβαίνει από φυσικού του, είτε επειδή αυτό αποτελεί εσκεμμένη επιλογή του για δημιουργία κάποιου συγκεκριμένου look (π.χ δες εδώ).

β) για άνθρωπο που το αχινωτό μαλλί του μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως χαρακτηριστικό του γνώρισμα και κατ' επέκταση η λέξη αχινός ως παρατσούκλι του.

  1. - Ε... εντάξει γεννήθηκες σαν αχινός, αλλά έχεις πάρει πια ταυτότητα
    ανθρώπου. Στρώσε λίγο τα μαλλιά σου.
    - Ωχου πια. Όλο με τρίχες θα ασχολούμαστε;

  2. Πίσω από την Κιμ και την Σιένα καταφθάνει, αγκαλιά στην νταντά της, ο περίφημος… αχινός! Είναι η δεύτερη κόρη της Κιμ και του Μάκη, την οποία, μετά τη γέννηση της, όλοι φωνάζουν αχινό, γιατί όταν γεννήθηκε είχε μαύρα μαλλιά καρφάκια σαν του αχινού…
    Δες

  3. ...τη ρώτησα πώς μπόρεσε να κάνει σεξ με τον Αχινό; Τον έλεγαν έτσι γιατί ήταν πολύ αδύνατος κι είχε μαλλιά σαν αχινός. Δες

  4. απλά η λέξη κάγκουρας ταιριάζει σε: μαλλί αχινός με ζελέ και πειραγμένο παπί... ή αυτοκίνητο ''UFO'' από λαμπάκια, αυτοκόλλητα, σίτες, πολυεστέρες στους προφυλακτήρες και αεροτομές σιδερώστρες... και μονίμως το CD-PLAYER ''βαράει'' καψουροτράγουδα και ενίοτε τσιφτετέλια... (με πιάνεις;)
    Δες

  5. Μες στο καταπράσινο δροσερό Μέτσοβο, αντίκρισα καταρχάς ένα αγοράκι ποδαρωμένο, με μαλλί αχινό και σκάνταλο βλέμμα να κουβαλιέται για ύπνο μεσημεριανό, ξέπνοο απ’ το παιχνίδι.
    Δες.

]

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως γνωστόν, ως Δόκτωρ (Δρ) αναφέρουμε ή προσφωνούμε τον διδάκτορα ή το γιατρό.

Αν παραφράσουμε τη λέξη δόκτωρ προκύπτει ο πρώκτωρ, που σημαίνει: δόκτωρ του πρωκτού, ή μ' άλλα λόγια δόκτωρ του κώλου. Άρα η λέξη έχει υποτιμητική χροιά και στη συγκεκριμένη περίπτωση έχει τις εξής σημασίες:

  1. Κάποιος δόκτωρ που έχει πάρει πτυχίο από κάποιο πανεπιστήμιο της πλάκας (βλ. Πανεπιστήμιο του Πούτσεστερ και παράδειγμα 2).

  2. Κάποιος δόκτωρ που έχει πάρει πτυχίο με δόλιες μεθόδους (πχ παραγγελία από μπαγαπόντηδες κατασκευαστές πτυχίων - Βλ. παράδειγμα 5).

  3. Κάποιος δόκτωρ που ενώ μπορεί να θεωρείται αυθεντία σε επίπεδο γνώσεων, εντούτοις στην εφαρμογή τα θαλασσώνει (πχ ένας υπουργός - Βλ. παράδειγμα 4).

  4. Μπορεί να αποκαλεστεί έτσι κάποιος δόκτωρ, λόγω ζήλιας κάποιων, ή γιατί κάποιος μπορεί να 'χει προσωπικά μαζί του, ή ακόμα και στα πλαίσια χιούμορ από κάποιον φίλο του (Βλ. Παράδειγμα 1).

  5. Μπορεί να αποκαλεστεί έτσι κάποιος δόκτωρ, ή ο ίδιος μπορεί να αποκαλέσει έτσι τον εαυτό του, όταν το αντικείμενο ενασχόλησης του θεωρείται υποδεέστερο από αυτό που σπούδασε - (βλ. παράδειγμα 3).

  1. ...πολύ ψαγμένο αυτό το πρώτο που είπες για κάτι οιδιπόδεια, για να το λες εσύ κάτι θα ξέρεις, αφού είσαι πρώκτωρ, εμ... sorry Δρ.
    Δες
    Σημείωση:Το ελληνικό ερωτηματικό πρέπει να γίνει αλλοδαπό.

  2. - Κι είναι καλός στη δουλειά του ο Γιάννης;
    - Άσχετος.
    - Αφού άκουσα πως είναι αριστούχος δόκτωρ από αγγλικό πανεπιστήμιο.
    - Λοιπόν. Ας βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους: Είναι αχριστούχος πρώκτωρ από το αγγλικό πανεπιστήμιο του Πούτσεστερ.

  3. - Καλά ρε φίλε, είσαι ο καλύτερος μηχανικός τηλεπικοινωνιών και μάλιστα με καραγαμάτο διδακτορικό και αντί να ασχολείσαι με σοβαρά πράγματα, σε έχουν βάλει και κολλάς καλώδια. Απαράδεκτο! Δόκτωρ είσαι εσύ, ή Πρώκτωρ;
    - Μάλλον το δεύτερο.

  4. - Καλά ρε, λέγατε πως ο Αλογοσκούφης είναι ο γκραν γαμάω της οικονομίας και εγώ βλέπω πως είναι γκραν γαμιάς της οικονομίας.
    - Δε θα διαφωνήσω, αλλά ξέρεις... φταίνε κι οι συγκυρίες.Εγώ ξέρω πως είναι μέγας δόκτωρ. - Μέγας ναι. Αλλά όχι Δόκτωρ. Πρώκτωρ.

  5. - Ξέρεις, ε; O Γιάννης μου 'λεγε πως του 'ρθε ένα mail που τον πληροφορούσε... λέει πως θα μπορεί να παραγγείλει ένα πτυχίο μέσω internet, αντί αδράς αμοιβής βεβαίως βεβαίως. Μετά... διορίζεσαι στο δημόσιο κι από κει παν κι άλλοι. Χωρίς σπουδές, κόπο και μαλακίες. Ακόμα λέει, μέχρι και δόκτωρ γίνεσαι.
    -Α ρε χάπατο. Πρώκτωρ μπορεί. Δόκτωρ ποτέ!

Πρώκτωρ Αλογοσκούφης (Καπότα του Αλόγου) (από GATZMAN, 14/12/08)Πρώκτωρ Χριστοδουλάκης (από GATZMAN, 14/12/08)Πρώκτωρ Γιάννος (από GATZMAN, 14/12/08)Πρώκτορες τζογαδόροι (από Vrastaman, 14/12/08)Ο Πρώκτωρ της Μεγάλης των Μπάτσων Σχολής, (φώτο που βρήκε ο notheitis) (από Khan, 18/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μετροπόντικας είναι ο ειδικός εκσκαφέας που χρησιμεύει για τη διάνοιξη σήραγγας στην κατασκευή του μετρό. Όπως λέει άλλωστε και το Σιδηρό Προσωνύμιο, η λέξη μετροπόντιικας προέρχεται από παράφραση της λέξης τυφλοπόντικας, αφού η υπόγεια κίνηση του παρομοιάζεται με την κίνηση του τυφλοπόντικα που σκαλίζει προκειμένου να κινηθεί. Εδώ λοιπόν αναδεικνύεται η ιδιότητα κλειδί για το συγκεκριμένο ορισμό που είναι η φράση «χαμηλό επίπεδο».

Στη συγκεκριμένη λοιπόν περίπτωση, η φράση του λήμματος, έχει απαξιωτικό χαρακτήρα και εκφράζει το συμπέρασμα κάποιου σχετικά με το επίπεδο κάποιου άλλου (βλ. παραδείγματα 1,2), ή κάποιας ομάδας ατόμων (βλ. παράδειγμα 3) που, κατά τη γνώμη του, είναι χαμηλό. Προκειμένου δε, να δώσει έμφαση στην άποψη του, βρίσκει και καλά... το επίπεδο του θεωρούμενου ατόμου ή της θεωρούμενης ομάδας, χαμηλότερο από το υπόγειο επίπεδο εκσκαφής του μετροπόντικα.

Σημείωση
α) Ως επίπεδο μπορούμε ανάλογα με την περίπτωση να μιλάμε: για νοητικό επίπεδο παραπέμποντας σε άτομο με άι κιού ραδικιού (βλ. παράδειγμα 1), για επίπεδο πνευματικής καλλιέργειας (βλ.παράδειγμα 2), για επίπεδο ευθύνης (βλ. παράδειγμα 3) κ.λπ.
β) Πολλές φορές, μετά τη λέξη «χαμηλότερο», ακολουθεί μικρή παύση για να προετοιμάσει τον άλλον για τη συνέχεια της φράσης (επίπεδο μετροπόντικα).
γ) Στο λήμμα η λέξη «χαμηλότερο» μπορεί να αντικατασταθεί και με τη λέξη «χειρότερο».
δ) πολλές φορές σε μια τέτοια συμπερασματική φράση μπορεί να γενικεύονται κρίσεις ατεκμηρίωτα (βλ.παράδειγμα 1)

  1. - Καλά ρε μαλάκα, πώς σφουγγαρίζεις έτσι; Αχρηστος είσαι. Σκατά! τα 'κανες. Κοίτα να μαθαίνεις (του δείχνει).
    - Α έτσι έπρεπε; Δεν ήξερα.
    - Καλά... Απ' ό,τι φαίνεται... έχεις επίπεδο χαμηλότερο κι από επίπεδο μετροπόντικα. Παραδέξου το.
    - Κάτσε ρε... Αυτό δεν το 'ξερα... Οκ. Μη γενικεύεις όμως.

  2. - Είσαι μαλάκας, είσαι μουνόπανο, είσαι αρχίδι, δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο είσαι.
    - Βρίσε, βρίσε, βρίσε. Όσο βρίζεις, τόσο θα ενισχύεις τη γνώμη μου για το επίπεδο σου.
    - Τι εννοείς;
    - Εννοώ πως έχεις επίπεδο χαμηλότερο κι από επίπεδο μετροπόντικα. Αατα

  3. - Εκεί στη δημόσια υπηρεσία που δουλεύουμε, προκειμένου να 'χουμε λούφεν_ τούφεν, στέλνουμε που και που, δουλειά που μπορούμε να την κάνουμε, σε υποκατασκευάστριες εταιρείες. Δεν υπάρχει άλλος λόγος πέρα απ' τη λούφα μας. Κάτι οι επιδοτήσεις, κάτι οι κρατικές ενισχύσεις, τη βγάζουμε κοτσάνι.
    - Και μπορείτε;
    - E... Λες να μην έχουμε βρει τρόπους;Σαράντα χρόνια...
    Του εξηγεί: μπλα... μπλα... μπλα...
    - Ε, πάει και τελείωσε. Έχετε επίπεδο χαμηλότερο... κι από επίπεδο μετροπόντικα.Νισάφι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ατάκα ναι μεν, λέγεται στο στυλ της ατάκας: «Θα καούν τα κάρβουνα», αλλά δεν σχετίζεται με το κάψιμο του γνωστού και συμπαθέστατου πουλερικού (βλ. φωτο) σε κάποιο μπάρμπεκιου. Επίσης, δεν μιλάμε για τη δήλωση κάποιου μεγάλου μαγίστρου των καμακιών, ή κάποιου ψωλοπερήφανου, ή κάποιου που την έχει δεί καμπόσος και πιστεύει πως σε μια βραδιά θα κάψει ερωτικά ένα λεφούσι γκόμενες (πέρδικες). Επίσης δεν μιλάμε για κάποιον που δηλώνει το παραπάνω ως στόχο της παρέας του.

Μιλάμε 1. για κάποιον που βρίσκεται στο τσακίρ κέφι και είναι ακράτητος για αλκοολοθεραπεία και δηλώνει στην παρέα του, ή σε σερβιτόρο /-α ενός μπαρ πως απόψε αυτός ή / και τα άλλα μέλη της θα κάψουν... τις ποσότητες υγρού πυρός, από το γνωστό ουίσκι πέρδικα, στον κινητήρα του στομαχιού τους. Μια τέτοια δήλωση ενώνει τους συμφωνούντες, πείθει κάποιους αναποφάσιστους, αφήνει σχετικά αδιάφορους αυτούς που δεν έχουν διάθεση, ενώ δίνει υπονοούμενο στον /στη σερβιτόρο /-α να φροντίσει για επαρκή αποθέματα περδικασφάλειας (βλ. σημείωση). Θα 'ταν άδικο, όπως αναφέρεται και στην περίπτωση της μπυρασφάλειας, να τελειώσουν τα αποθέματα αλκοόλ και να μην έχει ολοκληρωθεί η λιαρδοποίηση. Άγχος που χει το παλικάρι...

  1. Κατά πιο ευρύτερη έννοια του όρου, αναφερόμενος στους φίλους του, δεν μιλάει συγκεκριμένα για το ουίσκι πέρδικα, αλλά για οποιοδήποτε καραουισκάκι, αφού στην περίπτωση αυτή το ουίσκι πέρδικα αντιπροσωπεύει το κάθε καραουισκάκι.

  2. Κατά ακόμα πιο ευρύτερη έννοια του όρου αναφέρεται στους φίλους του μιλώντας για οποιοδήποτε ποτό. Εδώ η λέξη πέρδικα αντιπροσωπεύει οποιοδήποτε ποτό.

Σημείωση: ο όρος περδικασφάλεια εκφράζει τη θεώρηση κάποιου για την επάρκεια αποθεμάτων ουίσκι πέρδικας, ώστε να μην καταρρεύσει το απαιτούμενο περδικοστόκ.

- Πω ρε παιδιά απόψε έχω μια χαρά μεγάλη.
- Τι συνέβη ρε;
- Να... μου είπε η Λίλιαν πως θέλει να τα φτιάξουμε. Γι' αυτό απόψε θα σας πάω στο γνωστό μπαράκι για να σας κεράσω. Απόψε... θα καούν οι πέρδικες, αδέρφια. Τουτέστιν θα γίνουμε λιώμα. Θα κατεβάσουμε ένα κοτέτσι πέρδικες. Κι αυτό είναι δήλωση.
- Καλό αυτό για μας. Αλλά εσύ θα μπορείς ρε καημένε να πάρεις την κούπα στο γήπεδο, μετά από τέτοια περδικοκατάνυξη (άγριο πιόμα πέρδικας, που οδηγεί σε κεφατζίδικη ατμόσφαιρα) ή θα σε κλαίνε οι ρέγγες;.
- Ες αύριο τα σπουδαία με τη Λίλιαν. Ασ' την σήμερα να καεί λιγάκι. Εγώ πώς τσουρουφλιζόμουν για πάρτη της μήνες και μήνες, που τα 'χε με το μαλάκα τον Πέρι και με μια αρμάδα μαλάκες;
- Τι κάνουν αλήθεια όλοι αυτοί;
- Είναι ρέστοι απ' ό,τι μαθαίνω και κάθε βράδυ ο καθένας τους φτιάχνει εργόχειρα για πάρτη της.

(από GATZMAN, 15/12/08)(από GATZMAN, 15/12/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος -α δε λέει να παντρευτεί παρά το πέρασμα μίας πλειάδας Μαΐων από πάνω του / της, μπορεί να:

  • μην του / της έχει γίνει ακόμα το ανάλογο κλικ
  • έχει θέσει ψηλά τον πήχη για τις προδιαγραφές του / της συντρόφου
  • νιώθει πως εγκλωβίζεται σε ένα γάμο και να θέλει να ζει σαν ελεύθερο πουλί. Οπότε προκειμένου να προσφέρει στο σύντροφο του απλόχερα τις περικοκλάδες ως αποδημητικό πτηνό, προτιμά να μείνει ανύπαντρος
  • θεωρεί πως η καριέρα του περιορίζεται από ένα γάμο
  • μη θέλει να αναλάβει τέτοιες ευθύνες
  • μη νιώθει κατάλληλος για τέτοιο ρόλο
  • έχει συνηθίσει έτσι κλπ

Τότε μοιραία δέχεται πίεση από τους γονείς του προκειμένου να παντρευτεί και να μη μείνει στο ράφι. Η πίεση μπορεί να αυξηθεί όταν αυτός -ή ζει με τους γονείς του / της, όταν δεν έχει αδέρφια κι όσο οι γονείς μεγαλώνουν. Οι γονείς μπορεί να μηχανευτούν διάφορες μεθόδους για να τον / την παρακινήσουν, μεθόδους που προμοτάρουν τα καλά του γάμου και που μποϊκοτάρουν τα αρνητικά του μπάκουρου βίου.

Όταν όμως αυτός -ή τύχει και αντιληφθεί (σωστά ή λαθεμένα) πως πίσω από τα τεχνάσματα, το κύριο κίνητρο πίεσης έχει να κάνει με το γεγονός πως οι γονείς του ζηλεύουν που δεν έχουν ένα... δύο, χ εγγονάκια να ασχολούνται μαζί τους (όπως έχουν άλλοι κατά πολύ μικρότεροι τους), τότε αυτός αρχίζει να νομίζει (σωστά ή λαθεμένα), πως οι γονείς του / της, τον / την βλέπουν ως εγγονομηχανή (μηχανή που συμβάλλει στην παραγωγή εγγονών).

  1. - Άσε, πάλι χθες μου πρήξαν το κεφάλι για να παντρευτώ. Λένε πως είμαι τόσο χρονών γαϊδάρα και πως πρέπει επιτέλους να κάνω τη δική μου οικογένεια, να κάνω παιδιά κλπ κλπ...
    - Και τι τους είπες;
    - Τους είπα πως δε μ' απασχολεί προς το παρόν, πως έχω άλλες προτεραιότητες, πως δε γουστάρω σκλαβιά κλπ κλπ.
    - Ναι συνέχισαν το γνωστό τροπάρι, ε;
    - Ναι... Άστα, έχω αρχίσει να πιστεύω πως ο πραγματικός λόγος που με πρήζουν είναι... τα εγγονάκια. Με ρώτησαν όμως αν εγώ επιθυμώ να γίνω εγγονομηχανή;

  2. - Είσαι τόσο χρονών μαντράχαλος και είσαι ακόμα ανύπανδρος. Πότε θα παντρευτείς;
    - Ωχ....τα ίδια Παντελάκη τα ίδια Παντελή μου, άνοιξε το σλιπάκι μου και πιάσε το...
    - Τι λες ρες; Πώς μιλάς έτσι; Δε ντρέπεσαι;
    - Όχι.
    - Εγώ πάντως ντρέπομαι όταν μας ρωτάει η κάθε μια περμαθούλα αν παντρεύτηκες και δεν ξέρουμε τι να της απαντήσουμε. Μα να 'χουν όλοι οι γνωστοί μας εγγόνια και εμείς να μην έχουμε; Για πότε δηλαδή το βλέπεις πως θα μας χαρίσεις αυτή τη χαρά; Φύγαν τα χρόνια μας.
    - Τι να πω; Πάρτε παράταση. Η εγγονομηχανή μου πάντως έχει εγγύηση εφόρου ζωής.
    - Της δικής σου ζωής όμως. Όχι της δικής μας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified