Ειρωνικά, ο αθυρόστομος, αυτός που ανοίγει το στόμα του και βγαίνουν λουλούδια.

Αρχικά απετέλεσε κλασσικό λεκτικό μαργαριτάρι ημιμαθών που θέλαν να πουν «αθυρόστομος». Αναπόφευκτα παρείσφρησε στην σλανγκική ως χαριτωμενιά.

Εκ των άνθος και στόμα.

- Καλό παιδί ο Μάριος, αλλά είναι πολύ βρωμολόχος και ανθηρόστομος... αντί των βωμολόχος και αθυρόστομος (από εδώ)

- Ανθηρόστομος φίλος της μητέρας μου, κατηγορήθηκε στον διευθυντή από συνυπάλληλό του, την οποία πουτάνα την ανέβαζε, πουτάνα την κατέβαζε. Η συνεσταλμένη υπάλληλος, ισχυρίσθηκε ενώπιον του διευθυντού ότι την είπε «πόρνη». Τότε ο πληθωρικός πρωταγωνιστής της ιστορίας ενίσταται σκαιώς, λέγων: «Ψεύδεται ασύστολα κε Διευθυντά. Διότι όλοι ξέρουν, ότι ΑΝ την έβριζα εγώ, δεν θα την έλεγα πόρνη, ΠΟΥΤΑΝΑ θα την έλεγα».
(από εκεί)

(από Vrastaman, 09/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι αποκαλείται χαϊδευτικά ή σλανγκοφοριάζουσα, η αρχοντομούνα δηλαδή που επιδίδεται σε ποιοτικό και ζαγοραίο σλανγκάζ.

Η εξιδανικευμένη αναγεννησιακή σλανγκομούνα ικανοποιεί τρεις απαραίτητες και ικανές συνθήκες:

(Βλ. πρώτο μύδι)

Η επίσης εξιδανικευμένη, αλλά μη αναγεννησιακή εκδοχή της σλανγκομούνας αποκαλείται σλανγκοφραποχταπολιμπιδιάρα.

Αναφορές σε σλανγκομούνες:

- Στην ορεινή Αρκαδία, δαυλί αποκαλείται συνθηματικά και το καυλί. Το έμαθα από την σλανγκομούνα 90χρονη plus προ-γιαγιά των παιδιών μου.
(υποφαινόμενος, σχολιάζοντας το λήμμα δαυλός στον κώλο σου)

- Η γιαγιά μου όταν έβλεπε κανένα παρτσακλό που πετύχαινε στο γάμο της, έλεγε το εξής αμίμητο «αυτή τό'χει χρυσό και εμείς μπακιρένιο» και φυσικά εννοούσε το αιδοίο του παρτσακλού σε σύγκριση με τα των υπολοίπων γυναικών.
(ΤΟΤΙΝΑ, σχολιάζοντας το λήμμα οι πουτάνες κι οι τρελές έχουν τις τύχες τις καλές)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στις ενδελεχέστατες κατά τα λοιπά αναλύσεις τους των ρημάτων καίω και ψήνω, οι λημματοδότριες σλανγκομούνες παρέλειψαν να αναφέρουν μια ακόμα μεταφορική εφαρμογή, η οποία παρατίθεται παρακάτω χάριν σλανγκαρχιδισμού:

Καίω ή ψήνω σημαίνει και πραγματοποιώ εγγραφή σε CD ή DVD.

Εκ της αγγλικής εκφράσεως «το burn a CD οr DVD»

- Πώς «καίω» βιντεάκια σε Video DVD format;
- Ξέρω ότι γίνεται με το Adobe Premiere Pro, για απλό κάψιμο και για περισσότερες επιλογές σε συνδυασμό με το Adobe Encore DVD
(από εδώ)

- Ταγάρι: Πάμε απόψε στην λέσχη; Έχει μεταμεσονύκτια προβολή τα «Χαμένα Τσόκαρα της Γιόντι Φρόκαου»;
- Kαβουρογαμόσαυρος: Τσσς! Ήδη κατέβασα το torrent και το έψησα σε δωδ! Φάε λάδι κι έλα βράδυ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για βρεφικό καθισματάκι που σου επιτρέπει να τα κουνάς και να τα ζαβλακώνεις προσωρινά τα μούλικα ώστε να μπορέσεις και συ να χαρείς νανοδευτερόλεπτα ησυχίας. Εκ του αγγλικού relax. Ακατάληπτο εκτός Ελλάδος.

Έλλην σε κατάστημα βρεφικών ειδών στο Λονδίνο:
- Χελλ-ό-ου μίστερ, αη γουάντ ριλάξ.
- I beg your pardon;
- Mπέημπυ ριλάξ. Ρι-λάξ.
- Too late for that old chap, you should have used a rubber when you had a chance!

Got a better definition? Add it!

Published

Ράστα αποκαλούνται στην Ελλάδα σλανγκιστί οι πλεξίδες (dreadlocks) που αφήνουν για θρησκευτικούς λόγους οι Ρασταφαριανοί, οι φίλοι της μουσικής ρέγγε, αλλά και πολλά τρέντι εθνίκια.

Εκ του Rastafarianism < Ρας Ταφάρι Μακόνεν, το κατά κόσμον όνομα του μακαρίτη Αυτοκράτορα της Αιθιοπίας Χαϊλέ Σελασιέ Α' που αποτελεί θεία ενσάρκωση για τους Ρασταφαριανούς.

-Στα ράστα ενός φίλου μου που ήταν πολλά και μακρυά κάνανε φωλιά κατσαρίδες!!

-Ένας φίλος με μακριά Ράστα είχε κρυμμένα μέσα 15g χόρτο και αφού τον σταμάτησε η αστυνομία και έψαξαν παντού (μέχρι και στην πίσω του τρύπα!) δεν το βρήκανε.

(από εδώ)

Η εμφάνιση αυτή πιστεύεται από τους ίδιους πως εναρμονίζεται με το εδάφιο 21:5 από το Λευιτικόν της Παλαιάς Διαθήκης («καὶ φαλάκρωμα οὐ ξυρηθήσεσθε τὴν κεφαλὴν ἐπὶ νεκρῷ καὶ τὴν ὄψιν τοῦ πώγωνος οὐ ξυρήσονται καὶ ἐπὶ τὰς σάρκας αὐτῶν οὐ κατατεμοῦσιν ἐντομίδας») και το εδάφιο 6:5 του Βιβλίου του Αριθμών («πάσας τὰς ἡμέρας τοῦ ἁγνισμοῦ ξυρὸν οὐκ ἐπελεύσεται ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ, ἕως ἂν πληρωθῶσιν αἱ ἡμέραι, ὅσας ηὔξατο Κυρίῳ· ἅγιος ἔσται τρέφων κόμην τρίχα κεφαλῆς»), ενώ συχνά συνδέεται και με τη βιβλική αναφορά στις επτά «σειρές» της κεφαλής του Σαμψών (Κριταί, Κεφ. ΙΣΤ'.13).

(Βικούλα)

Dr Alimantado: πραγματικός Ράστα με "ράστα" (από Vrastaman, 22/04/09)Rita & Ziggy Marley στον Λευκό Οίκο :-) (από Vrastaman, 16/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι αποκαλείται κακεντρεχώς (ή αυτοαποκαλείται αυτοσαρκαστικά) η κοπέλα μιας κάποιας ηλικίας που παραμένει στο ράφι.

Το κριτικό ηλικιακό ορόσημο που καθιστά μια κοπέλα μεγαλοκοπέλα είναι «μετακινούμενο» και αποτελεί συνάρτηση πολιτισμικών, θρησκευτικών και μορφωτικών παραμέτρων. Στο ένα άκρο κατατάσσονται οι χώρες της Σουηδικής Αραβίας, όπου ισχύει το γνωμικό ότι «ένα κορίτσι πάνω από τα 11 είναι σαν το γάλα που αρχίζει να ξινίζει» και στο άλλο άκρο χώρες της δυτικής Ευρώπης όπου η έννοια έχει πλέον ιστορικό χαρακτήρα. Στην Ελλάδα, που βρίσκεται κάπου στην μέση, η cut-off ηλικία είναι τα 19 για όσους πάσχουν από κνασίτιδα, 25 για παλαιάς κοπής κυρα-περμαθούλες με κόρες, 28 για κοπέλες με κυρα-περμαθούλες για μαμάδες και > 39 για τον υπόλοιπο πληθυσμό.

Ο όρος προσάπτεται επίσης μεταφορικά σε μη ανθρώπινα είδη (βλ. παράδειγμα 3 και 4)

1.
Μεγαλοκοπέλα. Φύλο: Γυναίκα Για Μένα: Τι να σας πω; Γεννήθηκα σαραντάρα! Αγαπημένες Ταινίες: Περηφάνια και Προκατάληψη
Αγαπημένη Μουσική: Περηφάνια και Προκατάληψη - OST
Αγαπημένα Βιβλία: Περηφάνια και Προκατάληψη
(από εδώ)

2.
- Όταν ερωτήθηκε από τον δημοσιογράφο «πώς θα χαρακτηρίζατε την εν λόγω κυρία;» απάντησε υποτιμητικά «μεγαλοκοπέλα». Ενώ ο ίδιος, Εφηβος των Αντικυθήρων και βάλε! (Πασχάλης Αρβανιτίδης, για την μητέρα του εξώγαμου παιδιού του, από εδώ)

3.
- Από νύμφη του Θερμαϊκού σε μεγαλοκοπέλα που δεν θέλει κανείς. O μύθος της πόλης που παρακμάζει
(από εδώ)

4.
- Όσο η «Ολυμπιακή» ήταν «στα πάνω της» και ο κόσμος δεν είχε βυθισθεί σε μια κρίση που παράγει καθημερινά ανθρώπινες τραγωδίες και απελπισία, κάναμε ό,τι μπορούσαμε για να υπονομεύσουμε κάθε προοπτική πώλησης του εθνικού αερομεταφορέα. Τώρα, κάνουμε και το σταυρό μας που βρέθηκε ο κ. Βγενόπουλος, να προσφέρει κάτι λιγότερο από εκατόν ογδόντα εκατομμύρια ευρώ για την ...μεγαλοκοπέλα μας που έμεινε στο ράφι μετά την αποτυχία και του τελευταίου διαγωνισμού. (από εδώ)

(από Vrastaman, 23/04/09)Η ωραία μεγαλοκοπέλλα των Αθηνών που λέει κι ο Χοτζας στο σχόλιο (από GATZMAN, 16/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαλλική αργκό που σημαίνει «πάνε να κωλογαμηθείς στους Έλληνες» και χρησιμοποιείται με την έννοια του σάλτα και γαμήσου!

Η έκφραση αγγίζει μια ιδιαίτερα ευαίσθητη πορδή του πως ο υπόλοιπος κόσμος αντιλαμβάνεται τον Ελληνισμό και τους Έλληνες. Η πικρή αλήθεια είναι πως αυτό που εμείς αποκαλούμε Οθωμανικό Δίκαιο ο υπόλοιπος κόσμος αποκαλεί «Greek Style». Το ρήμα «to Greek someone» ουσιαστικά σημαίνει «κωλογαμάω κάποιον».

Οι ιστορικές ρίζες της ταύτισης Ελληνισμού και πισωκολλητού ανάγονται στην αρχαιότητα, όταν φιλόσοφοι και σοφιστές έπειθαν τους τυχερούς τους μαθητές ότι η γνώση μεταδίδεται πρωκτικά. Θεωρείτο δε απόλυτα φυσιολογικό (και κοινωνικά αποδεκτό) για ένα δάσκαλο να ρίχνει και ένα κρύο στον μαθητή καθώς του μεταλαμπάδευε την σοφία. Ανήκε στα «τυχερά του επαγγέλματος» των εκπαιδευτικών. Φυσικά τα πισωγλέντια μεταξύ συναινούντων ενηλίκων έφερε τότε, όπως και σήμερα,κοινωνικό στίγμα γιατί άλλο Τουπαμάρος κι άλλο το μουνί της Μάρως!

Με την έννοια αυτή λοιπόν, η προτροπή «πάνε να κωλογαμηθείς στους Έλληνες» εμπεριέχει την θετική διάσταση του πάνε μάθε γράμματα και εκπολιτίσου. Λέμε τώρα...

- Les Grecs sont appelés ainsi parce qu'ils sont tous pédés. Ne dit-on point: «Va te faire enculer chez les grecs» ;
(από εδώ)

- In idiomatic Québecois, one is not told to fuck off. One is told, va péter dans les fleurs (“go fart in the flowers”) or, va te faire enculer chez les Grecs (“go get screwed by the Greeks”). If someone in Montreal is speaking with a snooty Parisian accent, they’re asked, pourquoi tu parles en trou de cul de poule; (“Why do you speak as if your mouth was the ass of a chicken;”)
(από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει ξεμουνιάστηκα στην Κυπριακή patois. Χρησιμοποιείται με την έννοια του ξεπατώθηκα ή ξεκωλώθηκα και αναφέρεται σε υπερβολές στο σεξ, στο φαγητό ή και σε άλλες ηδονές.

Εκ του Κυπριακού σσιήστοςμουνί») > σχιστό > σχισμή.

Διάλογος Α’

Gatzman: - Πέρι, εσύ που έζησες κάποιον καιρό στην Κύπρο, το πισωκολλητό εκεί τι θεωρείται: α) Οθωμανικό, β) Greek Style, γ) Κυπριακό, δ) Ελληνοκυπριακό, ε) Τουρκοκυπριακό, ή ζ) Αγγλικό ;

Πέρι: - Κανένα από τα παραπάνω. Το πλέον ευρύπρωκτο αποσσιήστωμα θεωρείται το Αφρικανικό, όλα τα άλλα είναι κοινές οδοντόκρεμες!

Διάλογος B’

Πιέρ:- Αποστηιστωθήκαμε στα κουπέπια το χαλούμι και την λούντζα!

Πανίκος: - Σταμάτα να μιλάς τζιέ πέσε τσαχμέ να αποσηιστωθούμεν στην κκαρκόλλαν, μελαψέ μου Γαλάτη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι αποκαλείται ο φέρων κολλώδη γέλη στο μαλλί για λόγους κομμωτικού ελέγχου και δεν συμμαζεύεται.

Εκ του gel < Γαλλικό gélatine («ζελές») < Λατινικό gelare («παγώνω») το οποίο συγγενεύει με το Ελληνικό ύαλος («γυαλί»). Ο νεολογισμός γέλη αποτελεί πρόσφατο αντιδάνειο.

Η λέξη gel χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά με κομμωτική έννοια το 1958.

- Εν παραλλήλω λάνσαρε στο σανίδι και τον πρώτο Ιουστινιανό με... τζελαρισμένο μαλλί! Τώρα οι ιστορικοί όλου του κόσμου σηκώνουν τα χέρια ψηλά, αλλά η κυρία Μιμή Ντενίση συνεχίζει απτόητη το ερευνητικό της έργο και βγάζει στη φόρα πτυχές της βυζαντινής ιστορίας που μόνο εκείνη θα μπορούσε να φαντασθεί.
(από εδώ)

- όσο μεγάλο πούτσο και να έχει, ξέρω ότι αν κάνω μαζί του δεσμό σε δέκα το πολύ χρόνια θα έχω φορτωθεί μια επαρχιώτισσα αδερφή στο κανάλι, με προγούλια και τζελαρισμένα καρφάκια στο κεφάλι, να κουνιέται, να προσπαθεί να κάνει την σπουδαία, όπως όλοι οι επαρχιώτες γαμιάδες, πουλάνε αντριλίκι, στην αρχή, επειδή μετά, έχουνε καιρό, να προκαλέσουνε πολλαπλούς εμετούς, με τις εμετικές, εμετικές, εμετικές τους συμπεριφορές...
(από εδώ)

- κι ο φλώρος δεν ήξερα πως είναι πουλί, νόμιζα πως είναι γκομενάκι από τα ΒΠ με τζελαρισμένο μαλλί και ριγέ πουκάμισο! (από εδώ)

Για τζελαρισμένες πιπες (από Vrastaman, 29/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Πρόκειται για γυναίκα που πάσχει από ξήρανση κόλπου, δεν παράγει δηλαδή το απαραίτητο για την ερωτική της τέρψη και γ-καύλα μουνόγαλα. Δεν μπορεί καν να ξεροχύσει, καθώς η σεξουαλική επαφή καθίσταται ιδιαίτερα επίπονη.

Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες από λειψυδρομούνες:

  1. Οι λόγω ηλικίας ή οργανικής αιτίας [I]ξερομούνες[/i]

Τα ανυδρόμουνα αυτά δεν στερούνται λιμπίντο και αντιμετωπίζουν το πρόβλημα επιτυχώς με την εξωγενή χορήγηση λιπαντικών ουσιών ή, σε περίπτωση εκτάκτου ανάγκης, σάλιου.

  1. Οι εκ πεποιθήσεως [I]παστομούνες[/i]

Οι στεγνομούνες αυτές επιλέγουν για λόγους θρησκευτικούς, ιδεολογικούς, ή και απλώς ξινομουνίασης να παρεμείνουν εσαεί αραχνομούνες. Τα μουνιά τους καταντούν ρημαδιακές νεκρές φύσεις που προκαλούν μηδενικές στύσεις και δεν αξίζουν καν να τα φτύσεις γιατί το σάλιο σου θα σπαταλήσεις.

Εκ των «λειψυδρία» και μουνί.

Hank: - Τι να σου πω σε Λάουρα! Έφτυσα αίμα να πηδήσω το Λίλιαν και τελικά μου βγήκε λειψυδρομούνα!

Λάουρα: - Ρε μαλάκα, το ξερομούνι στο σεξ δεν συνεπάγεται ντε και καλά ότι η κοπέλα είναι λειψυδρομούνα!

Hank: - Μα τι λες, το Λίλιαν είναι σκέτo μουνί-ξηρογραφία!

Λάουρα: - Εγώ άλλα άκουσα από τον Vrastaman! Μπορεί απλώς να μην της κάνεις κούκου ρε αδελφέ! Δεν ξέρεις ότι παρακαλετό μουνί σημαίνει ξινό γαμήσι; Έλα, κερνάω Vin Sec de Château Μουνjί!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified