Δεν αναφερόμεθα στο σύστημα ασφαλούς παρκαρίσματος parktronic.

Το συγκεκριμένο ηχητικό σύστημα υποβοήθησης στάθμευσης είναι απόλυτα αναλογικό, εντελώς δωρεάν, και μας υποστηρίζει άκρως αποτελεσματικά στη στάθμευση και τους ελιγμούς σε στριμόκωλους χώρους.

Ενδείκνυται σε παλαιότερα τουτούνια που έχουν ήδη χάσει ότι πολυτιμότερο είχαν, ή σε νοικιάρικα. Να σημειωθεί ότι το παρκάρισμα με το αυτί είναι και ιδιαίτερα αγχολυτικό, σκέτη καύλα στο μέτρο που δεν σε πιάσουν.

Βλ. και διά της ακουστικής μεθόδου.

- Έλα μωρέ... λίγο στον μπρος.. λίγο στον πίσω.. και μπήκες !!!! Ετσι, έτσι,
στο κάτω-κάτω παρκάρεις και με τα αυτιά...;):rofl: σντουπ γκτουπ ΠΟΙΝΓΚ...
(εδώ)

- Oι δάσκαλοι λένε να σταματάς στο σημείο που η μεσαία κολόνα σου να ευθυγραμμίζεται με το τελείωμα του πίσω προφυλακτήρα του μπροστά αυτοκινήτου και μετά με δύο κινήσεις-στρίψιμο με ανάποδο τιμόνι 45 μοίρες, ανάποδο τιμόνι για να μπει και το εμπρός μέρος και μετά ευθυγράμμιση αν χρειάζεται. εγώ τόσα χρόνια αυτή τη μέθοδο χρησιμοποιώ, άντε να σταματήσω λίγο πιο μπροστά. Α, και κατά την εξάσκηση βάλε ωτασπίδες στον φίλο σου, ώστε να μη προστεθεί στη λίστα άλλος ένας απ' αυτούς που παρκάρουν με τ' αυτί...
(εκεί)

(από Vrastaman, 07/02/10)Γούντι Άλεν, «Μπανάνες» (1971) (από vikar, 27/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φέρων πλεξίδες ράστα.

Υπάρχουν τέσσερεις μεγάλες κατηγορίες ραστοφόρων:

  • Οι θρησκευόμενοι ρασταφαριανοί, όσοι δηλαδή πιστεύουν ότι ο Ρας Ταφάρι Μακόνεν, το κατά κόσμον όνομα του μακαρίτη Αυτοκράτορα της Αιθιοπίας Χαϊλέ Σελασιέ, αποτελεί θεία ενσάρκωση και πίνουν γκάντζα για του λόγου το αληθές,
  • Οι μουσικοί ή φίλοι της ρέγκε,
  • Όσοι αυθεντικά αγαπούν το συγκεκριμένο λουκ,
  • Βικτιμάδες της μόδας και της πολιτικής.

Φτηνό λολοπαίγνιο με τον ρασοφόρο.

- Ο ραστοφόρος με το τσιμπούκι είναι ένας ξεχασμένος raver φίλος της χαράς… (εδώ)

- Να φύγει κλοτσηδόν (από το τηλεπαιχνίδι) και το νιάνιαρο και ο Χαβανέζος Ραστοφόρος
(εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν αναφερόμαστε στην ξεπερασμένη πλέον βιολογική ταξινομία του ανθρωπίνου είδους, αλλά στις διάφορες «αστικές φυλές» που φέρουν κοινές εμμονές / λάιφσταϊλ / λουκ, για να έχουν δουλειά σλάνγκοι και δημοσιοκάφροι.

Κάποτε είχαμε καρεκλάδες, ροκάδες και φρικιά. Πλέον το μαγαζί διαθέτει κατσικορέιβερ με κωλοφτιαγμένα αγροτικά, αρκούδους με καρώ μπλουζάκια που ορέγονται καφρομεταλλάδες με πεντάλφες, βλαχορόκ ασπροκάλτσες αγκαλιά με καθαρόαιμα εξώμουνα να πετάν λουλούδια σε σκυλάδες με θεσσαλονικί μπουρναζογκόμενες σε γαβγάδικα, τρεντογλωσσούζ οικολόγριες να επιδεικνύουν τα ξεκωλόσημά τους σε τελειωμενάδικα, βερμουδιάρηδες, γκικ και μιλφέιγ σε συνάντες του σλανγκρρρ, λαϊφστάλιν ταγάρια να ηδονίζονται ακούγοντας «ο Πέτρος ο Γιόχαν και ο Φρανς σε φάμπρικα δούλευαν φτιάχνοντας τανξ», διαδρομιστές να καιροφυλακτούν στην Ευελπίδων για πρόχειρα ζάκια, μούλτι-κούλτι κερατάδες και δαρμένοι με ξεπλένικες εντεχνindie πασοκομούνες σε ναμαγαπάδικα, τρέντι βιπίνια σταρμπακάκια να αναφωνούν «χελόου!» χωρίς προφανή λόγο, έμο και γκοθάδες να κλαίνε την μοίρα τους σε πεθαμενάδικα, νίντζα να σταυροκοπιούνται καθώς ξεκωλόγριες τζιλφ φραπομούνες σταυρώνουν τεκνά, βλαχοτρέντι κάγκουρες με πειραγμένα τουτούνια στη διαπασών, θεούσες χριστιανόφατσες σε χριστιανοταλιμπάν διαλέξεις του Γιανναρά, παγάνες με χλαμύδες στο ναό του Ποσειδώνα, ναζοί και σκίνια να σκοτώνονται με κουκούλια καθώς οι κουκουλοφλώροι κρατούν αποστάσεις ασφαλείας, σφίχτες μπονταίοι να στακάρουν μπρουταλίνη στα σιδεράδικα, χασίστες και φουντικοί να μασουλάνε φοφίκο σε μπαφόσπιτα, ραστοφόροι σκεϊτάδες και low bap χιπχοπάκια να ακούνε Active Member, βέλτσοι να αυτοερεθίζονται πρωκτικά στην τουαλέτα καθώς διαβάζουν Μπωντριγιάρ, και πάει λέγοντας…

Εκ του φύεσθαι. Aγγλιστί, tribe.

- Η κατηγοριοποίηση των σημερινών εφήβων σε «φυλές» γίνεται ανάλογα με την κοινωνική διαστρωμάτωση, τις μουσικές καταβολές ή τις «Φιρμάτα γυαλιά, επώνυμα ρούχα και αψεγάδιαστη εμφάνιση είναι τα στοιχεία που διαφοροποιούν τους «τρέντι» από τις υπόλοιπες «φυλές» της νεολαίας.
(εδώ)

- Εχει επανειλημμένα διαπιστωθεί ότι οι δημοσιογράφοι, ιδιαίτερα στα λάιφσταϊλ έντυπα, λατρεύουν να ανακαλύπτουν τάσεις, ρεύματα και «φυλές» χωρίς απαραίτητα να υπάρχουν. (εδώ)

- Σήμερα θα ασχοληθούμε με δύο από τις κύριες ομάδες (ή φυλές, αν προτιμάτε) βλόγερ (ή bloggers κατά το διεθνές): τη φυλή των καλημεροκαληνύχτηδων και τη φυλή των χαχαχάκηδων, αι οποίαι φωλιάζουν και βόσκουν σε εντελώς διαφορετικά, μεταξύ τους, e-κοσυστήματα. Οι καλημεροκαληνύχτηδες συναντώνται κυρίως στην εύκρατη ζώνη των επονομαζόμενων »σοβαρών« blogs που ασχολούνται με Τέχνες, Διανόηση και Εικαστικά. Οι χαχαχάκηδες απαντούνται στην τροπική ζώνη των λεγόμενων »εύθυμων« ή »σατιρικών« blogs που ασχολούνται με την εύθυμη πλευρά όλων των παραπάνω.
(εδώ)

Φυλές Ελλήνων & Ξένων: Γ. Μπάτης "Ο Φασουλάς" (1936) (από HODJAS, 11/05/10)Σπύρος Ζαγοραίος: "Ποιός είσαι κι απο πού κρατάς", παραθέτει τις φυλές που χόρευαν ωραίο ζεϊμπέκικο (από HODJAS, 05/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το «μου» χρησιμοποιείται δόκιμα ως κτητική αντωνυμία συμπάθειας.

Στη (δια)λεκτική όμως πάλη σλανγκικών και μη φιλοφρονήσεων, χρησιμοποιείται δίκην προγαμιαίου σάλιου: συμβολικά, κάνουμε κάποιον δικό μας πριν τον κάνουμε δικό μας.

Ανήκει στο οπλοστάσιο πολλών ευπροσήγορων φυλών (βέλτσοι, νυφίτσες, κυρα-περμαθούλες, κ.α.) με σκοπό το με-το-γάντι άδειασμα των συνομιλητών τους.

Ασίστ: ο johnblack μου.

- Εσύ αγορίνα μου αυτό κατάλαβες; Εγώ απλά ανοίγω μια κτγμ ενδιαφέρουσα συζήτηση, δεν αντιπαρατίθεμαι σε κανέναν. Κι αν έχεις άγνωστες λέξεις, λυπάμαι αλλά δεν προτίθεμαι να αλλάξω το στυλ μου γι' αυτό. Καλές γιορτές!
(εδώ)

- Eυχαριστώ πολύ καλέ μου φίλε. Σου εύχομαι ολόψυχα καλές γιορτές και ευτυχισμένος ο νέος χρόνος...
(προς μπαγαποντοδότη, εκεί)

- Καλέ μου βράστα, η ευρηματικότητά σου, οι συνειρμοί που κάνεις και η ικανότητά σου στα λογοπαίγνια είναι πράγματι απιστεύτου [...] Αλλά ως εκεί.
(παραπέρα)

- Το μόνο που έχω να πω είναι το εξής - γαμιά μου, εσύ!!!
(ΡΤΠ calling Νούλης, εδώ)

Λαβ ιζ ιν δη ερ! (από Vrastaman, 04/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δίνω κάποιον στεγνά, τουτέστιν τον καταδίδω στην ψύχρα και με συνοπτικές διαδικασίας. Το στεγνά δεν υπονοεί ντε και καλά «χωρίς αντάλλαγμα», κάθε άλλο.

Σημείο των ρουφιάνικων καιρών που διανύουμε.

- Όποιος ρουφιανέψει έναν φοροφυγά θα έχει φοροαπαλλαγή 3.000 ευρώ. Το κράτος μας κάνει και επίσημα ρουφιάνους και μάλιστα θα μας τιμήσει αν δώσουμε στεγνά κάποιον.
(εδώ)

- Ο Ανδρέας Παπανδρέου έδωσε στεγνά τον Κορνήλιο Καστοριάδη και άλλους συντρόφους του στον Μανιαδάκη.
(Αστικός μύθος ή πραγματικότητα;)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σε λούκια έντονης ψυχολογικής και σωματικής πίεσης. Ποδανή διατύπωση καταστάσεων πίπας-κώλου / πίπας-κώλου-εμπλοκής.

Βλ. επίσης: κάνω το παπί, Παπί, Λοκό και Τιγκανά.

Ασίστ: Τζίζας.

- ΜΕ ΠΑΝΕ ΠΑΠΙ ΛΩΚΟ ΚΑΙ ΔΕΝ ΠΡΟΛΑΒΑΙΝΩ.
(εδώ)

- Έτσι γαυράκο.... παπί-λοκώ εμπλοκή σε κάτι γάυρους σαν και εσένα... παπί-λωκό λέμε....
(εδώ)

Παπί-λωκό (από Vrastaman, 28/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τριπάκι στην λυσεργική αποκαλείται η δόση παραισθησιογόνου αλλά και το συνεπαγόμενο ψυχεδελικό άκουσμα.

Το τριπάκι έχει όμως καθιερωθεί και με την ευρύτερη έννοια της καλώς ή κακώς εννοούμενης καύλας, ψώρας, ρουτίνας ή ενασχόλησης με οποιοδήποτε αντικείμενο ή υποκείμενο.

Μπορείς να μπεις σε τριπάκι του εγώ, σε τριπάκι ενοχής, σε τριπάκι φιλοτελισμού, σε τριπάκι οιουδήποτε ονείρου που τρίζει ωσάν το ξύλινο ποδάρι της γιαγιάς μας (βλ. παραδείγματα). Η αρνητική διατύπωση «μη μπαίνεις στο τριπάκι» είναι βεβαίως-βεβαίως συνώνυμη του ξεκόλλα.

Εκ των αγγλικών trip και trippin’ που όμως έχουν πιο περιορισμένο πεδίο χρήσης.

Βλ. επίσης: κανάλι, λούκι, γκεζί, αρρώστια, πώρωση.

- Οι αγρότες δεν θα πρέπει να μπουν στο τριπάκι του λαθρεμπορίου πετρελαίου.
(Σλανγκομούνα Υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων στη πρωινή εκπομπή του Άρη Πορτοσάλτε στο Σκάι, 19/1/10)

- Δεν μπαίνουμε στο... τριπάκι ότι έχουμε ήδη προκριθεί στο Πεκίνο, αλλά πρέπει να αποδείξουμε στο γήπεδο ότι είμαστε ικανοί.
(Νίκος Ζήσης, εδώ)

- Πολιτικοί στο τριπάκι του Facebook - Αρχηγοί, υπουργοί και βουλευτές άνοιξαν προσωπικά ημερολόγια και συζητούν με φίλους τους.
(Το ΕΘΝΟΣ)

- Μερικοί μπαίνουν στο τριπάκι να πουλήσουν πολλούς δίσκους, αντί να φτιάχνουν καλή μουσική...
(εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν αναφερόμαστε σε κλασικές κυριούλες αλλά ούτε και σε τσατσάδες ντέλων.

Μαντάμ αποκαλείται χαϊδευτικά από την υποκουλτούρα των ρέιβερ η μεθυλενεδιοξυμεθαμφεταμίνη (MDMA), το κύριο συστατικό του ναρκωτικού ecstasy.

- Την τελευταία φορά που έγραψα για την «μαντάμ», το mdma, μου διαμαρτυρήθηκες οτι η περιγραφή μου γύρω από το πως την ακούς με την ουσία ήταν ξερή και ελλειπής...
(εδώ)

- Οχι ρε αδερφε τι να κλάσει η μορφινη μπροστα στη «Μανταμ»;;; Το κυριο συστατικο του ecstasy ειναι και αμα το βρεις ατοφιο και καθαρο κανεις κατι trip-ακια τρομερα!!!!
(εδώ)

(από Vrastaman, 15/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν αναφερόμαστε στην μεταδοτική νόσο που προκαλούν τα μπαμπέσικα αραχνοειδή παράσιτα που φωλιάζουν στο δέρμα και σού γαμούν τα ράμματα, αλλά σε άλλου είδους αρρώστια: στην πώρωση που νοιώθει ο κάθε είδους φετιχιστής για το το υποκείμενο ή αντικείμενο του πόθου και της εμμονής του.

Ψώρα έχουν κάγκουρες, γκατζετάκηδες, στρατόκαυλοι, εφαψάκηδες, φραπεμανιακοί, σφίχτες, σλανγκοπαθείς, αρχαιόκαυλοι, e-λληναράδες, τετρατριχοτόμοι, μοντελοπνίχτες, βέλτσοι, χριστιανοταλιμπάν, μουνάκηδες, κωλάκηδες, βυζάκηδες, κρητικοί, πρεζάκια και πάρα μα παπάρα πολλοί άλλοι αρρωστάκηδες.

Αγγλιστί, On a jag.

- Την ψώρα του ψαροτουφέκου την κόλλησα από τον πατέρα μου αλλά και τον θείο μου. Από πολύ μικρός είχα μεγάλη λόξα με τα μακροβούτια και τις βουτιές γενικά…
(εδώ)

- Δεν κατέχω το άθλημα του προγραμματισμού όμως έχω μεγάλη ψώρα και ασχολούμαι αρκετά…
(εδώ)

- Έχω αρκετά καλα οπλάκια στο μυαλό μου καθώς έχω μεγάλη ψώρα για το κυνήγι...
(εδώ)

Το άκαρι της ψώρας (από Vrastaman, 12/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχέτυπη φιγούρα εκκεντρικής κυριούλας που κυκλοφορεί με καροτσάκι της λαϊκής ταΐζοντας το γατομάνι της γειτονιάς. Σε έναν λαό που δεν διακρίνεται για τα φιλοζωικά του αισθήματα, η συμπεριφορά της γατούς θεωρείται παρεκκλίνουσα και συνήθως περιφρονείται ή χλευάζεται ως ξεκουτιάρα (βλ. παράδειγμα).

Δεν θα ξεχάσω την γατού των παιδικών μου χρόνων στο Παλιό Φάληρο. Τα κατσούλια την λατρεύανε και συναθροίζονταν μιλιούνια στο άκουσμα και μόνο του καροτσιού της. Κάποια στιγμή με την δύση των σέβεντηζ η γατού αρρώστησε. Λέγεται ότι την κυρίευσε τρόμος για την μοίρα των «μωρών» της μετά το επερχόμενο μοιραίο και έλαβε την απονενοημένη απόφαση να δηλητηριάσει όσα περισσότερα μπορούσε, τουλάστιχον να τα γλιτώσει, να μην τα κάνουν γατόγυρο. Έχοντας όμως γνωρίσει την χρυσή αυτή γειτόνισσα από κοντά δεν μπορώ να το πιστέψω. Μάλλον θα επρόκειτο για μυθεύματα κυρα-περμαθουλών ή, ακόμα χειρότερα, των βδελυρών εκείνων υπανθρώπων που ηδονίζονται ρίχνοντας φόλες σε ζωντανά. Ένα πέπλο βουβού γατοθρήνου κάλυψε το Φάληρο για εβδομάδες όταν η γατού τελικά αποδήμησε από τον σκυλίσιο τούτο κόσμο.

Αγγλιστί: Crazy cat lady.

- Είναι μία «γατού» στη γειτονιά μας που περιφέρεται συνεχώς σε όλη τη γειτονιά και ταϊζει όλα τα γατάκια που βλέπει. Ειδικά στην πιλοτή μας έχουμε γεμίσει με «αδέσποτα». Πες τώρα εμείς, τι να κάνουμε. Που μας βρωμίζουν όλο το χώρο, που σκαρφαλώνουν και γρατζουνάνε τα αυτοκίνητά μας. Τι χρωστάω εγώ και οι υπόλοιποι που δεν είναι δικά μας. Να τα πάρει σπίτι της άμα θέλει... (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified