Πολύ απλά, το θηλυκό του μαλάκα.

Ορισμένες ψευδοαλέγκρες γυναίκες είθισται να αλληλοπροσφωνούνται «μαλάκα», λέξη χυδαία, κακόηχη και ανοργασμική όταν αποδίδεται σε θηλυκό. Αντίθετα, το μωρή μαλάκω, εμπεριέχει μια σχεδόν ποιητική υφή, γιομάτη ευωδιές θυμαριού και φασκόμηλου, που προκαλούν συλλογικό νόστο για εξιδανικευμένες βουκολικές καταστάσεις.

  1. SUV: Τα τραβέλια της αυτοκίνησης. Sport δεν είναι. Utility δεν είναι. Πραγματικές εκτός δρόμου δυνατότητες δεν έχουν όλα, αλλά και να έχουν, αυτοί που τα αγοράζουν τα έχουν για να καβαλάνε πεζοδρόμια και ράμπες αναπήρων... Όμορφα; Σαν τρακτέρ είναι.

Και το ηλίθιο είναι ότι βλέπουμε και γυναίκες να τα θέλουν. Τι το θες μωρή μαλάκω το τρακτέρ; Η μάνα σου, όπως και οι μανάδες όλων μας, είπανε αμάν να μπουν σ' ένα όχημα που να μην είναι τρακτέρ ή αγροτικό... (Από το φόρουμ 4 ΤΡΟΧΟΙ)

  1. - Αυτός ο Κώστας όλο με gucci και armani τριγυρνάει ρε Ελένη, στάνταρ είναι πολύ φραγκάτος.
    - Του κώλου τα εννιάμερα είναι μωρή μαλάκω, φραγκάτος και τρίχες, γι' αυτό πηγαίνει στην δουλειά με το παπάκι; Μαϊμούδες είναι τα gucci, ξεκόλλα με τις θεωρίες.
    (Παράδειγμα της Mes από άλλο λήμμα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για την πεολειχία, την πίπα, το κλαρίνο, τον στοματικό έρωτα.

Δανειστήκαμε την λέξη από το Τουρκικό çubuk, πού σημαίνει ραβδί ή κλωνάρι και με την σειρά του ετυμολογείται εκ του μεσαιωνικού Περσικού chobag που έχει τον ίδιο ορισμό. Μεταφορικά συνδέεται με το çubuk, την πολυτελή δηλαδή πίπα πού κάπνιζαν οι προύχοντες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Συνήθως είχε κεχριμπαρένιο επιστόμιο, μακρύ (έως και 1.5 μ) στέλεχος από πολύτιμο ξύλο και πήλινο λουλά.

Στη σύγχρονη Τουρκία, η λέξη αυτή δεν αποδίδει ούτε την σύγχρονη πίπα (είδος καπνιστή), αλλά ούτε και σλανγκιστί το γλειφοπούτσι. Αντίθετα η λέξη boru (εκ τού οποίου και η δικιά μας μπουρού) σημαίνει πίπα και ενέχει σλανγκικές διαστάσεις, όπως και το saksafon.

Γλωσσολογικό συμπέρασμα: το τσιμπούκι υφίσταται Ελληνική σλανγκική αδεία. Το δε σλανκικό δαιμόνιο της φυλής απογείωσε την έννοια σε άλλους γαλαξίες αγγελικών κλαρίνων (βλ. παραδείγματα).

Όταν οι γηραιοί αλβιώνες give a blowjob και οι Γαλάτες σύμμαχοί μας taillent une pipe, το καθ' ημάς γαμαμούτρα περιλαμβάνει επώνυμα τσιμπούκια με σήμα το Λιοντάρι και επιδέξιες πεολ(ε)ιχούδες με μαύρη ζώνη στο τσιμπούκι κι ένα νταν! Eμείς έχουμε τσιμπουκομικρούλικα όρθια τσιμπούκια, δίμετρες τσιμπουκλούδες με παχυλά τσιμπουκόχειλα, πιπινέζες γκουρμέ, πεσκανδρίτσες που από ασχημόπαπα μετουσιώνονται σε κύκνους με τα χυμώδη πεοχειλουδάκια τους καθώς σε πιπώνουν μονοφωνικά τε και στερεοφωνικά και άμα λάχει σου ρίχνουν ναι κάνα χυσόφιλο για τσιμπούμεραγκ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για λέξη πασπαρτού που περιγράφει οποιοδήποτε μικροαντικείμενο, μαραφέτι, εξάρτημα, μπλιμπλίκι, γαμίδι ή ψιψιψόνι.

- εγώ παιδιά έχω κόψει αρκετά σκατολοιδια που έπαιρνα, έχω καταργήσει τελείως τα αλλαντικά και βέβαια μποϊκοτάρω τα αναψυκτικά τύπου cola (ανοργασμικό παραλήρημα γκρηνιάρας από φόρουμ)

- συναντήθηκα το πρωί κατά τις 10 με την αδελφή της μαμάς μου ήθελε να μου δώσει κάτι ...βρακιά :-) να τα παω στη μανά μου όταν παω στο νησί...μετά χάζεψα στις βιτρίνες , πήγα στο Χόντο , πήρα διάφορα σκατολοιδια από εκεί, αγόρασα και ένα φουστανάκι, ένα βιβλίο και μετά άραξα σε ένα καφέ στην πλάκα και ήπια ...νερό.....γιατί καφέ είπαμε γιόκ και χαζολόγησα και διάβασα λίγο από το βιβλίο μου......αυτααααα..... (Συναρπαστική αφήγηση από φόρουμ σε thread με τίτλο «Girls just wanna have fun!» – παρακαλείται κάποιος να βάλει τέλος στο μαρτύριο του εν λόγω girl).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το Κορμί (με κεφαλαίο) αποτελεί απαύγασμα όλων των εξιδανικευμένων προδιαγραφών που καθιστούν ένα αμαρτωλό επιθυμητό στο τριχεπώνυμο και μη ανδρικό πλήθος.

(Αεριωθούμενη λεβεντομούνα ρωτάει τεχνοφοβικό Ελληνάρα πώς να συνδέσει το κινητό της με τον φορητό της υπολογιστή...)

... Α, δεν είναι τίποτα ... συνδέεις τα ψιψιψίνια με τα κοκοκόψαρα και οδήγα...

(Ντροπιασμένος, αλλάζει θέση και κλαίγεται σε αδιάφορο Ασιάτη συνεπιβάτη...)

.... To χάσαμε το Κορμί πατριώτηηηη...!!!!

(Διαφήμιση ΓΕΡΜΑΝΟΥ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για την ιδιότητα ενός αμαρτωλού να μας εξάπτει την επιθυμία να το αποκτήσουμε και να το απολαύσουμε ερωτικά.

Οι πρωκτικά εγκρατείς και εν πολλοίς ψυχοσεξουαλικά ανικανοποίητες Γιαλόμες αποδίδουν το φαινόμενο στην libido (ηδονή, όπως την έχει ορίζει ο ανώμαλος Freud). Σφάλλουν όμως, καθώς το λιμπιντιάρα είναι εκ του λιμπίζομαι, που ετυμολογείται από το αρχαίο λιμβός (λαίμαργος).

- Πολύ λιμπιντιάρικο το παστάκι ρε συ. - Και που να δεις τη λιμπιντιάρα μιλφέιγ μαμά του...
- Φτου κύριε φυλακήν τω σπέρματί μου, οικογενειόρχης άνθρωπος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το youtube, εκ των συ και σιφόνι (< αρχ. σίφων).

Βλ. επίσης συσωλήνας και εσύ-σωλήνας.

- Λίλιαν πρέπει να μάθεις κάτι. Κάτσε πρώτα μη πάθεις τίποτα. Είδα γιουτουμπάκι στο συσιφόνι με τον Πέρι και τον Βαγγέλη να τραγουδάνε γερμένοι το «Νιάου νιάου βρε γατούλα».
- Και ποια νομίζεις πως το ανέβασε, φιλενάδα; Η εκδίκηση σερβίρεται κρύα! - Πουτανίτσααα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαξιωτική απάντηση σε λούγκρο-απειλές κάποιου, κατά το θα μου κλάσεις τα αρχίδια.

Προέρχεται από το εμετικά κατσιμηχέσω τραγούδι «Για να σε εκδικηθώ». Πολλοί πατριώτες απορούν πώς ο αδιαμφισβητήτου ανδρισμού Δημήτρης Μητροπάνος παρασύρθηκε να ερμηνεύσει ένα τόσο νιανιά τραγούδι που μάλλον πους τις θα διενοήθη.

Αξίζει να σημειωθεί ότι «τις βάφει τις κουρτίνες» είναι και συνώνυμο του το σφίγγει το μπουλόνι.

- Άτιμη Λίλιαν, έδωσα τα πάντα για σένανε και μόλις γύρισα την πλάτη μου με πούλησες για τον Ανδρέα! Θα σου... θα σου... ΘΑ ΣΟΥ...
- Θα μου σκίσεις τα πόστερ, θα μου βάψεις τις κουρτίνες παλιο-λουγκρητία!

Η πηγή του κακού:
Για να σε εκδικηθώ
πετάω ενθύμια και δώρα
κι εσύ όπως και εγώ
θρύψαλα και σκουπίδια τώρα
τις ζωγραφιές σου σκίζω
τα πόστερ που αγαπούσες
και βάφω τις κουρτίνες
στο χρώμα που μισούσες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει χώνω η αγγαρεύω κάποιον. Το μπιφτέκωμα ετυμολογείται εκ της στρατιωτικής ορολογίας τρώω μπιφτέκι, συνώνυμο του τρώω αγγούρι. Η έκφραση έχει παρεισφρήσει και στην πραγματική οικονομία.

- Είσαι για κάνα φραπέ το βράδυ;
- Άσε ρε φίλε ο ρουμάνος και πάλι με μπιφτέκωσε. Θα ξενυχτήσω αποδελτιώνοντας τσιμπιδάκια...
- Μαύρη χελώνα σ' έχει κατουρήσει μ' αυτό το παπάρι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για τον παθητικό, μα εντελώς παθητικό, ομοφυλόφιλο. Εκ των πούστης και αστερίας: δεν παίρνει ποτέ καμιά πρωτοβουλία, απλά γέρνει αφήνοντας όλα τα ηνία στον πεοδότη.

Πέρι: Επιτέλους μόνοι, Βαγγέλη!
Βαγγέλης: ...........

(Διάλογος με πουστερία)

(από Vrastaman, 21/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασικά, ο χαιρετισμός των προσκόπων.

Σλανγκικά, όταν πατάμε τα πλήκτρα Control+Alt+Delete για να προκαλέσουμε επανεκκίνηση του κολλημένου υπολογιστή μας ή να ξεπαγώσουμε κάποια γαμοεφαρμογή.

Πρόκειται για την σύγχρονη αντιμετώπιση ενός γόρδιου δεσμού, με ευρύτερες σλαγκικοκοινωνικές εφαρμογές πέραν της πληροφορικής. Εάν μια κουβέντα, μια σχέση, μια εργασία, ή οτιδήποτε άλλο έχει κολλήσει ή βρίσκεται σε αδιέξοδο, τότε ρίχνεις ένα ξεγυρισμένο χαιρετισμό των τριών δακτύλων και ξεκινάς με νέες βάσεις, ευελπιστώντας ότι το αποτέλεσμα θα είναι αυτή τη φορά καλύτερο!

- Ρε Πέρι αμάν πια με την μπάλα σου και στο γαμω-slang.gr σου με έχεις γράψει εντελώς! Δεν με ακούς που σου μιλάω, κουφός είσαι; Έχω ρέψει μαζί σου!

- Λίλιαν πότε είναι η τελευταία φορά που κάναμε σεξ; Ούτε παντρεμένοι να ήμασταν! Και ύστερα παραπονιέσαι ότι κοιτάω την Λάουρα!!! Τι απέγινε το αμαρτωλό που αγάπησα; Ή ρίχνουμε ένα χαιρετισμό των τριών δακτύλων, εδώ και τώρα, ή τον μπούλο αρμ!!!

Μπλουζάκι με μήνυμα (από poniroskylo, 20/01/09)

Δες και κοντροντιλιτάρω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified