Σύνθετος υποτιμητικός χαρακτηρισμός για τον ομοφυλόφιλο άνδρα, από τις λέξεις σούφρα και μηλιά. Πιθανώς προέρχεται από τη δεκαετία του '60, όταν η γκροτέσκα φιγούρα του Τάκη Μηλιάδη υποτίθεται ότι καθρέφτιζε τους ομοφυλόφιλους. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως συνώνυμο του πονηρούλη και μουλωχτού.

Ώστε έτσι μωρή σουφρομηλιά... Μίλησες ήδη με τον προϊστάμενο για την άδειά σου και δεν μάς είπες τίποτα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μηχάνημα κοπής χόρτων. Η ουσία της στρατιωτικής θητείας στις ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις είναι τα κομμένα χόρτα, ίσως περισσότερο και από τις βολές. Η πλειοψηφία των Διοικητών στρατοπέδων κόπτεται περισσότερο για το κόψιμο των χόρτων, παρά για την καθ' αυτού στρατιωτική άσκηση. Κατά περίπτωση, αλλά συχνά, το κόψιμο χόρτων συνεπάγεται άγραφη άδεια για τον τυχερό χλοοκόπτη. Οι μονιμάδες χρησιμοποιούν λανθασμένα τον όρο «χορτοκοπτικό».

Ψαράδες, πού είναι το χορτοκοπτικό; Έρχεται ο Διοικητής, κόψτε όλα τα χόρτα κοντά στο φράχτη, για να μην αρχίζω να μοιράζω Φι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ασκώ έντονη σεξουαλική δραστηριότητα με αποδέκτη γυναίκα. Αποτελείται από το γνωστό στερητικό πρόθεμα ξε- και το αντικείμενο που σέρνει καράβι.

- Πού είναι ο αδερφός σου;
- Ήρθε με άδεια ορκομωσίας προχθές και δεν τον έχω δει καθόλου. Είναι στο σπίτι της γκόμενάς του και δεν έχει ξεμυτίσει. Πρέπει να το ξεμούνιασε το κοριτσάκι, θα γίνεται πραγματική μάχη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μία από τις αγαπημένες λέξεις του Βύρωνα Πολύδωρα. Η ρίζα της λέξης ανάγεται στην αρχαιότητα και αναφέρεται σε μία μάσκα που παρίσταινε τη λυκόμορφη Μορμώ, ένα πλάσμα άσχημο και ποταπό. Η Μορμώ ήταν ο πρόγονος του σημερινού Μπαμπούλα, βρώμικη, επικίνδυνη και αποκρουστική, φόβητρο για τα παιδάκια που δεν έτρωγαν το φαΐ τους!

Δεν θα επιτρέψω σε κανένα μορμολύκειο της παράταξης που στα δύσκολα χρόνια της αντιπολίτευσης κρυβόταν, να διεκδικεί εύσημα προσφοράς στο κόμμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τσιμπούκι στα ποδανά.

Σήμερα θα βγω για πρώτη φορά με το γκομενάκι που γνώρισα στην Πάρο. Πιστεύω ότι, στην καλύτερη περίπτωση, θα γίνει μόνο μπουκιτσί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασσική έκφραση ρητορικού χαρακτήρα η οποία εκφράζει ένα ζήτημα υψίστου σημασίας για όλα τα αρσενικά ανά την υφήλιο: γαμιέται άραγε;

Τι ωραίο γκομενάκι αυτή που μένει στον τρίτο, την έχεις προσέξει; Έχει και γαμώ τα κορμιά και νομίζω ότι το πάει το γράμμα!

Got a better definition? Add it!

Published

Κωδικοποιημένη έκφραση, προκειμένου να ρωτήσεις αν κάποιος τελικά κατάφερε να ρίξει γκομενάκι στο κρεβάτι.

- Τι έγινε φιλαράκι, μπήκε η κάλτσα στο συρτάρι;
- Όχι ρε γαμώτο, μου ζαλίζει τ΄αρχίδια συνεχώς λέγοντας ότι πρέπει να περιμένουμε ακόμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ απλά: συνουσιάζομαι.

- Τι έγινε ρε μόρτη, το γυαλίζεις καθόλου το μπαστουνάκι στη Θεσσαλονίκη;
- Το κατά δύναμιν, ό,τι μπορούμε κάνουμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνουσιάζομαι, η σεξουαλική πράξη παρομοιάζεται σαν βάφτιση τέκνου, με το αιδοίο σαν κολυμπήθρα.

Πώς πέρασες στην Κω Νικολή, τον βάφτισες τον μπέμπη;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μικρό παιδί. Η λέξη είναι τουρκικής προελεύσεως, Küçük, που σημαίνει μικρός. Απαντάται συχνά στη Θεσσαλία ως κούτσκο.

Πού 'ν τα κούτσκα, έρνται ή τα χς χαμένα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified