Το μικρό και χαριτωμένο αμνο- ή/και ερίφιο που όσοι έχουν ζήσει σε χωριό για ικανό διάστημα έχουν τουλάχιστον μια φορά στη ζωή τους λατρέψει και πιστέψει ότι με τη δύναμη του έρωτά τους μπορούν να μετατρέψούν σε pet πόλης...

Αλίμονο, το αρνί δεν είναι ιγκουάνα (όπως αντίστοιχα και το μουνί δεν είναι αρνί).

Αυτός ο καταραμένος και δίχως αύριο έρωτας είναι μεγάλο λάθος να αφυπνίζεται κατά τη διάρκεια της Μεγάλοβδομάδας.

- Μαμά, κοίτα το αρνάκι μου, το πάω βόλτα;
- Μην το τραβολογάς από δω κι από κει παιδί μου και το κατσιάσεις...
- Γιατί να μην το κατσιάσω μαμά..;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το νόημα της παραπάνω φράσης είναι πολυσχιδές, καθώς ακριβώς ανακλά τον πλούτο που έχει η ελληνική γλώσσα συγκεντρώσει γύρω από την ομιλία και τον έναρθρο λόγο. Η φράση λοιπόν προκύπτει από την αντιπαράθεση:

α. της ομιλίας ως λόγου, δηλαδή όχι μόνο ως του πρωταρχικού μέσου ορθού σκέπτεσθαι του νοήμονος ανθρώπου, αλλά και ως βάσης ενός κώδικα ηθικής που βασιζόταν στην άμεση διανθρώπινη συναλλαγή (βλ. και λογοτιμήτης)

β. με το πέρδεσθαι ως λόγου του κώλου, που χρησιμοποιείται μεταφορικά για να δηλώσει την τελείως αποστερημένη από νόημα ομιλία, εξ ου και την ομιλία η οποία δεν δεσμεύει τον άλλο (βλ. παραπλήσιο νόημα στο μιλάνε όλοι, μιλάνε και οι κώλοι, όπου ακριβώς το να μιλάει κάποιος απαξιωμένος όπως ο κώλος, καθιστά και αυτό που λέει απαξιωμένο, δηλαδή κουβέντα του του κώλου, καθώς και το μαγκιά, κλανιά και κώλο φινιστρίνι, όπου η κλανιά είναι ίδιον του πορδήθεν μάγκα).

Ο ερωτών «μιλάμε ή κλάνουμε;» μπορεί να εγκαλεί κάποιον είτε για έλλειψη σοβαρότητας έναντι σοβαρού αντικειμένου συζήτησης, ή για την προκλητική ανευθυνότητά του στην τήρηση συμφωνιών. Η φράση στη δεύτερη και πιο σοβαρή περίπτωση ουσιαστικά δοκιμάζει τη σχέση και το κατά πόσο αυτή μπορεί να βασίζεται στην εμπιστοσύνη.

- Γεια σου ρε Νικόλα αρχηγ....
- έκλασες;
- Α ρε μαλάκα, πάω για καφέ, θα' ρθείς;
- Μπααα, έχω δουλειάάά....
- Να σου πω ρε συ, έδωσες τα λεφτά του Χαρίδημου;
- Όχι, αύριο.
- Καλά ρε μαλάκα, μιλάμε ή κλάνουμε;
- Με πληγώνεις με αυτό που λες...

Αυτός που μιλάει δεν κλάνει, κι αυτός που κλάνει δεν μιλά. Δώστε βάση στο νόημα. (από Galadriel, 04/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ρήμα υπό διάφορες μορφές χρησιμεύει ως πιο σλανγκέ εκδοχή διαφόρων εκφράσεων οι οποίες είναι ήδη σλανγκ:

- ως «την ψαχουλεύομαι» σημαίνει «την ψυλλιάζομαι», παίρνω γραμμή.

- ως «ψαχουλεύω + αντικείμενο» σημαίνει «ψάχνω κάτι» με την έννοια «γνωρίζω κάτι καλά», «έχω εμπειρία από κάτι» (βλ. πιο κοντινό σχετικό λήμμα ψακτικές). Σε αντίθεση με το «ψάχνω», που χρησιμοποιείται σχεδόν για κάθε θέμα που μπορεί να «ψαχτεί», δηλαδή για το οποίο μπορεί να υπάρξει εις βάθος γνώση, συνήθως ψαχουλεύουμε τη ζωή, τις γυναίκες ή/και τους άντρες, και γενικά τα πλέον ουσιώδη πράγματα. Σπάνια μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως «την έχω ψαχουλέψει με (κάτι)».

- ως μετοχή, «ψαχουλεμένος» μπορεί να αναφέρεται ειρωνικά ή όχι σε κάποιον/κάτι ψαγμένο... στην περίπτωση που δεν υπάρχει ειρωνεία, μιλάμε για κάτι το πολύ ψαγμένο...

Από το ψαχουλεύω (από Τριανταφυλλίδη) = ανασκαλεύω κάπου με τα χέρια μου, συνήθ. για να βρω κτ, ψάχνω να βρω κτ. επάνω μου.

- Καλά, η θέση ήτανε μιλημένη, μου το είπε και ο Ιερόθεος, καλά που την ψαχουλεύτηκα και δεν περίμενα σα το μαλάκα...

- Να πάνε να γαμηθούνε όλες... όλες πουτανοφέρνουνε, όλες!
- Καλά ρε φιλαράκι δεν την έχεις ψαχουλέψει τη ζωή λιγάκι, τώρα το 'βγαλες το συμπέρασμα;...

- Ψάχνω να βρω κανά ψαχουλεμένο παράδειγμα, αλλά δε μού 'ρχεται..
- Μεταμοντερνιά, γράψε αυτό...

Μα τι ψάχνει;;; (από Galadriel, 26/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται στην Κρήτη, συνήθως ως ερώτηση: «εφυρομυάλιασες;» που σημαίνει: «εχάζεψες;», «εμπουντάλιασες;», «εκουρκούθιανες;» κ.λπ.

Εκ του «φύρα + μυαλό».

- Μωρή Λίλιαν, μού πλυνες το σώβρακο;
....
- Μανώλη, εφυρομυάλιασες μωρέ; Ίντα Λίλιαν μωρέ Μανώλη μου λέεις; Μανώλη, με απατάς μωρέ σκύλε;
- Όχι Ζαμπία μου, όχι, κάτι εδιάβαζα στο ιντερνέτι κι εμπερδεύτηκα...
- Τσι γδυμνές μωρέ εξάνοιγες πάλι...;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για βρισιά από τη Δ.Κρήτη. Το κερατάς εδώ δεν έχει την έννοια του ρούντολφ, αλλά του καθάρματος, του παλιάνθρωπου κλπ.

Αυτό που είναι το περίεργο φυσικά είναι αυτό το «μπίνι» (το γράφω με την πιο απλή ορθογραφία) το οποίο δεν έχω ακούσει σε καμία άλλη περίπτωση, να συνοδεύει κανένα άλλο όνομα. Προφανώς είναι επιτατικό, και αναρωτιέμαι αν μπορεί το ντιπ που στην Κρήτη λέγεται «ντίπι» να έχει παραφθαρεί τόσο.

Αν κανείς γνωρίζει, εικάζει...

- Θα τονε δέσεις μωρέ συ το σκύλο, γ-ή θα μου κυνηγά τσι θυγατέρες να τσι δαγκάσει κιαμιάν ώρα...;
- Στ' αρχίδια μου οι κόρες σου...
- Μωρέ μπίνι κερατά, έβγα όξω να δεις ποιος έχει αρχίδια και ποιος δεν έχει....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ερώτηση που εκφράζει άμεσα την απαξία του χρήστη προς το άτομο στο οποίο απευθύνεται, αλλά και πρόθεση ανταπόδοσης / εκδίκησης. Αφορά σε ηθική απαξία, και όχι σε αισθητική, διαφέρει δηλαδή από το Πώς είσαι έτσι;.

Η έκφραση δεν υπάρχει σε άλλους χρόνους, αλλά υπάρχει στον πληθυντικό (έτσι είστε;).
Καμιά φορά συντάσσεται ως «έτσι μου είσαι;» το οποίο είναι λιγότερο έντονο και συνήθως χρησιμοποιείται φιλικά, «χαϊδευτικά».

Συνώνυμο το «τέτοιος/α είσαι;» (γενικά η φράση μπορεί να χρησιμοποιείται και ως φιλικό πείραγμα).

Κυρίως όμως, και παραδοσιακά, συντάσσεται με:

Συνώνυμο του «έτσι ξηγιέσαι ρε;»

- Μου ψόφησε η κατσίκα μου, και γι' αυτό σκότωσα την κατσίκα σου...
- Έτσι είσαι ρε μουνί...;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εξαιρετικά ατσούμπαλος (ή στην Κρήτη «ανατζούμπαλος»), χαζός, κακοφτιαγμένος, χοντροκομμένος και χοντρόπετσος, αλλά ενιότε και θρασύς, σκληραγωγημένος και καταφερτζής άνθρωπος.

Έχει στοιχεία από λέτσο, χαρμπαγιάγκαλο, αρούγκανο, Αρναούτη, γκάβακα κ.α..

Λέγεται στην Κρήτη, όπου άρκαλος είναι η τοπική ονομασία για τον ασβό (ονομασία Λινναίου Meles Meles). Οι αρκάλοι γενικά θεωρούνταν ηλίθια και επιβλαβή ζώα, επειδή κυρίως κατέστρεφαν τις καλλιέργειες, σκάβοντας μεγάλες τρύπες και λαγούμια. Γράφει λ.χ. ένας Αμαριότης (εδώ):
«Είναι αλήθεια πως μασε κάνανε αρκετές ζημιές στσοι πατάτες κυρίως, που σκάβανε και ανεχουμίζανε τον κόσμο για να τσοι βγάλουνε και να τσοι φάνε».

1) -Που πάεις μωρέ άρρρκαλε με τη μηχανή μέσα στο μαγαζί;!!

2) Ε το μπούστη τον Αντρέα τον άρκαλο, μπαίνει εκεία στσι ξένες κι ότι πιάσει, δε κωλώνει κι ας μη κατέει να μιλήσει γρι εγγλέζικα...

(από xalikoutis, 02/03/09)(από xalikoutis, 03/03/09)Peace \'n\' Love in da Ghetto! (από Vrastaman, 03/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραξηγιάρης είναι ο τύπος που αρπάζεται με το παραμικρό, γιατί παρεξηγεί κάθε αρνητικό ή ειρωνικό σχόλιο προς το άτομο του, ακόμα κι αν αυτό είναι καλώς εννοούμενο, κι αυτό γιατί δεν έχει αίσθηση του χούμορ, του αυτοσαρκασμού και της θνητότητάς του.

Αν δεν πρόκειται περί «μπαμπαδισμού», συνήθως ως χαρακτηρισμός απευθύνεται φιλικο-χαϊδευτικά προς κατά-τα-άλλα-ok-άτομα - κι αυτό γιατί αν πρόκειται περί και μαλάκα και παραξηγιάρη αθρώπου έχουμε συγχώνευση των ποινών, κατά την οποία υπερισχύει το μαλάκας ή ίσως ακριβέστερα το μαλακοπίτουρας.

Από το μαγκο-σλανγκ «παραξήγησις».

- Άντε ρε μαλάκα που είμαι εγώ μουνόδουλος.... - Άντε ρε βλάκα παραξηγιάρη, πλάκα κάνουμε.... το Σοφάκι που το άφησες, γιά' δεν ήρθε;
- Έχει περίοδ... ραγαμήςςς....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κρητική, Ανωγειανή / Μυλοποταμίτικη (άρα και Ηρακλειώτικη) λέξη που σημαίνει ξεψαρώνω γενικότερα στη ζωή και τη συμπεριφορά μου, και λόγω βιολογικής ωρίμανσης παρά, ας πούμε, απόκτησης εμπειρίας. Ξετζανώνει κυρίως η κοπελιά στο τέλος της παιδικής και στην αρχή της εφηβικής ηλικίας, όταν το κορίτσι που μέχρι τότε ήταν ψακώμενο (πεισματάρικο και κακιασμένο, αλλά και ντροπαλό) αρχίζει να ξετζανώνει, να ξεθαρρεύει δηλαδή, και ταυτόχρονα να μαλακώνει, να θηλυκώνει, να ανακαλύπτει και να ζαχαρώνει.

Λέγεται και προς αγόρια, με την έννοια ότι ο πιτσιρικάς αρχίζει να το παίζει άντρας, αλλά νομίζω πιο σπάνια.

Ετυμολογία: δεν ξέρω, ίσως αυτό το -τζαν- να έχει να κάνει με το λατινογενές τζόβενο, το νεαρό άτομο κλπ.

- Μωρή, γιατί δεν επήγες στ' Αγγλίκα, αγαπάς μωρή; [=«είσαι ερωτευμένη;» στα Ανωγειανά]
- Ααααχ, με τρεζαίνει [=τρελαίνει] μωρή ο Στεφανής....
- Γιάε [δες] την-ε που εξετζάνωσε....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πού πάει η μαγκιά μας όταν φεύγει*; Και κυρίως, πού είναι η μαγκιά, και πού ήταν πάντα, αν δεν είναι εκεί που εμείς νομίζαμε ότι είναι;

Αυτό το ερώτημα μόνο κάποιος άλλος μπορεί να το απαντήσει και όχι εμείς, κάποιος συμπατριώτης μας, που πάντα μπορεί να βρει ότι, αυτό το οποίο εμείς κατορθώσαμε δεν είναι το real thing, αλλά μια φτηνή απομίμηση του μάγκικου, του μπάνικου, του κιμπάρικου, του ωραίου και του αληθινού κ.λπ.

Τώρα η μαγκιά είναι εκεί, όπου το εκεί μπορεί να είναι δυο ακριβώς αντίθετες κατευθύνσεις και modus operandi:
α) σε κάτι πιο καταφερτζίδικο, ξύπνιο, άκοπο, έως και λαμόγικο...
β) σε κάτι πιο φτωχό πλην τίμιο, κοπιώδες, αυτοδημιουργητοειδές...

βλ. παραδείγματα


*την παίρνει απ' το χέρι ο τσαμπουκάς που μας έχει φύγει κι αυτός, και περπατούν μαζί χέρι χέρι στα λιβάδια των χαμηλών προσδοκιών και των χαμένων υποθέσεων.

- Καλά, την Κωνσταντίνα, το καυλάκι, το μανιτάρι, την έφαγα φίλε... μαγκιά;
- Έλα ρε...;
- Την πήρα και πήγαμε τριήμερο και καλά...
- ... Άε ρε μαλάκα, εγώ την είχα φάει στο πάρτυ της Ξένιας... εκεί είναι η μαγκιά φίλε... ούτε τριήμερα, ούτε αου σου του...

- Ωραίος ο κήπος, ε; Αυτοί οι Σύριοι γαμούνε και είναι και φτηνοί... - Ωραίος... αλλά φίλε, αλλού είναι η μαγκιά.
- Τι ρε μαλάκα... - Ε, να το κάνεις μόνος σου, ρε αλλοτριωμένε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified