Αλλιώς η κωλοφεράντζα. Για ανθρώπους αλλά και κάθε τι κινούμενο που με ορμή και βία παρασέρνουν τα πάντα στο πέρασμά τους.

α. Τα παίρνει ο χοντρός και αρχίζει και τρέχει και τους πήρε παραμάζωμα και τους δυο, τους κόλλησε στον τοίχο και τους άρχισε...

β. Τού 'φυγε το αμάξι στη στροφή και πήρε παραμάζωμα όλο το μαγαζί, καρέκλες, τραπέζια, ομπρέλες, πέργκολες τό κανε καλοκαιρινό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μελαγχολικό αγόρι ήταν -και ως ένα σημείο είναι- μια διαδεδομένη έκφραση για τα συνεσταλμένα, εντροπαλά, μοναχικά, λιγομίλητα, σκεπτόμενα, πονεμένα, με δυο λέξεις για τα αινιγματικά και ποιητικά αρσενικά κάθε ηλικίας.
«Το μελαγχολικό αγόρι» (πάντα με άρθρο) έχει γνωρίσει σε τρυφερή ηλικία την τραγικότητα της ύπαρξης και τη μοχθηρία των ανθρώπων, γεγονός που άφησε τραύματα στον ψυχισμό του, μια απρόσμενη ωριμότητα και ανοιχτές πληγές που μόνο ο χρόνος, καθώς και η στοργή και το προδέρμ από τα γκομενάκια που γουστάρουν τα μελαγχολικά αγόρια μπορούν να απαλύνουν λιγάκι. Ακόμα και αν η μελαγχολία δεν έχει να κάνει με τραύματα αλλά με την ιδιοσυγκρασία του, το μελαγχολικό αγόρι θα πρεπει να αντιμετωπίζεται με λεπτότητα και -λέξη κλειδί- «διαφορετικά» από τους κάθε είδους κάφρους
Ανθρωπογεωγραφικά, το μελαγχολικό αγόρι στο σχολείο καθόταν μονίμως σε εκείνο το παγερό τσιμεντένιο πεζούλι, στην πλατεία είχε καπαρωμένο εκείνο το ημισκοτεινό παγκάκι, στα πάρτι εξαφανιζόταν κάποια στιγμή στο μπαλκόνι μόνο του, στα μπαρ έπινε στην γωνία στην μπάρα σεμνός, ταπεινός και κύριος.
Το μελαγχολικό αγόρι μπορεί αλλά μπορεί και μην έχει διαβάσει το χ ευαγγέλιο ζοφερότητας, μπορεί αλλά μπορεί και να μην ακούει ή να παίζει την χ μουσική, αλλά σε κάθε περίπτωση έχει αυτό το μάτι και αυτό το ύφος που κάνουν αδύνατη την παρερμηνεία ως προς τη μελαγχολία του.
Το μελαγχολικό αγόρι θα ακολουθήσει την παρέα στην επιφανειακή της ευδαιμονία με δυσκολία, με ειδική πρόσκληση και μόνο αν η τελευταία συνοδεύεται από ειρωνεία - όχι προς το μελαγχολικό αγόρι, προς την ίδια τη ζωή και τη ματαιότητά της («άντε βρε Χρήστο, έλα μαζί μας, πού θα βρεις χειρότερα!).

Το μελαγχολικό αγόρι μπορεί εν τέλει και να μην είναι και τόσο μελαγχολικό, απλά ψάχνει κάποια να τον καταλάβει.

Εν τέλει οι emo δεν είναι παρά μετροσέξουαλ μελαγχολικά αγόρια. Με άλλα λόγια, τα μελαγχολικά αγόρια δεν έχουν εκλείψει, αλλά έχουν μπασταρδευτεί.

Καλά, ξέρεις αυτό που λένε πως όταν δεν έχεις δράματα στη ζωή σου, τα δημιουργείς μόνος σου;
Τέλος πάντων, μην τρελαινόμαστε κιόλας πως έχω ερωτευθεί(Θεέ μου!) τον Φίλιππα! Λίγο ότι είναι καλλιτέχνης, μελαγχολικό αγόρι, ταλαιπωρημένη ψυχή από τα Καμίνια του Πειραιά («μιά γειτονιά με λίγο φώς», «σπίτια χαμηλά», «απέναντι από φάμπρικες και σχέσεις της ρουτίνας»), μια πληγωμένη ψυχή που περιμένη ν'αγαπηθεί κτλ. κτλ. κτλ... Είδες; Τον έχω εξιδανικεύσει, του έχω δώσειδικές μου ερμηνείες, τον έχω ανεβάσει σ'ένα βάθρο που δεν του αξίζει του Καβαλημένου! Και όμως! Τώρα που μου'πες πως δύο σχέσεις είχε στη ζωή του αι αυτές τις παντρεύτηκε, ταιριάζει τέλεια στο προφίλ που του έχω διαμορφώσει!
Αϊ σιχτίρ!

(Θαυμάστρια του Φίλιππου Πλιάτσικα από φόρουμ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασικός και λιγάκι απαρχαιωμένος όρος που προέρχεται ή έστω διαδόθηκε από την ιδιόλεκτο των χάπατων στα 90's και που περιγράφει την ευφοριογόνο (αγαπογόνο ίσως) ψυχοτρόπο δράση διάφορων ουσιών (με πατριάρχη το eψιλον), σε αντιδιαστολή προς την παραισθησιογόνο (που εξασφαλίζεται από τη συνομοταξία των τριπακίων).

Συντάσσεται με το «δίνω», «βγάζω», σπανιώτατα «σκάω φήλινγκ». Πιο ιδιότροπη και τώρα πιο διαδεδομένη η χρήση ως περιγραφή του γενικού κλίματος και συναισθήματος που αποπνέει ένας μέρος και μια κατάσταση.

Ακόμα πιο ιδιότροπη η χρήση του ως περιγραφή της «αύρας» ενός ατόμου (βλ. παράδειγμα).

- Τι λέει ο καινούργιος συνάδελφος; - Καλά με τον καΐλα δε βγάζεις άκρη... Τον έχωσα λίγο να βοηθήσει στο πατάρι και άρχισε και μου λέγε «Αδερφέ, το φήλινγκ σου, την αλήθεια σου να μη χάσεις, αυτό έχει σημασία». Τα πιάσαμε τα λεφτά μας λέω....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Είμαι στην πούδρα» ή «μ' έχουν στην πούδρα» σημαίνει ότι την έχω καταβρεί σε μια κατάσταση, είμαι άνετος, με περιποιούνται, απολαμβάνω δηλαδή ένα διαρκές μασάζ στα Γιάννενα . Χρησιμοποιείται τόσο για εργασίες χαμηλού συγκριτικά φόρτου εργασίας και γενικά για καβαντζωτικές καταστάσεις.

Πολύ συχνά λέγεται είτε:

α. πειρακτικά προς κάποιον που παραπονιέται κατά συρροή για καταστάσεις που αρκετοί άλλοι θα ζήλευαν

β. με ειρωνική/συμπονετική διάθεση προς κάποιον που βρίσκεται κατά συρροή σε καταστάσεις που κανένας δε θα ζήλευε.

Γενικά, τα πουδροειδή συνδέονται με την τρυφηλότητα, εξ ου και η φράση. Συν τα διάφορα εκλεκτά που έχουν σχέση με ουσίες.

  1. - Αααχ, τι να λέει, στο δυάρι στης μάνας μου από πάνω μένω, στου μπάρμπα μου δουλεύω τσεκαδόρος και βγάζω κανά 1000άρικο, συνεχίζω και τη μουσική και έχω διαβάσματα, άσ' τα άσ' τα...
    - Έλα, έλα, στην πούδρα είσαι και παραπονιέσαι!

  2. - Ε, τι να κάνω, μένω στης μάνας μου, στο ίδιο δωμάτιο με το αδερφάκι μου, δουλεύω αποθήκη στα Dia, πάω και φαντάρος σε ένα μήνα, το καλοκαίρι διακοπές γιοκ....
    - Κατάλαβα, στην πούδρα κι εσύ....

γνωστή πούδρα για ευαίσθητα κωλαράκια (από xalikoutis, 22/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μονάδα μέτρησης παρέας έφηβων αρσενικών, ή αλλιώς άτυπη στρατιωτική μονάδα σε τσαμπουκάδες σβούρων.
Τα μηχανάκια αντιστοιχούν στους πιτσιρικάδες που είναι έτοιμοι να μπουν στην φωτιά για να υπερασπιστούν την τιμή του συγκεκριμένου σβούρου που τους επικαλείται.
Δεδομένου ότι σε μια ορδή από μηχανάκια, τα περισσότερα κατά κανόνα έχουν δυο επιβαίνοντες, ενώ υπάρχουν σε ίσους αριθμούς μονοκάβαλα και τρικάβαλα, μπορούμε υπεύθυνα να υποθέσουμε πως:
ν μηχανάκια ~ 2ν σβούροι
Τα μηχανάκια δηλώνουν την δημοφιλία, είναι δηλαδή κάτι σαν τους φίλους στο facebook για τα άγρια νιάτα, το offline facebook του τσαμπουκαλή πιτσιρικά, με άλλα λόγια.

- Θα σε κανονίσω ρε....
- Άραξε κουμπαρε, ένα μήνυμα να στείλω, θα' ρθούνε δω τριάντα μηχανάκια...άραξε για δε σε παίρνει σου λέω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα σύνθετα επίθετα και ουσιαστικοποιημένα επίθετα σε -όβιος, -όβια, με δεύτερο συνθετικό το αρχαίο βίος (η ανθρώπινη ζωή ως κατάσταση, διάρκεια, τρόπος, στάση, πορεία) είναι πολύ δημοφιλή ως προσδιορισμοί που θέλουν να χαρακτηρίζουν συνολικά τον ποιόν του ανθρώπου.

Επηρεασμένη προφανώς από την ορμή της επιστημονικής αργκό, η οποία χρησιμοποίησε την κατάληξη κυρίως για την κατάταξη των ζωντανών οργανισμών σε κατηγορίες ανάλογα με τον τόπο και τρόπο ζωής τους –πχ. δενδρόβιος, υδρόβιος, αμφίβιος, λιμνόβιος, δασόβιος, αερόβιος (αυτός που μεταβολίζει με οξυγόνο) κλπ–, η σλανγκ έδωσε μερικά πολύ χαρακτηριστικά επίθετα και ουσιαστικά.

Προκαταβολικά να σημειώσουμε ότι: αν και έχουν περάσει στη σλανγκ, οι χαρακτηρισμοί αυτοί, επειδή με μια λέξη ξεμπερδεύουν με έναν ολόκληρο άνθρωπο, με τα λάθη του και τις αντιφάσεις του, τα καλά του και τα στραβά του, με τα κείνα του και με τ' άλλα του, έχουν μάλλον μικροαστική προέλευση και όχι πεζοδρομιακή, αφού η τελευταία, αν και γλώσσα στακάτη και σαφής, είναι και αγαπησιάρα και συγχωρητική για τον άνθρωπο με τα χιλιάδες λάθη του και τις μυριάδες αντιφάσεις του κλπ. Εξάλλου, πολλοί χαρακτηρισμοί σε -όβιος, λόγω μάλλον της κόσμιας εμφάνισής τους, έχουν καταγραφεί και στα επίσημα αντίστροφα λεξικά, ένα από τα οποία (Αναστασιάδη–Συμεωνίδη) με συμβούλεψε.

Πέραν λοιπόν των μπαρόβιος, πορνόβιος και τσοντόβιος, που ήδη έχουν καταγραφεί στο παρόν site, μπορούμε να συμπληρώσουμε και άλλα, η σημασία των οποίων εύκολα συνάγεται με τη βοήθεια του ρήματος ξημεροβραδιάζεται ή τη βγάζει σε/με:

  • καφενόβιος, μπουζουκόβιος, ντισκομπουζουκόβιος (το δίνει το αντίστροφο λεξικό που λέγαμε, προφανώς αναφέρεται στους «καρεκλάδες» εκείνης της εποχής), αλητόβιος (περνά τη ζωή του στην αλητεία), ταρατσόβιος (το δίνει το αντίστροφο λεξικό, δεν δίνει όμως τη σημασία, όποιος/α γνωρίζει ας γράψει), ταβερνόβιος, μηχανόβιος.
  • Το αντίστροφο λεξικό δίνει επίσης το οχετόβιος, που αν και δεν απαντά στη σλανγκ, μάλλον θα μπορούσε (για χαμηλής υποστάθμης άτομα, αφού αυτό το -χε- προσφέρεται).
  • Επίσης το λαθρόβιος όχι ως λήμμα αλλά ως σημασία είναι πολύ δημοφιλές στη σλανγκ: πέρα από το σχεδόν συνώνυμο περιφραστικό τζάμπα ζω, βλ. και τα λήμματα καβατζόπουστας, καβατζώνομαι, κροκόδειλος, του Κούτρα η μάνα δεν έκλαψε ποτέ.
  • Αξίζει επίσης να σημειωθεί το λήμμα νυκτόβιος, το οποίο στην επιστήμη σημαίνει το ζώο που είναι ξύπνιο τη νύχτα, ενώ στη σλανγκ (ως νυχτόβιος) τον άνθρωπο που λίγο-πολύ είναι όλα τα παραπάνω σε -όβιος, -όβια που καταγράψαμε –καμιά φορά και τον άνθρωπο που δουλεύει νύχτα, χωρίς να έχει σχέση απαραίτητα με τη Νύχτα.
  • Γενικά, ιδιοσυγκρασιακοί νεολογισμοί και λεξιπλασίες σε -όβιος είναι πολύ συνηθισμένα, ειδικά όταν η δεξαμενή σλανγκ κάποιου έχει στερέψει, ή αντιμετωπίζει μια νέα πρόκληση. Ωστόσο, αυτά είναι βραχύβια, ξεφυτρώνουν διαρκώς αλλά δεν διαδίδονται, είτε επειδή έχουμε άλλες πιο στρωτές λέξεις (πχ σίγουρα μπορούμε να πούμε ψωλόβια, αλλά έχουμε τόσες άλλες λέξεις) είτε –κυρίως– επειδή η λέξη ξεφεύγει ως προς τις συλλαβές (πχ. στοιχηματόβιος, κωλομπαρόβιος, ιντερνετόβιος). (Σημ.: Άλλες καταλήξεις της σλανγκ, όπως το , και το -ιά ή και το -ού για θηλυκά δεν έχουν τέτοιο πρόβλημα καθώς προσθέτουν μία μόνο συλλαβή.)
  • Η πιο κοντινή και κάπως απαρχαιωμένη σλανγκ κατάληξη με την ίδια με το -όβιος σημασία, που επίσης έχει τη χάρη να προσθέτει μόνο μία συλλαβή, είναι το -άκιας, όπως στα πρεζάκιας, κοκάκιας, ξιδάκιας, χαπάκιας, ματάκιας, τηλεορασάκιας, τσαντάκιας, καλοπερασάκιας, εξυπνάκιας, βολεψάκιας, αλλά και διαδρομάκιας (φοιτητοπατέρας που τη βγάζει στους διαδρόμους της σχολής), αποδυτηριάκιας (ο αρουραίος των αποδυτηρίων και γνωστή αθλητική στήλη), ή και κωλομερακλάκιας.
  • Να σημειωθεί επίσης η κλασική λέξη εξωλέμβιος, που σημαίνει τη γυναίκα με ωραίο, πεταχτό και μεγάλο κώλο (από το: αυτή έχει «έξω λέμε όλο της το βιος»).

— Ω ρε ένα εξωλέμβιο που περνά.
Κωλάρα η λόγκο!

(από vikar, 01/06/12)(από dryhammer, 01/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια φράση από την Κρητική ύπαιθρο και το πιο ενεργό της κύτταρο, το καφενείο.

Μιλάμε για τη λεπτή αλλά καθοριστική διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στο κλασικό και μη ενδιαφέρον
α. «κέρασέ τονε μωρέ »: τη γνωστή προστακτική που απευθύνεται κατά ριπάς στον καφετζή με την είσοδο κάποιου φίλου, γνωστού κλπ στο κατάστημα,
το οποίο δεν πρέπει να συγχέεται με το
β. «να κεραστεί»: τον ιδιαίτερο αυτό τύπο προσταγής που εκφέρεται σε τρίτο ενικό υποτακτικής αορίστου παθητικής φωνής.

Αν και στη ζωή του καφενείου το (β) μπορεί να χρησιμοποιείται όπως και το (α), το (β) είναι πιο κατηγορηματικό, καθώς μετατρέπει την προσωπική χειρονομία του κεράσματος σε απρόσωπη προσταγή, σε κοινωνικό και συλλογικό αίτημα «να κεραστεί! πρέπει να κεραστεί! είναι χρέος να κεραστεί».

Αυτή η ακραία αντίληψη για το χρέος (γνωστή ρετσινιά για τους Κρήτες), έχει μετατρέψει το να κεραστεί! σε δημοφιλή έκφραση που ακούγεται και εκτός των καφενείων της υπαίθρου, σε κάθε περίπτωση που 1. κάποιος λέει ή κάνει κάτι το πολύ σωστό που αξίζει την επιβράβευση (επειδή λέγεται μάλιστα ενώ ο άλλος δεν έχει τελειώσει αυτό που λέει, με ενθουσιασμό και πλήρη ταύτιση, έχει την έννοια του σταμάτα να μιλάς και φίλα με, φράση που δεν πολυακούγεται στα καφενεία της κρητικής υπαίθρου λόγω του κοινωνικού ρατσισμού),
2. συνηθέστερα, στην ακριβώς αντίθετη περίπτωση που κάποιος λέει μαλακία ή κάτι τόσο άκυρο και κουφό που αξίζει την επιβράβευση, ή σε περίπτωση που κάποιος δειλιάζει και το λέει ανοιχτά, ή γενικότερα λέει βλακεία.
Φυσικά, τώρα που το «κερνάω» έχει λάβει κι άλλες νοηματικές αποχρώσεις, η έννοια 2. είναι και πιο ισχυρή.

  1. - Χανιώτης: Μας έχετε πρήξει τα ούμπαλα με το κωλόφιδο, ποιος τον γαμεί τον ΟΦΗ εκτός Ηρακλείου... - Αθηναίος: Εεε, δεν είναι έτσι, στην Αθήνα Κρήτη = ΟΦΗ και ΟΦΗ = Κρήτη... - Ηρακλειώτης: Πώς το είπες αυτό ρε κουμπάρε; - Αθην: Λέω, στη μπάλλα, Κρήτη = ΟΦΗ και ΟΦΗ = Κρήτ... - Ηρακλ: ΝΑ ΚΕΡΑΣΤΕΙ! Μπράβο φίλε, ωραία το είπες... άκου τα ρε γρόθε χανιώλη...

  2. Σε ίντερνετ καφέ πιτσιρικάδες παίζουν counter strike LAN - (ο Μανωλιός χαμηλόφωνα στο Γιωργιό του) Έπαε θα κάτσω Γιωργιό, πίσω από την πόρτα να τσι περιμένω... - Ίντα; - Λέω, έπα θα κάτσω πίσω από την πόρτα να περιμ... - ΝΑ ΚΕΡΑΣΤΕΙ! ακούτε ρε μαλάκες τι λέει το βρωμοκάμπερο, κατέβα κάτω να παίξεις ρε χέστη...

  3. - Αποκλείεται ρε συ, ο Τέλης με τη ΔΑΠίτισσα, αυτοί βρίζονται συνέχεια... - ΝΑ ΚΕΡΑΣΤΕΙ! Ανοιχτομάτη μου εσύ, μόνο δάχτυλο δεν της έβαλε χθες στον Πλάτανο, εσύ χαμπάρι δεν πήρες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδιότροπη έκφραση που λέγεται (συνήθως δυο φορές) αντί του «θα σε γαμήσω» σε τεταμένες καταστάσεις, αλλά συνήθως με διάθεση να αποφύγει κάποιος έναν τσαμπουκά με κάποιον που έτσι κι αλλιώς τον έχει...
Φράση σαν το «έχε χάρη» δηλαδή, αλλά που αφήνει όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά, ιδίως αν ο άλλος ανταπαντήσει...

- Φίλε μου, την κοπελιά την ξέρεις... πες μου, τηνε ξέρεις;
- Την ξέρω ρε φίλε, έχεις πρόβλημα...
- Από πού τηνε ξέρεις δηλαδή ρε φίλε;
- Τ' είσαι συ ρε κουμπάρε να πούμε; Νταβάς της;
- Τ' είμαι εγώ;... Εγώ ποιος είμαι;... Εγώ ποιος είμαι;... Α να σε γαμήσω... α να σε γαμήσω ρε μπαγλαμά... άιντε αραίωνε μη σου βγει ξινό... Άιντε κι είναι το μαγαζί γνωστό...
- Τι λες ρε βοσκέ...
ακολουθεί πατιρντί

(από Vrastaman, 25/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι σχιζοφρένειες στις πανκ συναυλίες.

Ό,τι να ναι έκφραση (από το πάτα κιούτα + dancing) της παλαιάς σχολής των Κοζανιτών πανκς της Θεσσαλονίκης.

Αν ο χορευτής δε διαθέτει λοφίο, το μιμείται με το ένα χέρι, και με το άλλο δουλεύει τον αγκώνα.

- Ρε Σάκη, να παίζουν οι Πανικός εν έτει 2008 και από κάτω πατά κιούτα ντάνσινγκ...γούστα...
- Συγκίνηση...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη μια παραδοσιακή ύβρις από Κρήτη (Χανιά μεριά) που διαδόθηκε έναν καιρό από την ύπαιθρο στην πόλη μέσα από τη γνωστή οδό η οποία θα μπορούσε να περιγραφεί ως
«τ' ακούω στο χωριό μου, το λέω στο σχολειό μου»
η οποία είναι νομίζω πολύ συνήθης για τις σλανγκ των επαρχιακών πόλεων.

Κυριολεκτικά σημαίνει: «άντε στο διάολο για να ξέρω που σε έχω [τοποθετήσει, αφήσει, εντοπίσει]»...

- Ουσιαστικά είναι μια φράση που χρησιμοποιείται για να μειωθεί κάπως η ένταση της αποστολής κάποιου στο διάολο μέσα α. από το γεγονός ότι σε στέλνω στο διάολο όχι για άλλο λόγο, παρά μόνο χρηστικά για να ξέρω πού βρίσκεσαι τοπικά, πού συχνάζεις....
β. από το γεγονός ότι, για να χρησιμοποιώ τον διάολο ως αποθηκευτικό μου χώρο, παναπεί πως κι εγώ τα ξέρω τα κατατόπια, είμαι δλδ κι εγώ διαολοσταλμένος ουκ ολίγες...
- Καμιά φορά λέγεται και σε 2 χρόνους δηλαδή «άμε στο διάολο [παύση] να κατέω που σ' έω«, και τότε πραγματικά έχει στόχο να ελαφρύνει λίγο το πράμα, δλδ να τονίσει ότι σε στέλνω στο διάολο καθαρά για λόγους γεωεντοπισμού.
- Από την άλλη όμως, το ότι με τη βρισιά αντιμετωπίζεις τον άλλο ως αντικείμενο ή και ζώο που το πας, το φέρνεις και το αποθηκεύεις, κάνει τη φράση αρκετά ηχηρή βρισιά....

- Μανώλη, σου βάλε απουσία ο Ρακοκαζανάκης...
- Κι εσύ ρε τσίρακα γιατί την έγραψες...
- Δε μπορούσα να κάνω αλλιώς γιατί το υπογράφει αμέσως...
- Ο μπεκρής ρε μαλάκα; Τ' αρχίδια του ελέγχει... απουσιολόγε, άμε στο διάολο... άμε στο διάολο να κατέω που σ' έω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified