Αυτός που είναι άντρας (ή όπως λένε στις φυλακές «100% αρσενικό») και μπεσαλής. Και λογοτιμήτης.
Συχνή η αθλητικο-καφενειακή (ραδιόφωνα, φόρουμ κλπ) χρήση.

«Ζητάω προστασία από τον πρόεδρό μου. Αυτό που ζητάω δεν είναι παράλογο. Όχι, δε θέλουμε να τον φάμε. Θέλουμε να γίνει δυναμικός και να μας δείξει πράγματι ότι είναι παντελονάτος».

Από εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Κάποτε αγόραζες οικόπεδο με τον λόγο τιμής. Σήμερα, άστα...».
Οι άνθρωποι αυτού του μυθικού κάποτε ελέγοντο λογοτιμήτες (προσοχή στον τόνο) και συνεννοούντο με χειραψίες. Αδερφή φυλή με τους παντελονάτους.

Ο όρος γνωρίζει revival -έχω την εντύπωση- σε ποδοσφαιροκουβέντες (δεν γνωρίζει πάντως revival το είδος).

  1. Ο πρόεδρος φίλε είναι παντελονάτος και λογοτιμήτης. Οι μανατζαραίοι τα έχουνε μπλέξει

  2. Aς ακούσουμε τα λόγια του [συγγραφέα Γ. Ιωάννου] από το διήγημα «O λογοτιμήτης». «...Tώρα σφάδαζε μπροστά μας και ξερνοβολούσε. Tοξικομανής, βέβαια, γι' αυτό και τόσο απελπισμένος. Το σχεδόν ολόγυμνο κορμί του ήταν εικονογραφημένο κατά τις καλύτερες παραδόσεις της φυλακής. Oυκ οίδασι ότι το σώμα ημών ναός του εν ημίν Aγίου Πνεύματός έστιν; Πώς μπόρεσε λοιπόν να χωρέσει και τόση βρωμιά; Kι όμως, απάνω σ' αυτά τα παθιασμένα σώματα ριζώνει ωσάν βασιλικός στην κοπριά ο Σταυρός του Xριστού»*. [από δω]

  • σημ. ο φυλακισμένος που είναι παντελονάτος και λογοτιμήτης συνιστά φυσικά την πεμπτουσία της έννοιας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μονολεκτική απαξίωση προς κάποιον που καυχιέται (μισοκακόμοιρα) επειδή έκανε κάτι το αυτονόητο και μάλιστα καθυστερημένα. Αρχαίο μεν, σλανγκ δε.

- Κοίτα μωρό μου, έπλυνα τα πιάτα! καλά δεν έκανα, ε; ε, μωρό μου;
- Εδέησες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που συνοδεύει την επαναδιατάξη μαλαπέρδας και καμπανελιών, τα οποία έχουν μετατοπιστει σε άβολη ή και επώδυνη θέση λόγω έντονης -λέμε τώρα- σωματικής προσπάθειας ή ξεχειλωμένου εσώβρακου, ή -συνηθέστερα- και των δύο.

Γίνεται και λέγεται χαρακτηριστικά σε άκυρες στιγμές και κενό επικοινωνιακά χρόνο, δλδ μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως φράση/χειρονομία αντίστοιχη του σε συνδέω (με Κάιρο).

- Λοιπόν, απορώ με σένα ρε φίλε, πώς μπορείς να βγαίνεις κάθε βράδυ με αυτούς τους...
- Μισό λεπτό, να βάλω τα πράγματα στη θέση τους... αααχ, έτσι είναι καλύτερα... τι έλεγες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κεκαλυμμένο και σπάνιο μάλλον είδος πέφτουλα ο οποίος πρεσάρει τα θηλυκά με γλύκες και χαζά βλέμματα όλο τρυφερότητα. Γλοιώδες, αλλά αν μπορεί κανείς να το υποστηρίξει μπορεί και να δουλέψει -αν και η άλλη μπει στο τριπάκι.

- Δεν τον μπορώ ρε μαλάκα τον αγκαλίτσα, όλο χαχαχούχου και και γλύκες με τα γκομενάκια....
- Ναι ρε φίλε, αλλά κοίτα τον πως την έχει στριμώξει στη μπάρα, η γκόμενα το διασκεδάζει...

The original Agkalitsas (από Vrastaman, 09/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πώς λέμε στην Κρήτη:

«...Κοίτα, σε τελική ανάλυση πρόκειται για δικό σου ζήτημα. Εγώ σου είπα την γνώμη μου, έχω κάποιες επιφυλάξεις, αν και δεν είναι σίγουρα η σκέψη σου άτοπη, δεδομένων των συνθηκών. Τώρα πρέπει εσύ να τα ζυγιάσεις και να αναλάβεις και τις συνέπειες της απόφασής σου...» ;

- Ξια σου!

- Θα το πουλήσω μου φαίνεται ρε Αντώνη, κι ας χάσω. Τώρα τα χρειάζομαι τα λεφτά κι όχι όταν θα 'μαι 60...
- Ξια σου...

http://adre.espivblogs.net/files/2014/03/ksa-sou-efimerida-teuxos-3-print-01.jpg (από xalikoutis, 06/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κούπα στην Κρήτη είναι το ποτήρι κρασί που πίνεται μονορούφι κι άσπρο πάτο (βλ. και τα σχετικά ρίτσουαλς στα media). Κατοστάρα είναι η πλέον ζόρικη κούπα κρασί: 100 ml στο νεροπότηρο. Η βασιλική οδός προς το κουρούμπελο.
Τελευταία γίνεται και με αγροτικό.

- Πίνεις μπρε κούπες;
- Κατοστάρες.
- Μπράάάάβο ανήψο!

(από xalikoutis, 09/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τύπος αξιόπιστου περιστρόφου που δεν παθαίνει εμπλοκή. Αλλιώς η ΝτεΦονσέκα. Από το τυπικό νούμερο γυναικείου παπουτσιού και κλατσάρας.

- Καρούμπαλο είναι αυτό ρε;
- Το χειρίζεται καλά το 38άρι η Μαριώ, άσ' τα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση την οποία ομολογουμένως δεν έχω αυτηκοήσει αλλά παραθέτω λόγω του ότι είναι κατ' εμέ απολύτως unpektable και λίγο πολύ σε αυτό το πνεύμα... Τη διάβασα στην αυτοβιογραφία του Μάρκου (του Συριανού)και όσοι/ες ρεμπετολογίζουν ας την αναλύσουνε λιγάκι... Το νόημα στο φάσμα του κουραφέξαλα....

«Η ανάγκη δε µ' άφησε να µάθω γράµµατα, αλλά κι αυτοί που τα 'µαθαν
τζούρα µαχαλάς κι αέρας πελεκούδια είναι».

(από xalikoutis, 09/09/08)(από xalikoutis, 09/09/08)

Βλ. και τον πούτσο κλαίγανε

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρετρό, βιντεογκέημ: έτσι ονομάζαμε το πλασματάκι που έβγαινε και κυνηγούσε σε διάφορα 80's παιχνίδια τύπου μπούμπλε μπούμπλε κ.λπ. όταν καθυστερούσες να τελειώσεις μια πίστα, και αφού είχες καθαρίσει όλους τους αρχικούς κακούς.

Για τα πλασματάκια αυτά υπήρχαν διαφορετικά ονόματα σε διάφορες περιοχές (το «Ρούλης» το άκουγα στα Χανιά, σε χωριό της Κρήτης όμως το είχα ακούσει και... Ζαχάρη [Ζαχαρίας])...

Σαν φράση χρησιμοποιούνταν για κάποιον που έσκαγε στο τέλος μιας φάσης απροειδοποίητα... χαμογελαστός και τρομαχτικός.

- Είχαμε μείνει τελευταίοι στο ρακάδικο, 3.30 ώρα, και πάνω που φεύγαμε σκάει ο Σωτήρης σαν το Ρούλη από τα σκοτεινά, από την πίσω αυλή...

η φάλαινα του μπούμπλε ήταν όντως αρσενική (από xalikoutis, 27/10/08)Αρκάς, Φάε το κερασάκι (από patsis, 05/06/09)

Βλ. και Λούσας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified