Διαφορετικός τρόπος ώστε να πεις «άντε γαμήσου».

- Ρε πάρε τον πούλο που θα με πεις εσύ εμένα ηλίθιο!

Πάρε τον Πούλο (για κανά ανταλλακτικό) (από Hank, 15/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που έχει πώρωση με τον στρατό.

Φοράει στρατιωτικά ρούχα, έχει όλα τα απαραίτητα αξεσουάρ όπως μαχαίρια, στρατιωτική ταυτότητα, αρβύλες ακόμα και όπλα. Επίσης οι συμπεριφορά του και οι κουβέντες του γυρίζουν γύρω από θέματα του στρατού.

- Καλά δεν ξανακάνω το λάθος να πάω για καφέ με τον Γιώργο τον στρατόκαυλο... Όλη την ώρα μας έλεγε για τα Ο.Υ.Κ., πόσο γαμάτα είναι και πως τους εκπαιδεύουν κτλ. Λες και δεν ξέρουμε πως αυτός στον στρατό ήταν μάγειρας!!

Όταν είσαι κάγκουρας και στρατόκαυλος πρέπει να το δείχνεις με κάθε τρόπο #eklapsa  (από soulto, 19/03/15)Πάει ασορτί με το δίπλα κάγκουαρ να το φοράει η καγκουρίνα του στρατόκαυλου! (από Khan, 01/04/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσφώνηση, χρησιμοποιείται όπως το «μάγκα», «φίλε», «αρχηγέ».

Ρε ψηλέ, μήπως έχεις ένα τσιγάρο;

Σχετικά: γιατρέ μου, μάστορας, μεγάλε

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που εκφωνούμε συνήθως σε στιγμή εκνευρισμού και για να αποφύγουμε να βρίσουμε τα θεία. Στην κυριολεξία σημαίνει «γαμώ τον εξαναγκασμό μου» αλλά ποτέ δεν χρησιμοποιείται μονάχα με αυτή την έννοια.

Πάλι έχασε η Newcastle γαμώ το στανιό μου. Στον κουβά και σήμερα το στοίχημα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παραδοσιακό ελληνικό σουβλάκι (αν και οι ρίζες του είναι ανατολικές), τυλιγμένο σε πίτα. Συνήθως με τζατζίκι και κρεμμύδι, αλλά υπάρχουν διάφορες παραλλαγές στα διάφορα μέρη τις Ελλάδας.

- Τι κρέπες και μαλακίες μωρέ; Πάμε να φάμε τίποτα πιτόγυρα, να πιούμε και μια δυο μπύρες να χορτάσουμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σάντουιτς / hot dog από καντίνα στον δρόμο. Το όνομά του προκύπτει από την αμφίβολη ποιότητα αλλά και καθαρότητα των συστατικών του. Αυτό άλλωστε του χαρίζει και την γευστικότητα. Παλιά το βρίσκαμε συνήθως έξω από τα γήπεδα τις Κυριακές. Πλέον είναι το πρωινό του ξενύχτη, μετά από βραδιά κραιπάλης πριν γυρίσει σπίτι.

- Τώρα που θα γυρίζουμε σπίτι θα κάνουμε και μια στάση στην Μαβίλη για ένα βρώμικο, ε;
- Να κάνουμε αλλά φοβάμαι πως αν ανακατευτεί με την βότκα στο στομάχι μου θα κάνει ανάφλεξη!!

Σουβλατζίδικο: το Βρώμικο (στο Ρέθυμνο) (από GATZMAN, 08/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το βρίσιμο, συνήθως η βλαστήμια, το βρίσιμο των θείων.

Παναγιώτη σταμάτα να τσιμπάς τον παππού γιατί αν ξυπνήσει θα σου κατεβάσει κανένα καντήλι και θα έχει και δίκιο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε για να δείξουμε μεγάλη τρομάρα. Χρησιμοποιείται και ως κλάνω πατάτες / φασκόμηλο / μαλλί / μπάμιες με την ίδια σημασία.

Με το που είδα τι γομάρι ήταν έκλασα μέντες και του ζήτησα συγνώμη.

Με το καινούργιο Τζέημς Μποντ έκλα-Sam Mendes! (από Khan, 19/11/12)

Βλ. και κλάνω πετούγιες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ναρκομανής, το πρεζάκι.

Βλ. και πρέζονας.

Κοίτα ρε το ζέο, ούτε στα πόδια του δεν μπορεί να σταθεί.

(από Khan, 22/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φωτιά, ο αναπτήρας.

- Δώσ' μου φόκο να ανάψω το τσιγάρο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified