Επίθημα της αργκό και καθομιλουμένης, που κοτσάρεται συνήθως σε ουσιαστικά για να προσδώσει ειρωνεία.

Από το αγγλικό παραγωγικό επίθημα -ation.

Στα παραδείγματα, ήδη καταχωρισμένα λήμματα στο σάιτ.

Svalutation από τον μεγάλο Adriano Celentano (από allivegp, 08/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γνωστή γραφική φιγούρα της Θεσσαλονίκης, ενεργός τουλάχιστον απ' τις αρχές της δεκαετίας του ενενήντα ώς κουτσά-στραβά και σήμερα –άν και γι' αυτό δέν είμαι σίγουρος, ας μιλήσουν κι' οι αυτόπτες.

Ο Ρέψας, τουλάχιστον σαρανταφεύγα πια, είναι κουλουρτζής. Όταν δε δουλεύει, μπίχλας, περιφέρεται στο Κέντρο γέρνοντας δεξιά κι' αριστερά σαν εκκρεμές, ατσούμπαλος, σκυφτός και πάντ' αμίλητος, γυαλί-πατομπούκαλο και σαλιωμένη αξυρισιά, και βλέμμα που συνήθως φεύγει στο υπερπέραν αλλά καμιά φορά σε καρφώνει με σχεδόν κοροϊδία, συνηθίζει ν' ανεβαίνει στ' αστικά, να διπλαρώνει επιβάτες και να τους ταράζει στο ρέψιμο σε απόσταση ανάσας –μπάσο, πηγαίο, ασυναγώνιστο, κελαρυστό ρέψιμο– αποσπώντας αμηχανία, αηδία, νευρικό γέλιο, μέχρι και πρόωρη αποβίβαση ή και κλάμα από ευαίσθητες νεανίδες (όπως με πληροφορεί ο αλίβ σε πιμί). Άλλοτε πάλι, πιο σπάνια, τον βρίσκεις να στέκεται σε κεντρικές γωνιές και να μοιράζει βόθρους στους περαστικούς σα φοιτητής τα φέιγ βολάν.

Στη φιλολογία γύρω από τον Ρέψα, κεντρικά ερωτήματα είναι (α) είναι γεννημένο ταλέντο; και αν όχι, με τι διάολο εξάσκηση έφτασε να 'χει τέτοια τεχνική (γιατί όταν ο Ρέψας ρεύεται, ο Τσάκ Νόρις τα κλάνει) (β) πάσχει όντως από κάποιου είδους νοητική υστέρηση όπως δείχνει, ή κοροϊδεύει όλη την πόλη ψιλό γαζί, όντας κατά τ' άλλα απόλυτα ικανός για ντεμέκ φυσιολογική συμπεριφορά; κάποιοι ισχυρίζονται ότι έχουν μέχρι και συζητήσει μαζί του στο νορμάλ (αν και ποτέ δε μας είπαν περιτίνος), ενώ άλλοι εξηγούν ότι έχει φτυστό αδερφό που προκαλεί τη σύγχυση.

Ο Ρέψας λεν ότι προτιμά να διπλαρώνει κοριτσάκια (κι' εγώ αυτό προτιμάω εδώ που τα λέμε), ωστόσο θύματά του είναι εξίσου και άντρες, και θα 'λεγα μάλιστα οποιασδήποτε ηλικίας, απ' όσο τον θυμάμαι. Αρκετά συχνό επεισόδιο το θύμα να του απαντά στην ίδια γλώσσα, ώς και κάποιες φορές να μαζεύονται πιτσιρίκια και να του την πέφτουν ομαδικά με ρεψίματα κι' αυτοί –αλλά τί να κλάσουν, ο άνθρωπος είν' ασυναγώνιστος λέμε (χωρίς πλάκα). Τέλος, παλιότερα τουλάχιστον, θα του την έπεφταν πού και πού κι' οι νταήδες της πόλης να ξεσπάσουν, ελλείψει ακόμα αλβανών μεταναστών, και θα τριγυρνούσε μετά μελανιασμένος.

Να 'ναι καλά τελοσπάντων ο Ρέψας, απ' τους λίγους τρελούς παλιάς κοπής στην ερωτική συμβασιλεύουσα που ακόμη τριγυρνάνε, αν και αραιά πια, γιατί όπως είπε κι' ο Ακύλας Κουλοσάββας σε ανύποπτο χρόνο: «σκατά η Θεσσαλονίκη: της έχουν μείνει οι μισοί τρελοί, κι' απ' αυτούς οι περισσότεροι χαντζ-φρι». Ίσως βέβαια η καλή η κρίση αυτό να τ' ανατρέψει για καλά.

— Και καλά, όλο τον Αύγουστο εδώ την έβγαλες; Ούτε μιά Χαλκιδική δε πήγες;
— Τρ'λός εισαι; Η Σαλονίκη τον Αύγουστο είναι καύλα ρε, αγία αδειοσύνη. Νά 'ν' ο Ρέψας Ναβαρίνο και να τον ακούς στα Λαδάδικα...

(από vikar, 06/11/12)(από vikar, 06/11/12)

Ωραίοι τρελοί της πόλης: Φτερού (Αθήνα), Ρέψας (Θεσσαλλλονίκη), Μπαμπαΐας (Καβάλα), Μπαραμπάκος (Χανιά).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω παρέλαση, παρελαύνω.

Ο τύπος πλάθεται απ' τον αόριστο παρέλασα (παρήλασα) του ναφθαλινένιου παρελαύνω, καταναλογία με ρήματα όπως κομπάζω-κόμπασα, βελάζω-βέλασα, αηδιάζω-αηδίασα και τα όμοια –άρα και στον παρατατικό δίνει παρέλαζα (αντί για το «σωστό» παρήλαυνα).

Ο σχολικός αυτός τύπος θεωρείται ακόμη λάθος και ούτε καν αναφέρεται στα λεξικά, παρότι ακούγεται ευρύτατα εδώ και δεκαετίες (τουλάχιστον απ' το Ογδόντα), ακόμη και πολύ μετά το σχολείο. Η επικράτησή του ωστόσο φαίνεται κι' απ' τ' ότι επεκτείνεται και σε μεταφορικές χρήσεις (βλέπε παραδείγματα 5 και 6).

  1. η καλυτερη πραξη για να τιμησουμε τους προγονους μας για την σημερινη μερα δεν ειναι να παρελαζουμε σαν ρομποτακια μπροστα στους δυναστες μας που μας καταστρεφουν την ζωη αλλα να αγωνιζομαστε για την ελευθερια μας με οτι αυτο συνεπαγεται κ. Παπουλια. (από φόρουμ)

  2. Το ρήμα παρελάζω, μπορεί αν το ψάξεις στα λεξικά να το βρεις λάθος. Στην καθημερινή ομιλία όμως των Ελλήνων, έχει επικρατήσει. Για την ακρίβεια δεν έχω ακούσει κάποιον ακόμη να λέει: «Αύριο παρελαύνουμε στις 10.00 με το σχολείο.» Όλοι λένε: «Αύριο παρελάζουμε στις 10.00 με το σχολείο.» (από εδώ)

  3. - αμα δεν θες μην παρελαζεις..απλο
    - Στα ελλαδιστανικά που τόσο αγαπάς η λέξη λέγεται «παρελάβεις». (εξαιρετικό πάντρεμα ημιμαθούς καθαρολόγου και αντιελληναρά, σε φόρουμ)

  4. Όαση ελπίδας τα παιδιά που παρελάζουν (άρθρο)

  5. Τα σκουπίδια παρελάζουν στο κέντρο της Καλαμάτας (είδηση)

  6. Η ΠΑΕ ΝΙΚΗ ΒΟΛΟΥ είναι δυνατή, είναι πανίσχυρη και οι εποχές που παίκτες αμφιβόλου αξίας και προελεύσεως παρέλαζαν με χαρακτηριστική ευκολία σ' αυτή, ρουφώντας της το αίμα, πέρασαν ανεπιστρεπτί! (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published

Αναλωνόμαστε σε εγωιστικές και ανώριμες κόντρες, συχνά χάνοντας την ουσία και επιβαρύνοντας το σύνολο.

Αν και προέρχεται από το γνωστό κλισέ όπου δυο αγοράκια αποφασίζουν ποιος είναι ο πιο μάγκας συγκρίνοντας τα πουλιά τους (για τους εξωγήινους επισκέπτες του σάιτ: ο πιο μάγκας θα 'ν' αυτός που την έχει μεγαλύτερη), η φράση μπορεί κάλλιστα να αφορά και έριδες ανάμεσα σε γυναίκες, γυναίκες και άντρες, ομάδες ατόμων και λοιπά.

  1. - το θεμα ειναι οτι αντι να κανουμε βηματα μπροστα κανουμε βηματα πισω και μενουμε στασιμοι. αντι να φτιαξουμε ενα ανταγωνιστικο πρωταθλημα εχουμε τους λαμογιο παραγοντες να το καταστρεφουν. καποτε ο Καπετανιος, μετα ο Κοκκαλης τωρα ο Μαρινακης.
    - [...] Η κόντρα Ολυμπιακός - Παναθηναϊκός, στις μέρες μας έχει να κάνει και με την κόντρα Μαρινάκη - Πατέρα. Από μικροί μετρούσαν τα πουλιά τους, είναι προφανές.
    (από εδώ)

  2. Α: Όλα αυτά τα χρόνια στο 99% των περιπτώσεων οι ενεργοί φοιτητές της σχολής ψήφιζαν αμεσοδημοκρατικά το πλαίσιο των ΕΑΑΚ.
    Β: Στην μάπα σου αγωνιστάρα μου! ΔΑΠ 130, ΕΑΑΚ-ΑΡΕΝ 110 , ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ 33, ΠΑΣΠ 21, ΛΕΥΚΑ 9 Τσούζει ε; Άντε πια μας τα έχετε κάνει τσουρέκια με τους αγώνες σας!!! Σας πήρε χαμπάρι ο κόσμος ρεεεεεεεεεεε! Έχετε καταστρέψει την σχολή με τις μαλακίες σας! Το σημερινό μήνυμα να το βάλετε καλά μέσα στο κεφάλι σας! Ο κόσμος σας πήρε χαμπάρι αγωνιστές του γλυκού νερού! Πήρε χαμπάρι πόσο βλάκες είστε και ότι με εσάς δεν θα δει προκοπή!
    Γ: Μα πότε επιτέλους θα καταλάβετε όλες οι παρατάξεις ότι οι συνελεύσεις ΦΟΙΤΗΤΩΝ ΜΗΧΑΝΟΛΟΓΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ δεν είναι για να μετράτε τα πουλιά σας [...];;;
    (από εδώ)

  3. Η κριτική, σύντροφοι, έχει το νόημα της βελτίωσης. Και ειναι καλύτερα να γίνεται μέσω καναλιών που θα κάνουν τις διαδικασίες καλύτερες, πιο αποτελεσματικές. Αν απλώς γίνεται για να νοιώθει ο καθένας καλύτερα με τις επιλογές του και την πάρτη του,δεν ειναι κριτική, είναι πέσιμο. Και σε εμένα μοιάζει πολύ με την κριτική που γίνεται απο διάφορους καημένους ημιμαθείς ελληναράδες σε καθεστωτικά site. Είναι τόσο δύσκολο να βρούμε τα σημεία που μας ενώνουν και να μην μετράμε τα πουλιά μας; Ρητορικό ερώτημα φυσικά. (από ιντιμίντια)

  4. «Θεωρείτε την γυναίκα ανώτερο ή κατώτερο είδος απο τον άνδρα;»
    - γενικώς ή όλη κουβέντα θυμίζει το σκηνικό όπου έχουμε κάτσει και μετράμε τα πουλιά μας πόσους πόντους είναι. Η ουσία είναι ότι δεν υπάρχει αρκετή συνουσία... (από μπουρδέλα κομ)

Got a better definition? Add it!

Published

Πανεπιστημιακή ζαργκόν. Οι ετεροαναφορές στο έργο κάποιου είναι οι αναφορές στο έργο του μέσα στο έργο τρίτων.

Η λέξη αποδίδει το αγγλικό citation και έχει για αντίθετο το αυτοαναφορά φυσικά: μέσα σ' ένα σου πέιπερ ν' αναφέρεσαι σε παλιότερο δικό σου πέιπερ πιχί. Συνεπώς: ετεροαναφορές ίσον αναφορές πλήν αυτοαναφορές (δέχομαι και καρπαζιές και μπάτσες, αλλά από κοντά).

Λίγες πίπες

Ο αριθμός των ετεροαναφορών σε κάποιον επαγγελματία επιστήμονα αποτελεί ένα, αν όχι απόλυτα έγκυρο, πάντως σαφές αξιολογικό κριτήριο, που μετράει την απήχησή του στην επιστημονική κοινότητα («για νά 'χει τόσες ετεροαναφορές, παναπεί υπάρχουν τόσοι άνθρωποι που ασχολούνται μ' αυτά που κάνει, παναπεί είναι σημαντικά»). Ως τέτοιο, θεωρείται εγκυρότερο από τον καθαυτό όγκο του επιστημονικού του έργου (δεκάδες χιλιάδες σελίδες που κανένας δεν έχει διαβάσει ποτέ σε σύγκριση με δέκα σελίδες που έχει επηρεάσει τη δουλειά όλων) και όσο περνάει ο καιρός όλο και στοιχειώνει περισσότερο τους επαγγελματίες επιστήμονες του καιρού μας, βαραίνοντας περισσότερο στις διαδικασίες ανέλιξής τους εντός ακαντέμια.

Τώρα, το τί αντίκτυπο έχει αυτή η βαρύτητα στη διάπλαση των σχέσεων μεταξύ των μελών μιας επιστημονικής κοινότητας, καθώς και στην ίδια την επιστημονική πράξη, δεν θα το θίξω εδωπέρα. Τα μέλη του παρόντος σάιτ μπορούν ωστόσο να σκεφτούν την εξής αναλογία: γράφω έναν ορισμό οπου λινκάρω στο λήμμα τάδε· αλλα για το λήμμα τάδε έχει γράψει ορισμό καί ο Άλφας (πού 'ναι και γαμώ τα παιδιά), καί ο Βήτας (που μού 'χει πρήξ' τον πούτσο με τις παπαριές του, άσε που είναι και ανθρωποφάγος)· αλλα κάτσε, ο ορισμός του Άλφα είναι, έε... ενώ ο ορισμός του Βήτα είναι, φφφ, είναι καλός ρε γαμώτ'... σε ποιόν απ' τους δυό να λινκάρω τώρα;...

Την αναλογία μή τη δέσουμε κόμπο: η ακαντέμια είναι σάπια σε σημαντικό βαθμό εδώ και πολλά χρόνια· το σλάνγκ τζι άρ τώρα ωριμάζει... άσε που δέ μετράει και τις ετεροαναφορές.

  1. Το IF [σ.ς. impact factor] δεν επιτρέπει συγκρίσεις όταν πρόκειται για διαφορετικά πεδία έρευνας. Οι ετεροαναφορές επηρεάζονται από την δυναμική του πεδίου έρευνας αλλά και το μέγεθος του επιστημονικού πεδίου. Η επιλογή του θέματος της έρευνας, θα καθορίσει και την πιθανότητα που έχει αυτή να γίνει υψηλά αναφερόμενη. Έτσι για παράδειγμα, επιστήμονες που κάνουν έρευνα για το AIDS έχουν αυξημένη πιθανότητα να αναφερθούν από άλλους, σε σχέση με αυτούς που μελετούν την τοπική αναισθησία. Αυτό δεν δημιουργεί μια σύγχρονη δικτατορία στην έρευνα, που οδηγεί την έρευνα εκεί που πουλάει περισσότερο ή υπάρχουν οικονομικά συμφέροντα; (κριτική του ίμπακτ φάκτορ, εκεί)

  2. οι συνάδελφοί τους αποδείχτηκε ότι αποστρέφονται τις θεωρίες που βρίθουν μαθηματικών λεπτομερειών. Ψάχνοντας επισταμένα τις δημοσιευμένες εργασίες που δεν είχαν τύχει καμίας αναφοράς από συναφείς μεταγενέστερες, εντόπισαν ότι αυτές εμπεριείχαν πολλά μαθηματικά. Το «κούρεμα δημοσιότητας» που υπέστησαν συνεπεία αυτού έφθανε και το 50% λιγότερων ετεροαναφορών από εργασίες που είχαν ελάχιστα ή και καθόλου μαθηματικά. (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανάξιος λόγου, ασήμαντος, τιποτένιος, αναξιόπιστος, κάποιος που δεν αξίζει να τον πάρεις στα σοβαρά.

Γενικός μειωτικός χαρακτηρισμός, που ακούγεται πολύ συχνά σε οπαδικά αθλητικά συμφραζόμενα.

  1. Το γεγονός ότι η ΑΕΚ είχε μεγάλη συμπαράσταση από τους οπαδούς της παρά το ότι ο Λεβαδειακός έδωσε μόλις 350 εισιτήρια, προκάλεσε νεύρα στον Κομπότη, ο οποίος μετά το τέλος του αγώνα -σύμφωνα τουλάχιστον με τους ανθρώπους της Ένωσης- φώναζε στα αποδυτήρια: «Αν δεν σας ρίξω, να με γα... Είστε ανύπαρκτοι. Θα σας γα...». (από εδώ)

  2. βαρέθηκα να ακούω από χθες σχόλια του τύπου «Όλη η ιστορία του γαύρου σε ένα ματς, αυτοί είστε» και «Στο μπάσκετ Hala Madrid και ακόμα και με τους Τούρκους ήμασταν».. Ηλιθιότητα στο full.. Λες και έχει σχέση το ποδόσφαιρο με το μπάσκετ... Απλά η διοίκησή μας είναι τόσο εμετική και απαράδεκτη που έχει δώσει δικαίωμα σε όλους τους ανύπαρκτους να μιλάνε... (από εδώ)

  3. Μια φιλική συμβουλή προς όλους τους ανύπαρκτους του Ελληνικού ποδοσφαίρου. Αφήστε τις ειρωνείες γιατί δεν σας παίρνει. Η καλύτερα πείτε τα σε τίποτα πιτσιρικάδες που ίσως δεν γνωρίζουν και δεν έχουν πολλές εμπειρίες και παραστάσεις. Γιατί στα άτομα της δικής μου γενιάς δεν σας παίρνει με τίποτα. Και διευκρινίζω ότι ανήκω στην γενιά των 40άρηδων.

  4. Μια κουβεντα μον' θα πω για τους πολιτικους μας
    Για ολους τους ανυπαρκτους και ψευτοειδικους μας
    Σημαια μη σηκωσετε κουβεντα να μη πειτε
    Και μεσα στη δειλια σας να πατε να κρυφτειτε
    (λυρική εκδήλωση ελληναρά εδωπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τους πιο διαδεδομένους και παγιωμένους ευφημισμούς για το σεξ –το σεχ, το γαμήσι, το πήδημα, το φίκι-φίκι, τη συνουσία, τον έρο* τελοσπάντων–, ανεξάρτητα απ' το αν γίνεται όντως σε κρεβάτι, στη ροζ φλοκάτη, σε στρώμα θάλασσας που ξεφουσκώνει, σε μουτζουρωμένο θρανίο, σε σπασμένο καθρέφτη, μουχλιασμένη φυλλωσιά κάτ' απο δέντρο, ή σε φακίρικο κρεβάτι ισορροπούν στην κεραία του πύργου του Οτέ. Ακούγεται κυρίως στις φράσεις κάνω καλό/κακό κρεβάτι, είμαι καλός/κακός στο κρεβάτι.

Η κουβέντα, ευκολάκι γαρ, υπάρχει αυτούσια και σε άλλες γλώσσες. Υπάρχει και στα λεξικά, αλλά δεν άντεξα να μην την αναρτήσω, ένεκα το πλήρες του εγχειρήματος διά το οποίο κοπτόμεθα νυχθημερόν και ιδροκοπώντες –χαίρετε.

Δες ακόμη: τίγρης στο κρεβάτι, μεγάλο κρεβάτι.


  1. Τον καημενούλη, είμαι σίγουρη ότι θα είναι κανένας κοντούλης, καραφλός, που θα περνάει απαρατήρητος που δε θα μπορεί να κάνει καλό κρεβάτι. Θα είναι κανένα κακομοίρικο πλάσμα, ξέρω κι εγώ. Παρ' όλ' αυτά τον αγαπάω, κι ας έρθει να τον πάρω και μια αγκαλιά, του στέλνω την αγάπη μου [...] (Η Βάνα Δωσεκαιμένα για κάποιον δημοσιομπάρμπα, από εδώ)

  2. Πάντως, ένα γερό στυλ αδιαφορίας (σχεδόν φτύσιμο....) από την μεριά σου πιθανότατα να έχει πολύ καλά (εώς συνταρακτικά....) αποτελέσματα! Κάνε την να νιώσει ότι.....«την κοπάνησες» γιατί δεν ήταν καλή στο κρεβάτι και η ανασφάλειά της μπορεί να σου ανοίξει «δρόμους μαγικούς και ονειρεμένους» (συμβουλές πάνω στις σχέσεις, εδωπέρα)

  3. Είναι άχρηστη η πατσαβούρα, όπως όλες οι όμορφες γυναίκες. Δεν μαγειρεύει, δεν πλένει, δεν καθαρίζει, κοιτάζει μόνο τα λούσα της. Αλλά κάνει, η ρουφιάνα η ντερμπεντέρισσα, καλό κρεβάτι και γι' αυτό ανέχομαι όλες τις αδυναμίες της. Κάθε βράδυ σκαρφαλώνω πάνω της και χαϊδεύω τις καμπύλες της. Αν δεν ήμουν καψούρης, θα σ' άφηνα να τη χουφτώσεις κι εσύ λίγο, για του λόγου το αληθές. (Γιάννης Φαρσάρης, «Johnnie Society», 2009)

  4. οι ψηλές είναι για την παρέλαση και οι κοντές για το κρεβάτι (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όχι αστεία για πούστηδες γενικά κι' αόριστα, ούτε και ύπουλα ή μοχθηρά αστεία, όπως ίσως θα προϊδέαζε το αργκοπρόθημα πουστο-, αλλά: είδος χαβαλέ σε αντροπαρέα στρέηδων που εκδηλώνεται με παιγνιώδη θηλυπρέπεια ή γενικότερα με προσβολή του ανδρισμού μελών της παρέας. Μ' άλλα λόγια, αντρίλες που γίνονται συνειδητά και για πλάκα.

Τα πουστοαστεία είναι συχνό μοτίβο στις αντροπαρέες, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι πρόκειται για κρυφοαδερφές –αν και θα μπορούσε κάποιος να εικάσει ότι όταν πρόκειται για το συχνότερο μοτίβο χαβαλέ στην παρέα, τότε η παρέα θα διαλυθεί αργά ή γρήγορα λόγω αναπάντεχης διείσδυσης πάνω σε κάποιο μεθύσι δίχως αύριο.

Συνήθως πάντως, τα πουστοαστεία, πέρ' απ' την απλή πλάκα, εξυπηρετούν βασικές ανάγκες, όπως (α) η ανάγκη εξοικείωσης με το άγνωστο που σκανδαλίζει (σε φάση, το μαύρο χιούμορ εξοικειώνει με το θάνατο), (β) η ανάγκη να ταπώσουμε τον φίλο που χθες έχυσε κώλο ενώ εμείς τη χαρτοπετσέτα (ώ ναί: είναι ανησυχητικά πολλοί αυτοί που τον παίζουν πάνω απ' τη χαρτοπετσέτα να περιμένει... η δικαιολογία: «ε τί ρε; να τα κάνω όλα μουνί;»...), (γ) η ανάγκη απλά να τσιγκλήσουμε και να έρθουμε στα χέρια με ένα φίλο χωρίς να υπάρχει κανένας σοβαρός λόγος έξω απ' τα τσαμπουκοντουζένια της ηλικίας. Τέτοιες ανάγκες.

Σε μεγαλύτερες ηλικίες που τέτοιες ανάγκες λίγο-πολύ εκλείπουν, τα πουστοαστεία είτε εκλείπουν κι' αυτά, ή γίνονται εισμνήμιν του παλιού καλού και ξέγνοιαστου καιρού.

Από την όποια εμπειρία μου, να πω ακόμη ότι τα πουστοαστεία δεν είναι βέβαια καθόλου ελληνική πατέντα. Μόνο η λέξη είναι, την οποία όμως και δεν βρίσκω πουθενά στο διαδίκτυο, και μπαίνω στον πειρασμό να το παίξω επαρχιώτης και να πω ότι πρόκειται για εντελώς δικό μου σαλονικιό νεολογισμό... Αλλά δυστυχώς, την κουβέντα την έχω ακούσει αρκετά ώστε να ξέρω ότι παίζει. Είναι άλλωστε κι' αυτή ευκολάκι.

- Έπ! Έλα ρε μαλάκα Μάκης, πού ησουν χθές, και σού 'χα φέρει και μωρά απ' τη σχολή και δέ μπορούσα να τα κουμαντάρω μόνος;
- Όχι ρε σύ! μαλακία... τσκ... Πέρασα απο Λάκη ρε, στο γραφείο, μάζεψε τους δικούς του, Τάκη, Σάκη, Πάκη, ξές, και θα παίζαμε Χόν μέχρι να πεθάνουμε, δίκτυο κι' έτσι έχει εκεί βασικά.
- Ε ωραία ρε, σκατοκυρίλα... Καλά ητανε;
- Ντάξ... όλα καλά βασικά, μέχρι που άρχισαν τα πουστοαστεία τους να πούμε, και όχι «όλο εγώ παω μπότομ ρε κορίτσια, πώς την έχετε δεί», και όχι «καλε αυτός ειναι ήδη λέβελ έξι, θα μας πισωκολλάει αόρατα», και όχι «άλλο πράμα πάντως να το παίζουμ' ο καθένας απ' το σπίτι κι' αλλο η λάιβ πεντούζα», και όχι «βάλε μας κι' ένα ward εκεί που δε βλέπει ο ήλιος» και –Α ΣΤΟ ΔΙΑΟΛΟ!... τους σιχάθηκε το μουνί μου να πούμε...
- Αχ πές μου κι' άλλα!...
- Θα σ' τα γρατζουνήσω αργότερα στη πλάτη, αγόρι...
- ...
- ...Και γιά πές, τα μωρά θα σκάσουνε και σήμερα;...
- Ε ναί, στάνταρ! Κάτσ' πάρω κανα τηλέφωνο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κουβέντα που εκφράζει ότι ο κόσμος είναι μικρός, με την έννοια ότι δύο τυχαία πρόσωπα σε ένα κοινωνικό δίκτυο συνδέονται είτε άμεσα, είτε μέσω λίγων άλλων προσώπων, όπως δυο γόπες ακουμπάν μέσα σε ξέχειλο τασάκι –φαινόμενο παράδοξο δεδομένου του μεγάλου συνήθως μεγέθους του δικτύου.

Η έκφραση, ταυτόσημη με την κλασική μικρός που 'ν' ο κόσμος, απεικονίζει και την τριβή του έλληνα με το κάπνισμα, σε καιρούς κατά τ' άλλα ανελέητα αποστειρωτικούς.

Λίγες πίπες για σπασίκλες

Το φαινόμενο τασάκι ο κόσμος, λέγεται και έξι βαθμοί διαχωρισμού (απευθείας απόδοση του αγγλικού six degrees of separation), που μπορεί ν' ακουστεί και ως «φαινόμενο Κέβιν Μπέικον»: στο δίκτυο των ηθοποιών του Χόλιγουντ, πες ότι ο ηθοποιός άλφα που έχει παίξει σε ταινία με τον Κέβιν Μπέικον έχει βαθμό 1, ο ηθοποιός βήτα που έχει παίξει με τον άλφα έχει βαθμό 2, ο γάμμα πού 'χει παίξει με τον βήτα έχει βαθμό 3, και ούτ' ο καφετζής· το φαινόμενο Κέβιν Μπέικον είναι ότι κάθε ηθοποιός του Χόλιγουντ έχει βαθμό το πολύ 6.

Το φαινόμενο, όπως διαβάζω στην αγγλική Γουικιπίντια, θεματοποιήθηκε για πρώτη φορά στις αρχές του εικοστού αιώνα ώσπου εξετάστηκε πειραματικά από το Στάνλεϊ Μίλγκραμ* στα τέλη της δεκαετίας του Εξήντα. Για τα πιο μοντέρνα μαθηματικά που έχω υπόψη να εξηγούν το φαινόμενο μπορείτε να την ψάξετε με τα λεγόμενα δίκτυα μικρού κόσμου.


  1. - ρε φιλαράκι μήπως είσαι φιτίτης στη λιβαδειά
    - πλάκα με κάνεις ναι!! (ήμουν) ποιος είσαι;; [...] χαχαχαχαχα τρελέ τασάκι ο κόσμος εε;;;
    (από φόρουμ)

  2. - Αν η Αθήνα είναι πια μικρή έμεις στη Σαλονίκη τι να πούμε; Εμείς προχωρήσαμε ένα βήμα πιο πέρα γίναμε μεγάλο κρεβάτι, γνωρίζεις γκόμενο και στάνταρ έχει περάσει έστω ένα βράδυ με ξαδέρφη, αδερφή, κουνιάδα, κουμπάρα, προισταμένη, διευθύντρια, συνάδελφο, φίλη, γνωστή, την κομμώτριά σου κτλ κτλ κτλ.
    - Συμπέρασμα : τασάκι ο κόσμος! (ή αλλιώς «και στου βουγιού το κέρατο να θέλεις να κρυφτείς δεν μπορείς» που λέει και η γιαγιά μου!)
    (από ιστολόι)

  3. Από τις αγκαλιές και τις εγκάρδιες χειρονομίες συμπεραίνω όμως ότι υπάρχουν κάποιοι γνωστοί ακόμα και μέσα στους άγνωστους. Τασάκι ο κόσμος τελικά. Όποια πέτρα κι αν σηκώσεις ένα συνάδελφο θα τον βρεις. (από ιστολόι)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τονισμένο οριστικό άρθρο (ό, ή, τό) που λειτουργεί επιτατικά ως προς το όνομα που ακολουθεί:

Μαλάκα, φάε γκομενάκι που σκάει απ' απέναντι!...
— Όοοο... Τό γκομενάκι...

Όταν το άρθρο τονίζεται, δίνεται έμφαση στο ότι πρόκειται, ακριβώς, για οριστικό άρθρο: όταν μιλάμε για τό γκομενάκι, δε μιλάμε για όποιο κι' όποιο γκομενάκι, ούτε καν για το συγκεκριμένο γκομενάκι για το οποίο έτυχε να μιλάμε τις προάλλες, όχι: εδώ μιλάμε για το ένα και μοναδικό γκομενάκι, για το γκομενάκι του γκομενακιού, ώ γκομενάκι ένα πράμα.

Το τονισμένο οριστικό άρθρο αντικαθιστά λοιπόν τη χρήση επιθέτου (κατά κανόνα σε υπερθετικό βαθμό) που θα προσδιόριζε επιτατικά το όνομα. Ταυτόσημη είναι η έκφραση (όνομα) με (το πρώτο γράμμα) κεφαλαίο, πιχί

— Μαλάκα, φάε γκομενάκι που σκάει απ' απέναντι!...
— Φσσσς... Γκόμενα με τζί κεφαλαίο....

Ορθογραφικά

Η χρήση τόνου για την απόδοση αυτού του φαινομένου ξεπερνά τη σχολική ορθογραφία, αποτελώντας έκφανση του λεγόμενου δυναμικού τονισμού (γράφε τόνο εκεί που τονίζεις μιλώντας).

Ως γνωστόν, στο καθεστώς της κρατικής, σχολικής ορθογραφίας –που για πολλούς λόγους εφαρμόζεται παραδοσιακά και σε μη κρατικά περιβάλλοντα, όπως καληώρα στο μη κυβερνητικό αυτό σάιτ–, ο τονισμός των μονοσύλλαβων, εκτός από κάποια ερωτηματικά, απαγορεύεται. Για να αποδώσει κανείς ένα τονισμένο οριστικό στα πλαίσια αυτής, αναγκάζεται να καταφύγει σε τυπογραφική έμφαση, συχνά οφθαλμορρυπαντική.

Έτσι, η φράση «όχι απλά ''μαλάκας'', ό μαλάκας», μπορεί να γραφτεί:

  • όχι απλά «μαλάκας», Ο μαλάκας,
  • όχι απλά «μαλάκας», ο μαλάκας,
  • όχι απλά «μαλάκας», ο μαλάκας,
  • με συνδυασμούς: όχι απλά «μαλάκας», Ο μαλάκας,
  • ή και αλλιώς –ο αγαπητός Γκάτζ ας πούμε θα 'γραφε «όχι απλά ''μαλάκας'', ο... μαλάκας».

Λίγες πίπες: αργκό και έμφαση

Πλάι στα λοιπά στοιχεία της αργκό, που αναμένουν κατελπίδαν προσδιορισμό, τα οποία τη διαφοροποιούν από την τυπική γλώσσα –αν και εδώ όχι τόσο από την καθομιλουμένη– μπορούμε να αναγνωρίσουμε την αυξημένη ανοχή στην έμφαση.

Όπως και στην περίπτωση της ασάφειας, φαίνεται ότι η λειτουργία της έμφασης και της επίτασης, σε αντίθεση με την τυπική γλώσσα, περνάει πολλές φορές στο χάρντγουερ της γλώσσας, δηλαδή στη γραμματική και τη σύνταξη, με έναν ευρέως παγιωμένο, και άρα καθόλου αντχόκ τρόπο.

Στην καθομιλουμένη και την αργκό έχει κανείς, μεταξύ άλλων, τα εξής στη διάθεσή του:

Η εμφάνιση και παγίωση τέτοιων συντακτικών μηχανισμών που δηλώνουν έμφαση οπωσδήποτε σχετίζονται και με το φαινόμενο της απώλειας σημασιολογικού φορτίου στην αργκό (βλέπε σχόλια τζόνι μπλάκ στο τζαστ): φαίνεται πως στον ομιλητή της αργκό, προκειμένου να διατυπώσει μία κρίση ως θετική ή αρνητική, δεν αρκούν τα τυπικά γραμματικά εργαλεία (όπως για παράδειγμα οι βαθμοί των επιθέτων ή η χρήση προσδιοριστικών επιρρημάτων), αλλά είναι αισθητή η ανάγκη για ακόμη πειστικότερη διατύπωση, η οποία πολλές φορές οδηγεί αναπόφευκτα στην παραβίαση των τυπικών γραμματικών κανόνων.

Ακολουθεί πενιχρή άγρα παραδειγμάτων απ' το διαδίκτυο (δύσκολο το συγκεκριμένο γκουγκλάρισμα, αν βρεθούν καναδυό ακόμα παραδειγματάκια θα μπουν στην πορεία).

1α. υπαρχει περιπτωση να ανεβασει καποιος καμια ταινια και της Sharon Pink, μιλαμε η μουναρα γκομενα. (από το μπουρδέλα κομ)

1β. την ινδοβρετανη carmel moore απο την athens erotica 2009 ηθελα να σκισω αλλα εμεινα στα χουφτωματα και στις φωτο -μιλαμε η μουναρα (από το ιερόδουλες κομ)

  1. ΦΑΣΙΣΤΑΣ = Ο ΜΑΛΑΚΑΣ!(ΟΧΙ ΑΠΛΩΣ ΜΑΛΑΚΑΣ) (σελίδα στο φέισμπουκ)

  2. Βράδυ με το Μ.Σεφερλή! ΤΟ γέλιο (βίντεο στο γιουτιούμπ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified