Μουσική αργκό. Το σταθερό ρυθμικό και αρμονικό υπόστρωμα που στηρίζει τη μελωδία ή τον αυτοσχεδιασμό σε ένα μουσικό κομμάτι. Γενικότερα, η μουσική υπόκρουση. Μάλλον απευθείας μεταφορά του αγγλικού carpet.

  1. Τα έργα λοιπόν του Σκαλκώτα για σόλο βιολί και για βιολί και πιάνο αποτελούν μια έμμεση συνομιλία του συνθέτη με την πρώτη του αγάπη, το βιολί. Το γεγονός ότι τα έχουμε σε ένα και μοναδικό cd είναι εξαιρετικά σημαντικό [...] καθώς τα έργα δωματίου φανερώνουν περισσότερο, όπως πιστεύω, τις προθέσεις του συνθέτη, επειδή αυτές δεν κρύβονται κάτω από το ορχηστρικό χαλί μιας μεγαλεπίβολης σύνθεσης, αλλά εκφράζουν με σαφήνεια τη συνθετική του λαλιά. (από εδώ)

  2. Η καφετιέρα γεμίζει με νερό που βράζει, εισαγωγή που ανεβάζει την ένταση για να // μπει το στυλό, ο χορός των γραμμάτων που συνωστίζονται στο άσπρο χαρτί ολοένα και περισσότερα, με την μύτη να κολλάει και αφήνεται σαν ένα σύστημα τηλέγραφου // που στην συνέχεια θα δώσει ζωή στα πλήκτρα του υπολογιστή, κτυπήματα γρήγορα και ιδιαίτερα .. // το μοτέρ του ψυγείου μπαίνει ξαφνικά, ένα μπάσο χαλί με ύφος συνθεσάιζερ όταν το φρέον γεμίζει την κατάψυξη. Το πόδι, με παντόφλα να κτυπά το κρύο μάρμαρο έχει μπει να δώσει τη λύση της εξίσωσης του τελικού ρυθμού στη ρίμα της σκέψης. (από ιστολόι)

  3. Τυπικά, μια γαμήλια λίστα μουσικής πρέπει να συμπεριλαμβάνει ένα μουσικό χαλί (ήχοι που θα ακούγονται κατά την είσοδο των καλεσμένων) [...]. (από εδώ)

  4. [...] κατά τη διάρκεια της προβολής τους θα έχουμε σαν «χαλί» τη μουσική του Παντελή. (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σπέρμα. Διαδεδομένη εξυπνακίστικη απάντηση στην πολύ συνηθισμένη ρητορική ερώτηση «ξέρεις ποια είναι η μαλακία;». Χρησιμοποιείται όταν ο ομιλητής θέλει είτε απλά να εκνευρίσει τον συνομιλητή του, ή να τον γειώσει.

Ως αντίδραση στην ευρεία διάδοση της εξυπνάδας αυτής, ερμηνεύεται η τάση των ομιλητών να αντικαθιστούν τη λέξη μαλακία στην παραπάνω ρητορική ερώτηση από συνώνυμα όπως βλακεία, μπινιά, πουστιά και άλλα. Τις περισσότερες φορές βέβαια, η ατάκα λειτουργεί το ίδιο αν όχι και περισσότερο αποτελεσματικά ως απάντηση.

Δες και εν πάση περιπτώσει....

Μαλάκα, δέ το πιστέψεις, έχω καβατζώσει Ντί Τζέι Μόρον για το πάρτι!
– Ποιός είν' αυτός;
– Καλά ρε ηλίθιε, δέν ξέρεις τον Μόρον; Μα καλά, τί ζάβλακας είσαι ρε παιδάκι μου; Αλλα 'ντάξει, με τις μαλακίες που ακούς πού να 'χεις ιδέα από μουσική. Ακούς εκεί, να 'χεις μείνει ακόμα στους Πινκ Φλόιντ!... Τέλος πάντων. Και που λές, έχω καλέσει πολύ κόσμο μιλάμε, θα γίνει χαμός, θα 'χει και της πουτάνας τα μουνιά. Η μπινιά βέβαια είναι ότι θα σκάσουν κι ένα σωρό πρώην, γαμώτο μου. Να φανταστείς, το 'χουν μάθει και η Φιφή καί η Φούλα. Και δε λέω ρε παιδί μου, ας έρθει κι η Φιφή, ας έρθει κι η Φούλα στο πάρτι. Αλλα ξές ποιά 'ν' η μαλακία;
– Ναι.
– Έ;... Τί «ναι»;
– Ναι ρε, εκείνο το άσπρο που κολλάει δε λες;...
– ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο οπαδός του Α. Σ. Άρη υβριστικά.

Όσο για τα σκουλήκια, πού είναι το πρόβλημα. Όλη η Ελλάδα σκουλήκια τους λέει. Τους είπα σκουλήκια, γιατί όλη η Ελλάδα τους αποκαλεί έτσι. (Γιάννης Γούναρης, προπονητής Νίκης Βόλου επί 2004 μετά από αγώνα με τον Άρη, από εδώ)

Δες και τα σκουλήκια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ασκούμαι με τη μέθοδο πιλάτες.

Για όσους δεν ξέρουν —τύποι που δέν συναναστρέφονται θήλεα νέας κοπής για παράδειγμα—, πιλάτες είναι τύπος γυμναστικής πολύ της μοδός τελευταία. Σύμφωνα με την αγγλόγλωσση Βικιπαίδεια, αναπτύχθηκε στο πρώτο μισό του εικοστού αιώνα από τον φρίτση Γιόζεφ Χουμπέρτους Πιλάτες (ενμέρει ελληνικής καταγωγής), και εστιάζει στην αναπνοή, τη σπονδυλική στήλη και τους μύες που βοηθούν στην ισορροπία του σώματος.

Το ρήμα πιλατεύω, που σημαίνει παραδοσιακά «ταλαιπωρώ», «παιδεύω», ετυμολογείται μάλλον από τον ίδιο τον Πόντιο Πιλάτο, ενώ ο Κοραής πιθανολογεί και την καταγωγή από το αρχαίο πιλέω, που σημαίνει «θλίβω».

– Τί έχεις βρε Φιφίτσα; Γιατί μου κλαίς;
– Άσε βρε Φωφάκι μου, ο Φίφης μου δέ με θέλει πιά!...
– Μα γιατί βρε γλυκιά μου;
– Γιατι δέν τον ικ- ικανοποιώωωω... μπού χού χού...
– Μα τί 'ν' αυτά που λές βρε χαζό;
– Ναί Φώφη μου, ναί... Μου λέει χθές, οτι δέν του κ- κάνω λέει πιά, γι'- γι' ασκήσεις εδάφ- φους... Δέν είμαι λ- λέει, αρκετά ευ- βλύγιστη... μπού χούου... Έχει άλληηηηη!... Μπού χού χούουουουου... Είμαι σ- σίγουρη, έχ- χει άλληηηη!...
– Έλα βρε κουτό, που έχει άλλη! Μή λές κουταμάρες. Αυτό ειναι όλο, η ευλυγισία; Άκου να δείς. Έχω μιά φίλη μου —την Κίτσα, τη θυμάσαι;— παλιά χορεύτρια, πήγε στην αγγλία τρία χρόνια, έκανε μεταπτυχιακά στη γυμναστική, έγινε σπουδαία!... Τώρα που λές, αυτή άνοιξε γυμναστήριο στο κέντρο και κάνει πιλάτες!... Εκεί πάω κι' εγώ, έλα να πηγαίνουμε παρέα.
– Κ- και τί να μου κάνουν εμένα οι π- πιλάτες;...
– Τί να σου κάνουν;... Ευλυγισία δε θές; Δύο μήνες Φιφή μου, δυό μήνες! Πιλατέψου για δυό μήνες, και θα δεί μετά ο κύριος Φίφης. Που τέτοιο λάστιχο θα γίνεις, που θα σ' έχει πισωκωλομπρούμυτα και θα του χαϊδεύεις τα αφτιά με τις πατούσες... Ξέρεις, εκεί που του σηκώνεται...
– ...
– ...
– Πού ξέρεις εσύ βρε Φώφη πώς του σηκώνεται του Φίφη μου;...

Δες και σπάζομαι. Επίσης χριστιανοσλάνγκ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίθημα που σχηματίζει επίθετο από όνομα (συνήθως ουσιαστικό) ή, σπανιότερα, ρήμα, και δηλώνει κατοχή («αυτός που έχει»), χαρακτηρισμό («αυτός που χαρακτηρίζεται από») ή ομοιότητα («αυτός που θυμίζει/μοιάζει με»).

Πολύ συχνό γενικά στα ελληνικά (πιχί αεράτος, καλοσυνάτος, τρεχάτος), ειδικά στην αργκό φαίνεται να είναι πολύ παραγωγικό, κυρίως με τη σημασία της κατοχής. Ειδικότερα στο ουδέτερο γένος, -άτο, χρησιμοποιείται συχνά για σεξουαλικές στάσεις και σχηματίζει ουσιαστικά —για την ακρίβεια, ουσιαστικοποιημένα, πιχί καρεκλάτο (σεξ).

Πρόκειται απ' ότι καταλαβαίνω για τη λατινική κατάληξη -atus, η οποία είχε παρόμοιες σημασίες (πιχί, βαρβάτος < barbatus < barba + -atus, «αυτός που έχει γένια, που δεν είναι θηλυπρεπής»).

Στα παραδείγματα, λέξεις που έχουν ήδη καταγραφεί στο σλανγκ τζι αρ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η περιοχή της κοιλιάς γύρω από τον αφαλό (λογοπαίγνιο με την υφαλοκρηπίδα).

Στιγμιότυπα απείρου φιλολογικού κάλλους από την αείμνηστη εκπομπή «Το ζευγάρι της χρονιάς» του παλιού καλού Άλτερ:

ΑΝΤΡΕΑΣ Ο ΠΑΠΠΟΥΣ: Θέλω να δείς την αφαλοκρηπίδα της.
ΦΙΛΙΠΠΑΣ Ο ΑΙΘΙΟΠΑΣ: Ποιά;!...
ΑΝΤ. Π.: Θέλω να δείς την αφαλοκρηπίδα της! [...] Θέλω δείς τον αφαλό της. Θέλω να της σκίσ'ς την καλτσοδέτα της. [...] Το καλτσόν της!...
Φ. ΑΙΘ.: Όχι «καλτσόν»! «Καλσόν»... Έτσι λέγεται.

Το παράδειγμα το ακούτε λίγο μετά το 2:40. Άι μάμι, άι αμίγο!... (βάι βάι...) (από vikar, 04/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτοικος των Εξαρχείων στην Αθήνα. Λογοπαίγνιο με το επίθετο εξαχρειωμένος, που πολλοί πιστεύουν ότι άλλωστε αρμόζει στη συγκεκριμένη περιοχή (δες πρώτο παράδειγμα).

  1. Όλοι προτείνουν κάποιες λύσεις για την πάσχουσα περιοχή. Εκτός από τους κατοίκους των Εξαρχείων —αυτοί είναι εξαχρειωμένοι. (από άρθρο ενός Ηρακλή Λογοθέτη στην «Αυγή», εδώ)

  2. Παρασκευή αύριο, εργάσιμη, μα οι Εξαρχειωμένοι ζουν ένα αιώνιο Σάββατο —κι ας έχουν τα οχτάωρα της δουλειάς πίπα-κώλο. (Α. Κορτώ, «Ο αφανισμός του Νίκου»)

Δες και Εξάθλια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αυτοκίνητο. Παιδική ηχομιμητική λέξη που χρησιμοποιείται και από ενήλικες ειρωνικά και μάγκικα ή και γουτσίστικα.

- Όταν βρέχει (πολλή βροχή), σε πολλά σημεία λιμνάζουν νερά. Στους υπέροχους ελληνικούς δρόμους, πιθανόν να υπάρχουν μικρές έως τεράστιες λακκούβες κάτω από την επιφάνεια, που όμως δεν φαίνονται, παρά μόνο αν περάσεις, αλλά θα είναι αργά γιατί θα 'χεις πέσει ήδη μέσα. Μια αθώα φαινομενική λιμνούλα μπορεί να έχει από κάτω μια τρούπα νααααα!! Οπότε τι κάνεις αν είσαι αναγκασμένος να περάσεις; Αφήνεις έναν άλλο να περάσει πρώτος και αν είναι οκ ακολουθείς την γραμμή του!! Κακό ε; Πιάνει όμως.
- Είναι πολύ πιο απλό φίλε μου! Απλά όταν βρέχει πας με το τουτού για να μην βρέχεσαι κιόλας!
(από φόρουμ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λογαριασμός ή μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Εξελληνισμός του αγγλικού μέιλ/ημέιλ (e-mail).

  1. Έρχομαι 5 με 15 και θέλω να σας γνωρίσω. Αν θέλετε κι εσείς, στείλτε μέλι στη διεύθυνση του προφίλ. (από ιστολόγιο)

  2. «Δεν θέλω να πουν ότι προσπαθώ να αποκομίσω οικονομικά οφέλη ή να γίνω σταρ. Δεν είμαι σταρ. Είμαι μια γυναίκα που βιώνει ένα δράμα... (κλαίει). Δεν αντέχω άλλο (κλαίει πιο πολύ...). Αλλά ευτυχώς ο κόσμος με αγαπάει (προσπαθεί να ανασάνει...). Με παίρνουν τηλέφωνα και μου στέλνουν 'μέλια' (εννοεί mail...)». (άρθρο για τη Ρούλα Βροχοπούλου στο βράσε ρύζι κόμ).

  3. Μπαίνεις το πρωί να δεις το ημέλι σου και το GMail δεν ανοίγει ούτε με ανοιχτήρι κονσέρβας στρατού. (από ιστολόγιο)

  4. [...] Δεν ξέρω αν θα πρέπει τελικά να την ρωτήσω κάτι. Γιατί χτες, και ενώ διατηρούσα επαφή με ημέλια στο κινητό της, το φατσοβιβλίο έπαιξε το ρόλο της αντροχωρίστρας ενημερώνοντάς με για την πραγματική της ηλικία. (από ιστολόγιο)

Στάζι ημέλι (από Vrastaman, 28/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτιμώ, νομίζω, πιστεύω, προβλέπω. Στις φράσεις (την/το) κόβω να γίνεται κάτι (πιστεύω ότι θα γίνει κάτι, παράδειγμα 1), τον/την/το κόβω να κάνει κάτι (πιστεύω ότι αυτός/-ή/-ό θα κάνει κάτι, παράδειγμα 2).

Συνώνυμο: βλέπω

Συνάντηση την Κυριακή...
- [...] C U all there (I hope)...
- Τι I hope ρε μεγάλε; Θα έρθεις, γιατί την κόβω να είμαστε τα δυό μας... σαν πιτσουνάκια!

από φόρουμ

[...] μας τέλειωσε η βασιλόπιτα του Τερκενλή και η γαβάθα με το προφιτερόλ της Αναστασίας... Δηλαδή, και να είχε μείνει λίγο, την Αναστασία δεν την κόβω να το μοιράζεται ;-Ρ

από φόρουμ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified