Κορίτσι με αντιλήψεις, ιδέες, προτιμήσεις και γνώσεις που χαρακτηρίζουν την νιοστή επόμενη γενιά από αυτήν του ομιλητή.

Το θήλυ νέας κοπής δεν είναι απαραίτητο βέβαια να έχει και την αντίστοιχη ηλικία. Μπορεί να πρόκειται απλά για πρόδρομο μιας νέας εποχής, όπου τα ήθη θα έχουν προσαρμοστεί στους μέλλοντες χαλεπούς καιρούς με τρόπο πέρα για πέρα ακατανόητο για τον ομιλητή.

Η έκφραση δηλώνει ειρωνεία, ίλιγγο μπρος στο χάσμα των γενεών, περιφρόνηση για τα νέα ήθη, αρτηριοσκληρωτισμό, καθώς και τον γνωστό φθόνο απέναντι στο νεαρό της ηλικίας. Αντίστοιχα μπορεί κανείς να μιλάει για άρρενα νέας κοπής.

Αντιπαράβαλε: λαϊκός

- Τί έγινε ρε Μάκης; Πού χάθηκες τόσο καιρό;
- Άσ' τα ρε Μηνά, μην τα ρωτάς.
- Τί μην τα ρωτάω; Έχω μάθει πως ξημεροβραδιάζεσαι στην ταβέρνα εδώ κι' ένα μήνα. Τί έπαθες; Σ' απολύσανε; Έπαθε τίποτα η μάνα σου; Τί;
- Μ' απαράτησε η θηλυκιά ρε, και μ' έχει πάρ' η κάτω βόλτα.
- Ποια θηλυκιά ρε, η Νόπη;
- Ε ποια άλλη;
- Και γιατί;
- Γιατι δε γούσταρε λέει άλλο τη βαρβατίλα.
- Τι έγινε λέει;...
- Αυτό που σου λέω. Μ' ήθελε πώς με ήθελε να πούμε. Κάθ' εξάμηνο καινούργιο κινητό, καινούργια ρούχα, καινούργια σκατά. Μου την έλεγε που έπαιρνα εφημερίδες και δεν «ενημερωνόμουν απ' το ίντερνετ όπως κάνει όλος ο κόσμος». Μ' έσερνε στα καινούργια αυτά τα χλεχλέδικα νταπαντούπα της παραλίας και μ' έβαζε να πίνω κοκτέλια π' ούτε θυμάμαι πώς τα λένε. Μέχρι και τον Άσσο τον σκέτο μού 'κοψε και μ' έβαλε να πίνω κάτι γερμανικά. Άσε που σνόμπαρε και το μαυράκι από την αρχή. Αυτή βλέπεις γούσταρε κόκες και χαπάκια, κουμπάκια, πώς τα λένε... Αμ στο κρεβάτι, τί να πω; Ντους και πριν και μετά, μην τυχόν και πέσει ιδρώτας στα σεντόνια. Μέχρι που έκανε και το άλλο και δεν άντεξα.
- Τί έκανε;...
- Μού 'ρθε συνάμενη κουνάμενη στα γενέθλιά μου μ' ένα καρτελάκι μπόντιλάιν. «Σού 'κλεισα ραντεβού για την άλλη βδομάδα» μου λέει. «Χρόνια πολλά». «Τί 'ν' αυτό μωρή;» της λέω, «σε πειράζει τώρα κι' ο σκεμπές;» «Όχι» μου λέει, «οι τρίχες. Δεν θέλω να σε κοροϊδεύουν άλλο οι φίλες μου και να σε λένε βερμουδιάρη!»...
- Πό πόο... Ρε Μάκης, δεν είναι αυτές για μας... Αυτές ρε είναι θήλεα νέας κοπής, δεν μπορείς να συνεννοηθείς.

(από xalikoutis, 10/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μουσική που λόγω έντασης ή είδους γίνεται κουραστική για τον ομιλητή.

- Δε λέω, μικρέ μου, καλή και η μέινστριμ, αλλά δώσε και τίποτα σε ντάπα ντούπα... Κάνε μια προσπάθεια...
- [...], δεν είμαι του ντάπα ντούπα, η ποπ ψυχή μου δεν το αντέχει για πολύ...
(από ιστολόγιο)

  1. Τα μάτια μου έτσουζαν, δεν ξεκόλλαγα από την καρέκλα και το κεφάλι μου είχε γίνει καζάνι απο το ντάπα ντούπα - το πρώτο σημάδι ότι μεγαλώνεις, αυτό που στα 20 σου είναι «και γαμώ τα μπιτάκια», κοντά στα 30 σου το λες απλά ντάπα ντούπα. (από ιστολόγιο)

  2. «Τα παιδιά στα πάρτι τι κάνουν; Μόλις τελειώσουν με τα ντάπα ντούπα ρίχνουν κάτι καλαματιανούς και κάτι τσάμικους που γίνεται χαμός» λέει η ερμηνεύτρια αλλά και ερευνήτρια της δημοτικής μας μουσικής. (από συνέντευξη της Δόμνας Σαμίου στο Βήμα)

Δες και τσίγκιρι-τσίγκιρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλείνω μια επιχείρηση, παύω ένα εγχείρημα ή μια λειτουργία, προσωρινά ή μόνιμα.

  1. Κατεβάζει ρολά το πρόγραμμα προαγωγής αυτοβοήθειας του ΑΠΘ (από τη σελίδα Συνασπισμού της Θεσσαλονίκης)

  2. Ρολά κατεβάζει αύριο ο δημόσιος και ιδιωτικός τομέας: Με μαζική συμμετοχή Ομοσπονδιών εργαζομένων από όλο το φάσμα δραστηριοτήτων της παραγωγικής διαδικασίας και των υπηρεσιών, θα πραγματοποιηθούν οι απεργιακές κινητοποιήσεις και συγκεντρώσεις την ερχόμενη Τρίτη σε όλη τη χώρα, στο πλαίσιο της 24ωρης γενικής απεργίας, σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, την οποία έχουν κηρύξει ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ. (από τον διαδικτυακό τύπο)

  3. Μια μικρή βόλτα στην οδός Λεύκωνος στην παλιά Λευκωσία είναι αρκετή για να διαπιστώσει κανείς ότι κατεβάζει σιγά-σιγά τα ρολά, με τα καταστήματα να κλείνουν το ένα μετά το άλλο. Τις περισσότερες μέρες δεν υπάρχουν πελάτες ούτε για δείγμα και να φανταστεί κανείς ότι κάποτε ο κόσμος περίμενε ουρά έξω από τα καταστήματα για να ψωνίσει [...] (από τον διαδικτυακό τύπο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλείνομαι στον εαυτό μου, παύω τη συναναστροφή μου με άλλους.

  1. Με αμείωτο κέφι, η Ζωή και οι συνομήλικοι φίλοι της –με τον μεγαλύτερο να είναι 22– συνεχίζουν να κατεβάζουν την μια μπύρα μετά την άλλη ενώ εγώ κατέβαζα ρολά, εμφανίζοντας τα πρώτα σημάδια κόπωσης από το ταξίδι. (από ιστολόγιο)

  2. — Έχεις άγχος;
    — Στρεσάρομαι πολύ. Η φύση μου είναι πιο κοντά στη νιρβάνα, αλλά η ζωή που ζω, είναι πιο κοντά στη νευρασθένεια. Όταν φτάνω στα όρια κατεβάζω ρολά, αράζω στον καναπέ, ονειρεύομαι και κοιτάω τον ουρανό. (από συνέντευξη της Δήμητρας Παπαδοπούλου στο go natural)

  3. Έχω πει κατά καιρούς πόσο εύκολο μου είναι να βραχυκυκλώνω. Αλήθεια. Να συμβαίνει κάτι στη ζωή μου που να μην μπορώ να διαχειριστώ και να κατεβάζω ρολά. Και να αναρτώ επιγραφή «κλειστόν λόγω μελαγχολίας». (από ιστολόγιο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα αντρικά γεννητικά όργανα.

Μετωνυμία που βασίζεται ξεκάθαρα στην αναπαραγωγική λειτουργία του άντρα και έχει και την ανάλογη σημασιολογική φόρτιση, όπως φαίνεται κι από πιθανές χρήσεις της: «θα σου διαλύσω την οικογένεια», «την οικογένειά σου και τα μάτια σου» και λοιπά.

  1. [...] Νά σου εμφανίζεται ο Μοναχικός Λύκος, της κλείνει το δρόμο και μ' ένα χαμόγελο πλατύ φαρδύ που αφήνει τα χρυσά του δόντια να φεγγοβολούν μες τη νύχτα της λέει: «Δε μου λες αδελφούλα, τι κρατάς μες το καλαθάκι; Κουλουράκια;» «Δουλειά σου Λύκε» είπε η Σκουφίτσα και του 'δωσε μια γερή κλοτσιά στην οικογένεια [...]. (από ιστολόγιο)

  2. Ά ρε Στέφανε, δεν ήταν η μέρα σου. Δυο φορές στα δάχτυλα, μια στο χέρι και μια στην οικογένεια. (από φόρουμ, σχολιασμός για παιχνίδι πέιντμπολ)

Στο 1.25, από την σλανγκενεργή ταινία του Νίκου Περάκη "Η Φούσκα". (από Khan, 17/02/14)

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εγωιστική, ατομιστική ενέργεια, κίνηση που αντιβαίνει στο ομαδικό πνεύμα (κυρίως στα πλαίσια αθλοπαιδιάς).

Για αυτόν που κάνει ατομιστίες —όχι απαραίτητα σε αθλητικά συμφραζόμενα— βλέπε παρτάκιας και κροκόδειλος.

Μάλλον παιδικός σχηματισμός, κατ' εξαίρεση αντί του ατομισμός, από το ατομιστής.

  1. Καλά είναι τα βιντεάκια αλλά αν δεν δεις αγώνες ολόκληρους δεν πρόκειται να βγάλεις μια ολοκληρωμένη άποψη για έναν παίκτη. Δες π.χ. τον Ροναλντίνιο, αν δεις βιντεάκια θα πεις αυτός είναι ο καλύτερος παίκτης του κόσμου, γιατί δεν βλέπεις στα βίντεο τις ατομιστίες που κάνει [...]. (από φόρουμ)

  2. [...] Εμένα μου αρέσει η άμυνα περισσότερο από την επίθεση γιατί στην επίθεση οι συμπαίκτες μου παίρνουν πολλά σουτ και κάνουν «ατομιστίες», ξέρετε της ηλικίας πράγματα (κρατάνε πολύ την μπάλα, κάνουν τα πάντα μόνοι τους κτλ). (από φόρουμ)

  3. Ήμαρτον πια με αυτόν τον Πεν! [...] Δεν αντέχω πια να βλέπω τους υπόλοιπους παίχτες να κάνουν κινήσεις, τους ψηλούς να περιμένουν τροφοδότηση και ο Πεν να κάνει συνέχεια ατομιστίες. (από φόρουμ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακολουθία χαρακτήρων που χρησιμοποιείται στον γραπτό (διαδικτυακό) λόγο για να δηλώνει συγκεκριμένο συναίσθημα.

Συνώνυμα: γελαστούλης, εμότικον, σμάιλι

  1. Πώς να βάλετε «φατσούλες» στο τσατ [...] Δοκιμάστε να πληκτρολογήσετε τα παρακάτω!
    <3, :(|), \m/, :-o, :D, :(, x-(, B-), :'(, =D, ;), :-|, =), :-D, ;^), ;-), :-), :-/, :P (από το διαδίκτυο)

  2. - Χαρούμενες φατσούλες: :>, :)
    - Λυπημένες φατσούλες: :-/, :|
    - Έξυπνες φατσούλες: :P, ):-), O:), 8--), ;-}, ;-), ;)

(από το διαδίκτυο)

Φατσούλες βέρσους πυρηνικά (απ\' το μπλόγκ «The Very Closed Circle»). (από vikar, 28/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τεχνική εντοπισμού ψαριών στο υποβρύχιο ψάρεμα.

Το ψαχτήρι ως τεχνική αποτελεί συνήθως την απαρχή των τεχνικών στο υποβρύχιο ψάρεμα. Ένα μεγάλο μέρος τον υποβρύχιων κυνηγών γνωρίζει τα μυστικά του περισσότερο από κάθε άλλη τεχνική και το χρησιμοποιεί κατά κόρον. Καθώς τα ψάρια με το πέρασμα του χρόνου κοντά στην ακτογραμμή γίνονται όλο και πιο δύσκολα στην ανεύρεση τους, το έντονο ψαχτήρι μερικές φορές γίνεται ο μόνος αποδοτικός τρόπος. (από το διαδίκτυο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η (ηλεκτρονική) μηχανή αναζήτησης.

  1. Πρώην υπάλληλοι του Google (θα εξελιχτεί σε επιδημία η φυγή τους) έστησαν μια μηχανή που δουλεύει καλύτερα από το Google! Η απόδειξη ήρθε αμέσως, παρά τα αρχικά τεχνικά προβλήματα, με ένα πολύ βασικό δείκτη: τον χρόνο που μένει κάποιος στη σελίδα που του βρήκε το ψαχτήρι [...] (από ιστολόγιο)

  2. Για search στο δίσκο όμως τα πράγματα είναι πολύ πιο απλά, αν και νομίζω οτι μπορείς να το κάνεις με πολλά ψαχτήρια ακόμα και με το χαζό search των ΧΡ. (από φόρουμ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υβριστική έκφραση προς άτομο που θεωρείς εγκληματικά άσχημο.

- Τί κοιτά ρε μάπα;!... Τη γκόμενά μου ρε χαλβαδιάζεις;
- Ό'ι ρε φιλαράκ', 'ντάξ' να 'ούμε, δέν... άραξε....
- Τί άραξε ρε φρίκουλο, ζώον, άντε κοιτάξου στον καθρέφτη να πούμε, που 'σαι σα μουνί κλαμένο και μου θες και καμάκια, γελοίε... Που αν είχα τη φάτσα σου για κώλο μου θα ντρεπόμουν να χέσω ρε!... Κουασιμόδε!... Άιντε πίσω στο τσίρκο σου, ουστ!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified