Τον πούλο (όπως θα λεγόταν στα ισπανικά αν υπήρχε ανάλογη λέξη).

- Πω πω, ρε συ μόλις πληροφορήθηκα ότι χάνουμε 2-0!
- Los poulos...

La paparrucha, la paparrucha, la la la la la la la   (από Vrastaman, 13/12/08)

Βλ. και σχετικά λήμματα: παίρνω τον πούλο, τον πούλο αρμ, τον πούλο τον τρεχάτο και τον πούλοβιτς

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκοθού, που ντύνεται όλο στα μαύρα, βάφει τα μαλλιά της μαύρα, και το πρόσωπό της είναι πολύ άσπρο, θυμίζοντας ζόμπι. Μπορούμε να το πούμε και για άνδρα γκοθά, όμως σπανιότερα.

- Τι γνώμη έχεις για την νέα κοπέλα του Νίκου;
- Εντάξει, τη συμπάθησα μπορώ να πω, αλλά εμφανισιακά είναι πολύ ζόμπι! Το έχει παραχέσει με αυτή την gothic κουλτούρα!

μερικοί το προτιμουν κρυο (από Vrastaman, 13/12/08)Τα ζόμπι σε μια πιο σιξτιζ κατάσταση. (από Jonas, 27/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός από τo χαρακτηρισμό των γυναικείων βυζιών, το λέμε για έναν άνδρα όταν το στήθος του μεγαλώνει, συνήθως λόγω πάχους ή αγυμνασιάς, ή όταν σταματήσει τη γυμναστική μετά από μακροχρόνια λήψη κρεατίνης, αναβολικών κλπ και «κρεμάσει» στο στήθος.

- Ρε συ ο Νάσος μας το 'παιζε τρανός μποντιμπιλντεράς, αλλά τώρα που σταμάτησε τη γυμναστική έβγαλε βυζάκια! Προφανώς έπαιρνε αναβολικά.

(από Vrastaman, 06/12/08)Πας μια βόλτα κι από τα Βυζάκια, να πιεις έναν καφέ βρε αδερφέ... (από Galadriel, 23/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η θεογκόμενα, η πολύ ελκυστική γυναίκα (αντί για το χαρακτηρισμό «μουνί»).

- Πω πω τι μούνος είναι αυτός απέναντι! Και τι δεν θα έδινα για να την ρίξω στο κρεβάτι.

Βλ. και σχετικό λήμμα θεόμουνο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνδυασμός των λέξεων «μαλακία» και «βλακεία». Δεν σημαίνει τίποτα ξεχωριστό, απλώς χρησιμοποιείται χιουμοριστικά στη θέση κάποιας από τις δύο λέξεις.

- Γιώργο έχεις όρεξη να πάμε έξω για τζόγκινγκ;
- Τι μαβλακείες λες μωρέ, αφού ρίχνει μπόρα!

Βλ. και σχετικό λήμμα βλακαμάς

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λεφτά που βγάζει κάποιος ανεπίσημα ή παράνομα, που δεν φαίνονται.

- Τελικά βρήκες καμμιά δουλειά;
- Ε όχι τίποτα φοβερό, βοηθάω ένα γνωστό μου στη δουλειά του και παίρνω κάτι μαύρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η βρώμα από την (συνήθως αθόρυβη) κλανιά κάποιου.

- Ρε μαλάκες ποιος έκλασε; Μου μυρίζει κλανίλα!

Βλ. και σχετικό λήμμα κωλίλα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το Ευρώ, χιουμοριστικά.

- Ρε Μήτσο, δώσε κανα εβραίο αν μπορείς, έχω μείνει αδέκαρος και θέλω να πάρω τίποτα να φάω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο συνδυασμός ζαριών άσσου και δύο στο τάβλι. Σε γενικές γραμμές θεωρείται η χειρότερη ζαριά.

Υπάρχει και το παιχνίδι ασσόδυο, είδος ταβλιού, το οποίο πήρε το όνομά του από τη ζαριά, γιατί εκεί έχει τη μεγαλύτερη αξία (για περισσότερα ανατρέξτε στους κανόνες του παιχνιδιού).

  1. - Πω ρε φίλε, πάλι ασσόδυο έφερα! Φαίνεται δε με θέλει το ζάρι σήμερα.

  2. - Σταύρο, παίζουμε κανα ασσόδυο για αλλαγή; Όλο πόρτες παίζουμε τελευταία.
    - Μπα, δεν το συμπαθώ το συγκεκριμένο παιχνίδι... θα προτιμούσα ένα πλακωτό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα ακαταλαβίστικα, τα «κινέζικα». Μπορεί να χρησιμoποιηθεί είτε για προφορικό είτε για γραπτό λόγο. Επίσης το λέμε όταν δεν εμφανίζονται σωστά τα ελληνικά σε κάποιο κείμενο στον υπολογιστή.

  1. - Ρε Βασίλη έβλεπες τη νύχτα κανένα όνειρο; Θυμάμαι σε μια φάση που σηκώθηκες από το κρεβάτι και έλεγες κάτι αλαμπουρνέζικα.

  2. - Μπήκες στο site που σου έδωσα χθες;
    - Ναι, αλλά δεν μπόρεσα να διαβάσω τι έλεγε η σελίδα. Αντί για ελληνικά, μου έβγαζε αλαμπουρνέζικα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified