Παραδοσιακός όρος του Εκκλησιαστικού Κανονικού Δικαίου. Συνήθως λέγεται «αντικανονική εισπήδησις». Σημαίνει αντικανονική διεκδίκηση εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας, λ.χ. μνημόνευση ή διοικητική παρέμβαση, σε επαρχία άλλου επισκόπου, συνήθως από Πατριάρχη ή Αρχιεπίσκοπο σε επίσκοπο μικρότερης επαρχίας.

Τον όρο επανέφερε στην δημοσιότητα ο Μητροπολίτης Ζακύνθου στον αγώνα του εναντίον του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου. Και χρησιμοποιήθηκε πολύ στην διαμάχη μεταξύ της Εκκλησίας της Ελλάδος και του Οικουμενικού Πατριαρχείου για το αν η πρώτη δικαιούται να διεκδικήσει την δικαιοδοσία στις «Νέες Χώρες» (Μακεδονία, Θράκη, ανατολικό Αιγαίο, Ήπειρος), ή αν πρόκειται για «αντικανονικήν εισπήδησιν». Χάι-λάιτ της χρήσης του όρου από εκκλησιαστικούς άνδρες, ήταν η χρήση του από τον Οικουμενικό Πατριάρχη σε άπταιστη καθαρεύουσα και με επιτηδευμένη μακρόσυρτη φαναριώτικη εκφορά - απειλή: «Δεν θα ηθέλαμεν να υπενθυμίσωμεν τι έπαθεν ο τελευταίος που επεχείρησεν αντικανονικήν εισπήδησιν καθ' ημών....». Με πολλά αποσιωπητικά...

Γενικά, η «αντικανονική εισπήδησις» είναι η αγαπημένη συνήθεια πολλών μητροπολιτών και επισκόπων και αυτό που προσπαθεί να κάνει ο ένας στον άλλο. Ο όρος μπορεί να χρησιμοποιηθεί ευρύτερα και για: α) Υπονοούμενα που αιωρούνται απειλητικώς.
β) Ως λόγιο ισοδύναμο του χυδαιότερου «Τό 'χεις πηδήξει το θέμα!», ειδικά για άτομα που εισπηδούν απρόσκλητα (σ)την συζήτηση. γ) Για παραβιάσεις του εθιμικού δικαίου μέσα σε μια παρέα, λ.χ. αντικανονική διεκδίκηση κεράσματος σε εστιατόριο-μπαρ, πέσιμο σε λάθος γκόμενα, αντικανονική προσφορά προστασίας-βοήθειας σε γκόμενα, όταν δεν είσαι ο φυσικός βοηθός-προστάτης της κ.ο.κ.

- Άκουσες, Μήτσο μου, τι λένε, ότι θα γίνει αντικανονική εισπήδησις; - Δεν ξέρω τι λένε, Κούλα μου, αλλά καλού κακού κάνε κανά μπιντέ.

- Καλά στην Δεβόρα βρήκες να την πέσεις; Αυτή είναι η γκόμενα του Βάγγελα! Κοίτα μην κάνεις καμιά αντικανονική εισπήδησιν! Θα σε τουλουμιάσει!

- Όχι, ρε φίλε, δεν μπορείς να κεράσεις εσύ το ποτό της Μαριλούς, όσο είμαι εγώ στο τραπέζι. Είναι αντικανονική εισπήδησις.
- Εντάξει, πάω πάσο...

(από Khan, 18/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός από το σάντουιτς των ΜακΝτόναλντ, δηλώνει και τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών. Αποτελεί ταυτοχρόνως μεγεθυντικό, αλλά και σύντμηση του «Μακαριώτατος», που είναι ο ειδικός θεσμικός τρόπος απεύθυνσης στον Αρχιεπίσκοπο.

Χρησιμοποιήθηκε κυρίως ως περιπαικτικός όρος για να δηλώσει τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο (Θεός σχωρέστον!) από αντι-χριστοδουλική μερίδα του Τύπου (λ.χ. «Ελευθεροτυπία») και κυρίως να περιγράψει τον πληθωρικό χαρακτήρα του.

Τώρα που ο νέος Αρχιεπίσκοπος έχει κάπως ισορροπήσει τις συμπάθειες, μένει στους λεξικογράφους να διαπιστώσουν αν το «Μπιγκ Μακ» ήταν τελικά χαρακτηρισμός θεσμού, όπως ας πούμε το «φαραώ», ή το «Μίνωας», ή χαρακτηρισμός προσώπου, όπως λ.χ. το «Φύρερ» (τυχαία τα παραδείγματα).

Αντώνυμο: Και πάσης Ελλάδος (χρησιμοποιείται από τους φίλα προσκείμενους)

- Τα 'μαθες; Πάλι σήκωσε τα λάβαρα της επανάστασης ο Μπιγκ Μακ!
- Έλα ρε, γουστάρω! Λοιπόν, πολύ τον πάω τον Μπιγκ Μακ!
- Εγώ πάλι, προτιμώ το ΜακΜπέικον...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βιαστής. Προέκυψε από ανέκδοτο ξένων γλωσσών- «πώς λένε τον Ιάπωνα βιαστή» (βλ. και λήμμα ό,τι κάτσει), κι από κει πέρασε στην σλανγκ.

Δέβωρα: Του είπα του Βάγγελα ότι δεν ενδιαφέρομαι, αλλά αυτός επιμένει, σώνει και καλά να γίνει φάση... Με το στανιό! Ώρες ώρες γίνεται πολύ φορτικός!
Μαριλού: Να τον προσέχεις! Τον κόβω για κάτσει-δε-κάτσει τύπο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν ξέρω αν συμφωνείτε, αλλά υπάρχουν πραγματικά περιπτώσεις που προκύπτει στα σλανγκικώς λεγόμενά σου ένα λογοπαίγνιο, που δεν είναι σαφές αν είχες την πρόθεση να το κάνεις, ή αν ήταν μια παρενέργεια, μια παράπλευρη απώλεια του λόγου σου. Το γεγονός αυτό μπορεί να οδηγήσει σε παρεξηγήσεις και αμήχανες καταστάσεις. Οι Αγγλοσάξονες που είναι αρκετά straightforward guys εφηύραν γι' αυτό τις εκφράσεις pun intended (πρόθεση για λογοπαίγνιο) και pun unintended (μη πρόθεση για λογοπαίγνιο), που τις τοποθετούν εντός παρένθεσης μετά το πέρας της ασάφειας.

Αυτή η συνήθεια έχει θεωρηθεί από πολλούς ως ακραίο ψώνισμα. Σαν, ας πούμε, την συμπεριφορά κάποιου που λέει ένα κρύο ανέκδοτο κι όταν βλέπει ότι κανείς δεν γελά, μετά λέει «τέλειωσε» κι εννοεί «γελάστε ρε μαλάκες, μην με προσβάλλετε!». Ή σαν το ναρκισσισμό κάποιου που εννοεί: «Μαλάκα! Έκανα λογοπαίγνιο! Γελάστε, είμαι και πολύ κουλ!». Με λίγα λόγια θεωρείται ότι αυτοί που τις χρησιμοποιούν έχουν ψυχολογία τρέντουλου ή μπλόγκερ. Ή, τέλος, σαν να υποτιμούν τη νοημοσύνη των ακροατών / αναγνωστών τους και να εννοούν: «Το ξέρω ότι είστε υπερβολικά ζώα για να πιάσετε το λογοπαίγνιό μου, γι' αυτό σας βάζω την ένδειξη μήπως και το καταλάβετε εκ των υστέρων». Αναλόγως προς τα τεχνητά γέλια / χειροκροτήματα σε χολυγουντιάνικες κωμικές σειρές των '80ς.

Ωστόσο, πιστεύω ότι όντως υπάρχουν στιγμές, που μπορεί να προκύψει ένα λογοπαίγνιο από το οποίο κάποιος, ας πούμε, να προσβάλλεται. Ή που να μην ήταν στις συνειδητές προθέσεις σου, (παρά μόνο σε κάποιες ασυνείδητες). Οπότε το pun unintended έχει σίγουρα λόγο ύπαρξης. Αλλά πιστεύω ότι και το pun intended είναι σημαντικό, γιατί μπορεί μια ειρωνεία να είναι τόσο λεπτή ή αμφίσημη / πολύσημη / διφορούμενη που ο αποδέκτης να αμφιβάλλει, μήπως και σου ξέφυγε. Οπότε του δείχνεις ότι το ήθελες και του κλείνεις το μάτι. Σε κάθε περίπτωση οι δυο εκφράσεις πρέπει να χρησιμοποιούνται με πολλή φειδώ και να μην γίνεται κατάχρηση, γιατί ένας γελοίος ναρκισσισμός ελλοχεύει! Αλλά οι εκφράσεις αυτές είναι αναντικατάστατες και το γεγονός ότι δεν έχουν μεταφραστεί σε μια καθαυτό ελληνική σλανγκ, παρά μόνο χρησιμοποιούνται από Έλληνες στα αγγλικά, θεωρώ ότι είναι πρόβλημα!

O Jake Gyllenhaal ανδρώθηκε ως ηθοποιός με τον ρόλο του γκέι στο Brokeback Mountain (pun unintended).

Με τον πυροβολισμό του δεκαπεντάχρονου, εξοστρακίστηκε απ' την κοινωνία μας η ανθρωπιά, η αξιοπρέπεια (pun intended).

(από patsis, 14/04/09)(από patsis, 10/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι περιοχές παραπλεύρως της πλατείας Ομονοίας, που τείνουν να εξελιχθούν σε γκέτο. Σχηματισμός κατά τα Ελλαδιστάν και «Γιουνανιστάν».

- Ο Υπουργός Εξωτερικών θα κάνει περιοδεία στο Πακιστάν, το Αφγανιστάν, το Τατζικιστάν, το Τουρκμενιστάν, το Καζακστάν και το Τατζικιστάν.
- Στο Ομονοιστάν πότε θα έρθει;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καψουρεμένος έρωτας πελάτη για πουτάνα. Καλύπτει βέβαια όλο το φάσμα των πληρωμένων σεξουαλικών δραστηριοτήτων, από μπορντέλο μέχρι στριπτητζάδικο, περνώντας από βιζιτούδες, κωλ-γκερλ, «τουρίστριες» κ.ο.κ.). Ο πουτανοκαψούρης εμφανίζει αποκλίνουσα συμπεριφορά σε σχέση με τους υπόλοιπους μπουρδελιάρηδες, καθώς εστιάζει σε μια πουτάνα, θεωρεί ότι έχει κάτι ιδιαίτερο μαζί της, ότι τα αισθήματα είναι αμοιβαία, κι ότι κι αυτή αισθάνεται κάτι γι' αυτόν, αλλά δεν το δείχνει περισσότερο επειδή δεν μπορεί να διαφέρει απ' τις άλλες κορασίδες.

Για τις ίδιες τις εργάτριες του σεξ ο πουτανοκαψούρης ενίοτε είναι θελκτικός, γιατί αποτελεί εύκολο χρήμα. Ή και γιατί όντως είναι ευχάριστη η συντροφιά του ή τις κάνει να αισθάνονται λιγότερο απάνθρωπα. Ενίοτε είναι ενοχλητικός και φορτικός για την επιμονή του και τις «αντιεπαγγελματικές» καταστάσεις που προκαλεί. Για τους λοιπούς μπουρδελιάρηδες, ο πουτανοκαψούρης αποτελεί persona non grata, γιατί καλομαθαίνει τις πουτάνες και χαλάει την πιάτσα. Τον αποκαλούνε σκωπτικώς και «αγαπούλη».

Ο όρος μπορεί να χρησιμοποιηθεί ευρύτερα για άνδρα που αναπτύσσει σύμπλεγμα «Πυγμαλίωνα» (βλ. θεατρικό του G.B. Shaw) και θέλει να μορφώσει / διαπλάσει πνευματικά γυναίκα λαϊκής καταγωγής. Με ακόμη πιο ευρεία έννοια, ο όρος μπορεί να χρησιμοποιηθεί για οποιονδήποτε ρομαντικό επιμένει δονκιχωτικά να αποδίδει αξία σε καταστάσεις / θεσμούς/ ιδεολογίες, που δεν την έχουν αφ' εαυτών.

Οι πουτανοκαψούρηδες αποτελούν ένα ελάχιστο δείγμα του συνολικού μπουρδελιάρικου πληρώματος. Και εστιάζονται κυρίως σε πολύ νεαρές ηλικίες, λ.χ. εφήβους που έχουν χάσει μόλις την παρθενιά τους από πουτάνα, ή σε γέροντες, λ.χ. πορνόγερους που μια συγκεκριμένη επαγγελματίας είχε γι' αυτούς πιο ευεργετικά αποτελέσματα κι από το βιάγκρα. Οπότε μιλάμε για συνδυασμό πουτανοκαψούρας και γεροντοκαψούρας. Παραδόξως, ενώ οι πουτανοκαψούρηδες αποτελούν μια ισχνή μειοψηφία μεταξύ των μπουρδελιάρηδων, αποτελούν την πλειοψηφία στην λογοτεχνία, σινεμά και άλλες τέχνες. Πρβλ. Pretty Woman. Υπάρχει το στερεότυπο του γέρου πουτανοκαψούρη που πληρώνει μια όμορφη νέα μόνο για να κάθεται / ξαπλώνει δίπλα της χωρίς σεξ, βλ. λ.χ. το Οι Θλιμμένες Πουτάνες της Ζωής μου του Gabriel Garcia Marquez. Συναφές στερεότυπο είναι ο συγγραφέας που πληρώνει την πουτάνα όχι για σεξ, αλλά για να του διηγηθεί την ιστορία της ζωής της, από τη οποία μετά εμπνέεται για βιβλίο (μεταξύ μας, μελό).

  1. Την έχει περικυκλώσει την Τζέσικα και δεν την αφήνει σε χλωρό κλαρί. Μεγάλος πουτανοκαψούρης! Την έχει δει Ρίτσαρντ Γκηρ και νομίζει πως η Τζέσικα είναι η Τζούλια Ρόμπερτς!

  2. «Όσο για τους αγαπούληδες, τους αξίζει δημόσια διαπόμπευση. Και μετά να τους κρεμάσουμε στην Πλατεία Συντάγματος! Αυτοί μας τις χαλάνε!». (Αγανακτισμένος μπουρδελιάρης σε φόρουμ σχετικό με πληρωμένο έρωτα).

  3. Πουτανοκαψούρης ο Επαμεινώνδας. Πάει κάθε βράδυ το Φροσάκι στο Μέγαρο και μετά για σούσι στο Κολωνάκι. Ξέρεις την Φρόσω την μπουζουκομούνα! Το καημένο το κορίτσι έχει να δει μπουζούκια απ' του Αγίου Πούτσου.

  4. Είναι αθεράπευτος πουτανοκαψούρης! Ξέρεις, ο τύπος που πιστεύει στην δημόσια και δωρεάν εκπαίδευση, ότι μπορεί να πετύχει τα πάντα με το σπαθί του. Όποτε δεν του αρέσει κάτι συμπληρώνει παράπονο και το ταχυδρομεί. Και νομίζει ότι έτσι θα αλλάξει η υπηρεσία. Πιστεύει και στην Αστυνομία, στις ένοπλες δυνάμεις. Το καημένο το παιδί του! Δεν ήθελε ο πατέρας του να βάλει μέσο κι έτσι υπηρέτησε ανοικτά της Ιφκίνθου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πούστης με τάσεις σαδισμού.

Είναι πούστης, και τι πούστης, μάλιστα! Κακός πούστης!

Got a better definition? Add it!

Published

Ο κακός πούστης, ο πούστης με τάσεις σαδισμού.

Η στρίγκλα που έγινε αρνάκι: ο πούστης που εναλλάσσει σαδισμό με μαζοχισμό.

Οπωσδήποτε, για να καθιερωθεί ο όρος ως χαρακτηρίζων ομοφυλόφιλους, έπαιξε ρόλο και η παρετυμολογία απ' το στρινγκ.

- Τι κάνει ο Μαρίνος; Εξακολουθεί να σε ταλαιπωρεί; - Μπα, τώρα έχει ησυχάσει. Άμα δεν τον αρχίσω εγώ στα μπινελίκια δεν στανιάρει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαλάκα!, σε κλητική πτώση με θαυμαστικό, και μάλιστα με αργόσυρτη προφορά των «α», ήτοι:
Μαλααάκαααα!... (Επιτέλους το πέτυχα! Είναι ακριβώς, όπως δίπλα).
Είναι επιτατικό επιφώνημα θαυμασμού. Χωρίς καμία χροιά υποτίμησης ή επιτίμησης του άλλου, παρά μόνο υπαινιγμού ότι έχουμε πρώτα εμείς οι ίδιοι μείνει μαλάκες με ένα γεγονός ολότελα αξιοθαύμαστο κι εκπληκτικό, κι έπειτα φανταζόμαστε ότι το ίδιο ισχύει και για τον συνομιλητή μας.

Συνώνυμα: (αλλά με λιγότερη έμφαση θαυμασμού) Α στο διάλο! (το «διάλο» χωρίς «ο» στη μέση).
Έλα ρε μαλάκα! Όχι ρε μαλάκα! Δε γίνονται αυτά ρε μαλάκα!

  1. - Πιάσε ρε μαλάκα αυτό το θεόμουνο εκεί κάτω!
    - Μαλααάκαααα!!!
    - Έμεινες μαλάκας, ε;
    - Φτυστή η Σκλεναρίκοβα είναι ρε μαλάκα!..
    - Εμένα πάλι μου θυμίζει το Λίλιαν...

  2. - Ρε μαλάκα, στο slang.gr έχουν 568 διαφορετικούς ορισμούς της λέξης «μαλάκας»!
    - Μαλααάκαααα!!!
    - Κάνουν δουλειά οι άνθρωποι, δεν είναι μαλάκες!

Απαράδεκτοι, Ο ψυχίατρος (από patsis, 26/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Την ψωνίζω» σημαίνει επίσης γίνομαι ψώνιο, φέρομαι υπεροπτικά, αλαζονικά, έχω μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου, είμαι νάρκισσος. Εξ ου και το «ψωνισμένος» . Λέμε επίσης «είμαι ψωνισμένος με κάτι», δηλαδή μου αρέσει υπερβολικά, αλλά και «ψωνίζομαι» μαζί του. Λ.χ. «είμαι ψωνισμένος με τα αρχαία», σημαίνει «είμαι αρχαιόκαυλος».

Απ' όταν γράφτηκε στο slang.gr έχει ψωνιστεί ότι μιλάει καλά την ελληνική σλανγκ. Κυκλοφορεί συνέχεια λέγοντας ατάκες που τις καταλαβαίνει μόνο ο ίδιος κι οι σλανγκιστές, κι άμα τολμήσεις να του πεις και τίποτα, σου κάνει παρατήρηση ότι δεν χειρίζεσαι καλά την σλανγκικήν, και σε στέλνει αδιάβαστο! Άλλος Μπαμπινιώτης μας προέκυψε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified