Η έκφραση ροζιασμένα χέρια είναι μαστ σε νεοελληνικά μυθιστορήματα παλαιάς κοπής, λ.χ. Βενέζη και ξέρω 'γω, για να περιγράψει τον κάματο του χειρώνακτα, του αγρότη κ.τ.λ.

Σλανγκίζεται για να περιγράψει αυτόν που έχει βγάλει ρόζους στα χέρια απ' την πολλή μαλακία. Δηλαδή τον χειρώνακτα που με τον ιδρώτα των χεριών του, πίνει το φραπέ του.

Λέγεται και στο δεύτερο πρόσωπο, έχεις βγάλει ρόζους στα χέρια, μαλάκα! ως βρισιά. Προσδιορίζεται στα χέρια, για να μην συγχέεται με το από την πολλή δουλειά, ο κώλος σου έχει βγάλει ρόζους, ο ρόζος κ.τ.ό.

Α πάαινε ρε μαλάκα, έχεις βγάλει ρόζους στα χέρια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φραπομούνα, η νέα -μούνα, που, αν δεν την είχε ανακαλύψει ο Vrastaman, θα έπρεπε να την εφεύρουμε, συνδυάζει δύο από τις μεγαλύτερες εποποιίες του σάιτ μας: Την saga του φραπέ και την saga της -μούνας. Πρόκειται για μια ιδεώδη σλανγκική σύνθεση, μια σλανγκική Dream Team, που θα μπορούσε να συγκριθεί μόνο με μια *λολομούνα, ένα *λολοφραπέ, ή ένα frappé dentatum, τα οποία δεν μπορούν να υπάρξουν, οπότε την καθιστούν μοναδική.

Νιώθω μικρός για να περιγράψω τοιαύτη σλανγκική οντότητα. Οπότε περιμένοντας να συμπληρωθώ ή και να διαψευστώ από έτερο Σλάνγκο επιθυμώ ως νύξη μονάχα να εισαγάγω μια ρεβιζιονιστική υπόθεση εργασίας.

Αν ως φραπεδιάρα εννοούμε την επαγγελματία του φραπέ και φραπαιδοιάρα (κατά Γκατσάνδρα) την μουνάρα τοιαύτη, τότε η φραπομούνα είναι ο generic term, που περιλαμβάνει και τις ερασιτέχνιδες και ίσως κυρίως αυτές.

Κι έρχομαι στον ρεβιζιονισμό: Μια περίπτωση φραπομούνας παρουσιάζει ο Luis Bunuel (Ισπανός, άρα μεσογειακή διαστροφή) στην ταινία του «το Ημερολόγιο μιας Καμαριέρας» (Le Journal d' une Femme de Chambre) με Μισέλ Πικολί και Ζαν Μορώ (ή Μωρό;). Εκεί η φραπομούνα είναι μια θεούσα, που δεν θέλει να κάνει σεξ με τον άντρα της σε περίοδο νηστείας, και ο εξομολόγος της την συμβουλεύει να κάνει φραπέ για το καλό και των δύο. Καθότι το φραπέ (εφόσον γίνεται αλτρουιστικά) σε αντίθεση με το γαμήσι δεν είναι θανάσιμο αμάρτημα. Φραπεδιασθείς ήταν ο Μισέλ Πικολί, αναπληρωματική φραπεδιάρα το Ζαν Μωρό, κύρια φραπομούνα η Françoise Lugagne.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι γενικά εφόσον το φραπέ: α) Αφενός είναι κάτι εξαιρετικά αλτρουιστικό που δεν προσπορίζει ηδονή στην γυναίκα. β) Αφεδύο, είναι κάτι που δεν χαρακτηρίζει μια πιο τελειωμένη κοπέλα (με την καλή έννοια), όπως το στοματικό και το πρωκτικό.

Τελικά, το φραπέ χαρακτηρίζει μια κατά βάση συντηρητική γυναίκα, η οποία είναι ενσωματωμένη σε πατριαρχικές δομές, αλλά χωρίς να γίνεται σκλάβα του σεξ. Θέλει να παρέχει ηδονή στον κύρη του σπιτιού και να τον οδηγήσει στην ολοκλήρωση. Αυτό φαίνεται και σε περιπτώσεις, όπου λόγω περιόδου, προχωρημένης εγκυμοσύνης, ίσως πένθους, ή κάποιου ψυχολογικού λόγου, ή λόγου υγείας, η φραπομούνα δεν μπορεί να κάνει κολπικό σεξ, αλλά δεν είναι και έτοιμη να πει στον παρτενέρ της μεγαλόψυχα κι αν έχω και περίοδο, έχω και άλλη δίοδο ή να γίνει τίγραινα για χάρη του έρωτά τους. Είναι όμως πρόθυμη να παράσχει απλόχερα το καφέ της Χαράς.

Οπότε την φραπομούνα την αντιλαμβάνομαι βασικά ως μια παραδοσιακή μορφή της καλής νοικοκυράς, που είναι δούλα και κυρά, μιας ευμενούς δέσποινας που ξέρει να τηρεί τις ισορροπίες για να στηρίξει το σπιτικό της.

Βεβαίως, ίσως αδικώ το φραπέ παρουσιάζοντας το ως γινόμενο μόνο εξ ανάγκης (περίοδος, εγκυμοσύνη, λόγοι υγείας). Μπορεί να γίνεται και στα πλαίσια μερακιών στα προκαταρκτικά ή και στα άφτερ, ή από τον πρώτο γύρο στον δεύτερο και το νιοστό στα πλαίσια ορθοπεϊκής ασκήσεως. Ή όταν οι παρτενέρ ροντάρουν κι είναι σαν δυο παιδιά που ανακαλύπτουν τον κόσμο. Σε κάθε περίπτωση πάντως η φραπομούνα μου κάνει για χειρώναξ και μου θυμίζει αυτές τις δυνατές Ελληνίδες της παράδοσής μας, που ήξεραν να στηρίξουν το σπίτι τους, το νοικοκυριό, τον Ελληνισμό. (Άλλωστε, όταν οι άλλοι δεν είχαν ακόμη ανακαλύψει τον καφέ, εμείς είχαμε αναγάγει σε τέχνη το ανασεισιφαλλίζειν).

Τα πράγματα αλλάζουν με τις επαγγελματίες φραπομούνες. Αφενός είναι οι φραπεδιάρες των ευαγών ιδρυμάτων. Που κι αυτές στο κάτω κάτω είναι συγκριτικά αξιοπρεπείς παρουσίες. Όπως και οι φραπομούνες διαφόρων στυλ peep show (όχι απαραίτητα πιπ σόου), ιδίως στο εξωτερικό, που κι αυτές μπορεί να είναι πτωχές πλην τίμιες βιοπαλαίστριες, όπως έδειξε πρόσφατη αγγλική ταινία. Αφεδύο, πρωταγωνίστριες τσόντας που ρίχνουν τον φραπέ είτε για λόγους ορθοπεϊκής, είτε στην τελική διασπερμάτευση, κατά το διαφημιστικό σλόγκαν μην τα πιείτε, λουστείτε.

Ενδιάμεση κατηγορία μπορεί να αποτελέσουν οι παιγνιώδεις φραπομούνες, που το εξασκούν σε λάθος ώρες, λ.χ. κατά την οδήγηση, αντί ξυπνητηριού, για να σου αποσπάσουν την προσοχή από την δουλειά ή από την λημματογράφηση στο slang.gr κ.τ.λ. Σε φραπομούνες αποδίδονται πολλά από τα αυτοκινητιστικά ατυχήματα εν Ελλάδι.

Συνώνυμο: αυνανισμός à deux (κατά το ναρκισσισμός à deux).
Υπερθετικό: φραπομούνα με ρόζους.
Αντίστοιχο του vagina dentata: φραπομούνα με νύχια, vagina unguita.

- Τά 'μαθες; Θα κυκλοφορήσει το σίκουελ του Teeth! Λέγεται Nails κι έχει πρωταγωνίστρια μια φραπομούνα που ευνουχίζει τους εραστές της με τα νύχια της!
- Ετς! Γουστάρω! Θα φχαρστθούμε ταινία τρόμου! Μόνο μπλακ δικέ μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανθεί η σλανγκ γύρω από τα εξανθήματα! (pun intended ο πούστης!).

Όπως κατεδείχθη πρόσφατα, υπάρχει η έκφραση βγάζω σπιθουράκια με, που μπορεί να ειπωθεί και ως: βγάζω μπιμπίκια, βγάζω σπυριά, βγάζω σπυράκια, βγάζω φλύκταινες, παθαίνω αναφυλαξία. Έχουν ενδιαφέρον οι ετυμολογίες όλων αυτών των σιχαμερώνε πραγμάτωνε. Ετυμολογίες:

σπυράκι < σπυρί < σπυρίον, υποκοριστικό του αρχαίου < σπυρός, με ανάπτυξη προθεματικού σίγμα (όπως σβώλος- βώλος) από < πυρός = κόκκος σιταριού.

φλύκταινα < φλύω = είμαι χυμώδης, ανθηρός/ βράζω, κοχλάζω/ κάνω εμετό/ φλυαρώ. Ομόρριζα τα φλοίσβος, φλοιός, φλούδι, λατινικό fluere αγγλικό fluently κ.ά.

αναφυλαξία, αντιδάνειο από το αγγλικό < anaphylaxis < αρχαίο ελληνικό φύλαξις.

σπιθουράκι < σπιθούρι < σπίθα + ούρι (πρβλ μνήμα- μνημούρι).

μπιμπίκι, υποκοριστικό του < μπίμπικας < αρχαίο ελληνικό βέμβιξ = σβούρα, ρόμβος. Ή < ιταλικό bimbo = μωρό. Πρβλ. bimbo.

Και ερχόμαστε στο θέμα, όπου η σλανγκολογία σηκώνει τα πόδια ψηλά! Υπάρχει λέξη μπισμπίκι; Και αν ναι, από που προέρχεται; Ο Μπάμπης δεν έχει λήμμα μπισμπίκι στο Λεξικό του, αλλά ως γνωστόν, λήμμα, ο απεδοκίμασεν ο Μπαμπινιώτης, τούτο εγενήθη εις κεφαλήν της σλανγκ. Αποφάσισα αντ' αυτού να ζητήσω την βοήθεια του Πονηρόσκυλου και αφού έδωσε τα φώτα του καταλήξαμε στα εξής.

Αφενός, υπάρχει το μπιμπίκι, για το οποίο ο Μπάμπης δίνει το βέμβιξ = σβούρα, αλλά κρατάει και μια πισινή με το ιταλικό bimbo. Αφετέρου, υπάρχει ο γερομπισμπίκης, δηλαδή ο πορνόγερος που θυμίζει πατέρα Καραμάζοφ, και στον οποίο ενδέχεται το λαγνογλοιώδες βλέμμα να συνδυάζεται με πολλά γέρικα μπιμπίκια και παραμορφώσεις του δέρματος λόγω του γήρατος μάλλον ή της εφηβείας.

Μπισμπίκι σκέτο υπάρχει, όθεν το γερομπισμπίκης;

Το Πονηρόσκυλο μου επέστησε την προσοχή σε ετυμολογία του γερομπισμπίκη από το τούρκικο beşbıyik, το οποίο σημαίνει μούσμουλο. «Φαίνεται να υπάρχει ομοιότητα ανάμεσα στο beşbıyık και το μπισμπίκι - με μια δόση υπερβολής, μπορεί να φανταστεί κανείς ένα μεγάλο, σάπιο μούσμουλο, μαυρισμένο να παρομοιάζεται με μπιμπίκι - ή, έστω, με μπισμπίκι, αν έτσι το πούμε» οσφράνθηκε το Πονηρόσκυλο. Προσωπικά, έχω ακούσει πολλές φορές την λέξη μπισμπίκι και μου φαίνεται πιθανή η ετυμολόγηση αυτή. Στο κάτω κάτω τι καλύτερο έχουν από τα μούσμουλα οι σβούρες, οι κόκκοι σιταριού, οι σπίθες, τα μωρά και οι φλοίσβοι;

Τατιάνα, η γνωστή (αν μιλούσε σλανγκ): Ήταν πραγματικά φρικτό! Ήρθε ένας γερομπισμπίκης, γεμάτος μπισμπίκια, φλύκταινες, μπιμπίκια, αναφυλαξίες, σπυριά, σπιθουράκια, και ήθελε και φραπέ ο απεόφοβος! Είχε δει τη μούρη του στο facebook; Και το χειρότερο: Δεν είχε άνεση στις τετάρτες- πέμπτες και βγάλανε μπισμπίκια τα χέρια και τα πόδια μου ως να τον παρηγορήσω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρουμάνε ημών ο εν τοις Ουκρανοίς,
σλανγκισθήτω το όνομά σου,
ελθέτω η Ρουμανία σου,
γεννηθήτω το θέλημά σου,
ως εν τοις μοδίστροις, και επί των Σλάνγκων.
Το λήμμα ημών το επιούσιον
δος ημίν σήμερον,
και άφες ημίν τας μπαγαποντοδοσίας ημών,
ως και ημείς αφίεμεν τους κατωποντοδότας ημών,
και μη εισενέγκης ημάς εις μπανισμόν
αλλά ρύσαι ημάς από του σπαστηρού,
αατα

Ασίστ: Γκάτσμαν

Κανονικά πρέπει να λέμε την σλανγκική προσευχή κάθε πρωί, πριν αρχίσουμε την σλανγκομέρα μας. Ετς! Όπως στο σχολείο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μη χείρον βέλτιστον σημαίνει «το λιγότερο κακό είναι το καλύτερο», δηλαδή «και μη χειρότερα». Στην περίοδο της γρίπης των χοίρωνε γράφεται σλανγκικώς με όμικρον ιώτα για να δηλώσει ότι ό,τι δεν έχει σχέση με χοίρους είναι καλύτερο, καθότι πιο ασφαλές για την δημόσια υγεία. Νενίκηκά σε Σεφερλή!

- Έπρεπε, λοιπόν, να διαλέξω: Να εισάγω χοίρους από Μεξικό ή κοτόπουλα από Κίνα;
- Εδώ που φτάσαμε, Μανωλιό μου, το μη χοίρον βέλτιστον!

(από GATZMAN, 04/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ύστερα από παραγγελιά του σλάνγκαρχου GATZMAN δεν μπορώ παρά να ανταποκριθώ σ' αυτήν την συνέχιση της frappé saga.

Κατά το «πρωινός καφές», λοιπόν, το μαγκαζίνο του Αντένα που καθιέρωσαν κυρίως η Ρούλα Κορομηλά και η Ελένη Μενεγάκη, σλανγκίζεται ο «πρωινός φραπές».

Πρόκειται για τον φραπέ που χτυπιέται και σερβίρεται στις πρώτες πρωινές ώρες στα γνωστά ευαγή ιδρύματα από ανασεισιφάλλους, που οσοδήποτε ξανθιές, έχουν πάντως μεγαλύτερο I.Q. από Μενεγάκη και τις όμοιες.

[i]Ιδιαιτερότητες σε σχέση με τον νυχτερινό φραπέ[/i]: Καθώς γίνεται στις πρώτες πρωινές ώρες, έχουν τελειώσει οι περιττές πολυτέλειες και γκλαμουριές, όπως χορευτικά, ποτά με φραπεδιάρες που την έχουν δει Γιαλόμα κ.τ.ό., έχουν φύγει τα ψιμύθια κι οι εξωραϊσμοί, και απομένει γυμνή (pun intended) η παρακμή του φραπενέ. Από την άλλη, το καλό είναι ότι υπάρχει μια επικέντρωση στο φραπέ, χωρίς κανέναν αντιπερισπασμό από κουβεντούλες, πουτά-χουρούς κ.τ.λ. Οπότε για τους ορκισμένους φραπεμανιακούς (με την κακή έννοια) ο πρωινός φραπές αποτελεί απόσταγμα εμπειρίας.

[i]Παρενέργειες[/i]: Μπορεί οι ρουμάνοι (με την ευρεία έννοια) του μαγαζιού να κρίνουν ότι ήρθε η ώρα να κλείσει το μαγαζί και να ανάψουν ξαφνικά τα φώτα. Οπότε να φωραθεί η ανασεισίφαλλος επί το έργον και ο φραπεδόβιος να μην ξέρει πού να κρυφτεί. Καθώς μάλιστα το φραπέ θεωρείται τύποις παράνομη δραστηριότητα (άκουσον άκουσον! Διάγουμε εποχή φραπεαπαγόρευσης!) η δύσμοιρη ανασεισίφαλλος κι ο έκπληκτος παρτενέρ της ενδέχεται να εισπράξουν φαρισαϊκούς αποτροπιασμούς, ή, αντιστρόφως, σκωπτικά χειροκροτήματα για τα φραπε-μεράκια. Γενικά, όχι και ό,τι καλύτερο αυτό το αυξημένο ρίσκο του πρωινού φραπέ.

[i]Πρωινός φραπές και επαγγελματική ζωή[/i]: Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες φραπεδόβιων. Αφενός αυτοί που πάνε από τη νύχτα στο φτωχό πλην τίμιο φραπενείο και την βγάζουν σερί μέχρι το πρωί. Με λίγα λόγια οι καρακαμένοι του κωλομπαρεύειν, το αντίστοιχο των καβουροσλανγκοσαύρων στο σάιτ μας. Αυτοί την άλλη μέρα στην δουλειά ή όπου αλλού είναι ζόμπι. Αφεδύο οι πολύ γιάπηδες φραπεμανιακοί που είτε πάνε νωρίς τη νύχτα στο ίδρυμα στην λογική του «αν κοιμηθώ νωρίς (λέμε τώρα...), θα σηκωθώ νωρίς»... Ή ακόμη καλύτερα, για να γλιτώσουν τις περιττές φιοριτούρες (ποτά-προγράμματα) πάνε στο φραπενείο νωρίς το πρωί, πριν την δουλειά τους. Αυτοί είναι οι φύτουκλες του φραπέ, πάντως η τακτική αυτή δίνει λιγότερο στόχο αν είσαι οικογενειόρχης, αφού γίνεσαι και αντικείμενο θαυμασμού για το πόσο πρωί πας στην δουλειά. Στους τελευταίους, το φραπέ έχει περίπου ό,τι επίδραση έχει γενικά η λεγόμενη πρωϊνή, λίγο μόνο καλύτερο κέφι. Να διευκρινίσουμε, βέβαια, ότι οι οπαδοί του πρωινού φραπέ δεν είναι αντιπροσωπευτικό δείγμα των φραπεδόβιων, αφού η μεσογειακή διαστροφή επιτάσσει κυρίως νυχτερινό φραπέ.

Τέλος, μελετάται από τους σλανγκολόγους αν η έκταση του φαινομένου δικαιολογεί έκφραση «κόψε τον πρωινό», προκειμένου περί του ετεροφραπεδιασμού, κατά το κόψε την πρωϊνή για τον αυτοφραπεδιασμό.

- Τι έχει ο Τρομπάκης; Όλο μαλακίες κάνει σήμερα στο γραφείο.
- Και του έλεγα: Κόψε τον πρωινό φραπέ! Όχι άλλο Μενεγάκη, νισάφι!
- Μπα, νομίζω ότι ο πρωινός φραπές του ανεβάζει το ηθικό και το ανήθικο. Όταν δεν χτυπάει πρωινό φραπέ έχει το ακαφελόγιστο!

"Πρωινό καφέ το λέμε τώρα;". Αθάνατος ελληνικός πηδηματογράφος! (από Hank, 04/05/09)(από Khan, 05/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από την ποδοσφαιρική ορολογία, καθιερώθηκε από τον Χάρρυ Κλυνν, που μετέφερε έτσι την εμπειρία του ως Πρόεδρος του Απόλλωνος Καλαμαριάς. Λέγεται από προπονητές / παράγοντες ομάδας σε στυλ Αγανακτήσεως ή Απελπισιακού, που κινδυνεύει άμεσα με υποβιβασμό στην Β΄ Εθνική κατηγορία και της χρειάζεται μία, μόλις μία ισοπαλία (ούτε καν νίκη!) για να παραμείνει στην Α' Εθνική. Κρέμεται δηλαδή η σωτηρία της από μια τρίχα, απ' το τσακ του τσακός. (Μπορεί να ειπωθεί και για μια οποιαδήποτε πρόκριση, αλλά πολύ δευτερευόντως).

Το χαρακτηριστικό της φράσης είναι ότι παραδοξολογικά λέγεται ταυτόχρονα με:

1) Σεμνότητα και ταπεινοφροσύνη, αφού αυτός που την εκφέρει δεν ζητάει πρωτάθλημα, αλλά μη υποβιβασμό, δεν ζητάει καν νίκη, αλλά ισοπαλία.
2) Αυταρχισμό, αφού νυν ο υπέρ πάντων αγών, η μάχη για την επιβίωση, οπότε εννοείται ότι πρέπει να κινηθούν νεκροί και ζωντανοί, λυτοί και δεμένοι, να μετέλθουμε κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσο, να αγοράσουμε διαιτησίες, να κάνουμε το γήπεδο κόλαση, για τη φουκαριάρα τη μάνα μας...

Τα δύο αυτά έχουν αμοιβαία αιτιότητα: ακριβώς επειδή απειλείται η ίδια μας η επιβίωση και δεν ζητάμε από την άλλη πολυτέλειες, ακριβώς γι' αυτό έχουμε δικαίωμα να κάνουμε το ο,τιδήποτε. Οπότε, η φράση λειτουργεί πλέον ως μέθοδος των κάτα Γκατσάνδρα βιοπαλαιστών: ξέρετε, αυτών των τύπων που, με ύφος σαράντα κλαψομούνηδων σου κόβουν τον μισθό σου και σου κάνουν και κήρυγμα ότι πρέπει να είσαι ευγνώμων που εν μέσω οικονομικής στύσης συμβάλλεις στην επιβίωση της εταιρείας κ.ο.κ.

Συνώνυμο: να ρεφάρω, να σώσω το καπέλο.

Υφιστάμενος: - Τι εννοείτε κύριε Αφεντικουλέσκου, ότι οι ώρες εργασίας μου θα αυξηθούν κατά μία, ενώ ο μισθός μου θα πέσει κατά 10%;
Αφεντικουλέσκου: - Έλα βρε Γιάννη μου, απορώ με το εγωιστικό μη ομαδικό σου πνεύμα! Εδώ κλείνουν τόσες και τόσες εταιρείες σαν εμάς με την κρίση! Μια ισοπαλία θέλουμε για να σωθούμε! Σκέψου με και μένα, που έχω τέσσερα παιδιά! Μια φιλική χάρη σου ζητάω για να επιβιώσουμε όλοι μας και συ το κάνεις θέμα! Έχω και ζάχαρο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μάλε-βράσε, το δώσε και μένα μπάρμπα. Δηλαδή μια κατάσταση με χάος και πολύ τζερτζελέ.

Προέρχεται από την λειτουργία που γίνεται το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου, την λεγόμενη πρώτη ανάσταση. Το χαρακτηριστικό της είναι ότι είναι η λειτουργία με το μεγαλύτερο νταβαντούρι από όλη την χρονιά, καθώς διαθέτει υπερσύγχρονα ηχητικά εφέ (οι παπάδες κοπανάνε τα στασίδια και κάποια ντετζερέδια), που συμβολίζουν την θλάσιν των πυλών του Άδη, ενώ οι χριστιανόφατσες και χριστιανόφουστες ραίνονται με ροδοπέταλα. Όλα αυτά συμβαίνουν πριν το Ευαγγέλιο, όταν εκφωνείται ο παλαιοδιαθηκικός στίχος «Ανάστα ο Θεός κρίνων την γην» (προχριστιανικός, αλλά προσελήφθη, επειδή ταίριαζε), εξ ου και η λαϊκή έκφραση (με το «Κύριος» αντί για «Θεός»). Σημειωτέον ότι πρόκειται για Προστακτική («ανάστα»), καθώς μάλλον αποτελεί εβραϊκό αίτημα, κι όχι Αόριστο Οριστικής, όπως στο «Χριστός ανέστη».

- Πού ήσουνα μάνα μου όταν μοίραζε ο Καραμανλjής τα τριχίλjιαρα στην Μεσσηνjία; Το ανάστα ο Κύριος έγινε!

Ανάστα ο Θεός (από poniroskylo, 20/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχει το έθιμο την Μεγάλη Παρασκευή να γυρίζουν οι πιστοί από εκκλησία σε εκκλησία, για να προσκυνούν όσους περισσότερους Επιταφίους μπορούν. Και να κάνουν και τα σχετικά καλλιστεία ποιος είναι ο ομορφότερος, όχι χωρίς τοπικιστική υπερηφάνεια («ο δικός μας είναι έτσι» κ.τ.λ.).

Στην εποχή του clubbing, το παραδοσιακό αυτό έθιμο της Μεγάλης Παρασκευής, που συνεχίζουν να το εξασκούν χριστιανόφατσες τε και χριστιανόφουστες, μετονομάστηκε σε churching (κατά το clubbing) ή Επιτάφιινγκ. Επειδή και στο clubbing (κατά μία έννοια) πας από το ένα κλαμπάκι στο άλλο, χωρίς να μένεις πολλή ώρα σε κανένα.

- Κάναμε ένα Επιτάφιινγκ την Μεγάλη Παρασκευή το μεσημέρι, και νομίζω ότι τον καλύτερο Επιτάφιο τον έχει ο Άι Γιάννης ο Τρέντης στα Κάτω Σλανγκέικα.

- Θα διαφωνήσω! Το δικό μου churching μου λέει ότι ο καλύτερος βρίσκεται στην Αγία Καραμέλα στο Άνω Σλανγκοχώρι.

(από Khan, 10/06/14)King Crimson, Epitaph, μυδασίστ Πάτσης (από Khan, 11/06/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εφόσον το ετυμολογήσουμε από το μπάτσος = χαστούκι, μπάτσα, σκαμπίλι (απ' τα αρωμούνικα), είναι ο οικογενειόρχης, που θέλει να ζήσει ζωή μπάτσελορ (=εργένη) και τελικά τα καταφέρνει να ζήσει ζωή μπάτσελορ με την έννοια ότι τον περιμένει η γυναίκα του με μπάτσους, παντόφλα και τον πλάστη. Ενίοτε και η πεθερά.

Υπερθετικός: μπάτσελορ πάρτι.

- Βγήκε χτες ο Αρίστος με τα μπουζουκομούνια και τελικά έκανε μπάτσελορ πάρτι!
- Πού; Στον Πλούταρχο;
- Όχι, στο σπίτι του, όταν γύρισε τα χαράματα και τον περίμενε η γυναίκα του...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified