Χρησιμοποιείται προκειμένου να δείξει τον απόλυτο βαθμό κατά τον οποίον υπερτερεί αυτό το οποίο θέλουμε δια της φράσης να εξυψώσουμε. Η προέλευση της φράσης θα πρέπει ν' αναζητηθεί στα Λούκυ Λουκ.

- Πω ρε μαλάκα...τι μπουτάρες έχει αυτή η Ελένη...!
- Άσε φίλε! Τα πιο όμορφα μπούτια ανατολικά του Μισισιπή! - Γιατί ρε, δυτικά του Μισισιπή παίζουν καλύτερα;
- Πού να ξέρω ρε ζωέμπορα, λέμε τώρα...

Δικστής Ρου Μπήν. Ο νόμος δυτικά του Πέκος (από GATZMAN, 15/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση-κλισέ που κάθε άνθρωπος που έχει πατήσει σε σουβλατζίδικο έχει πει τουλάχιστον μια φορά στη ζωή του! (για σκεφτείτε το λίγο...)
Ειπώνεται συνήθως ως εξής:
1) Περιμένεις όρθιος στην ουρά να έρθει η σειρά σου να παραγγείλεις.
2) Η σειρά σου έρχεται και δεν έχεις αποφασίσει αν θα πάρεις σουβλάκι (καλαμάκι) ή πιτόγυρο.
3) Όταν έρχεται η σειρά σου αποφασίζεις να χτυπήσεις πιτόγυρο αλλά διατηρείς κάποιους ενδοιασμούς ακόμα.
4) Υπ' αυτό το καθεστώς δίνεις την παραγγελία περιγράφοντας τι υλικά θες να περιέχει το έδεσμα, με γραμματική και συντακτικό να έχουν πάει στο διάολο (είναι και η πείνα που θολώνει τον νου...)

Σημείωση: Συνήθως χρησιμοποιείται μαζί με τη φράση «απ' όλα», που βάζει και την ταφόπλακα αφαιρώντας κάθε λογική.

- Ναι καλησπέρα!
- Καλησπέρα.
- Ναι, εεε... θα ήθελα μια ... (παύση).. .διπλή πίτα γύρο χοιρινό απ' όλα, με χωρίς ντομάτα και κρεμμύδι! (αρχίζει την παρασκευή)
- Κέτσαπ- μουστάρδα να βάλω;
- Εεεε...όχι! (την στιγμή που πάει να βάλει κοκκινοπίπερο)
- Όχι! Δεν θέλω κοκκινοπίπερο! (το αφήνει και αρχίζει το τύλιγμα)
- Να στο τυλίξω ή θα το πάρεις πακέτο; (τι εννοεί άραγε ο ποιητής;;;)
- Όχι αφήστε, θα το πάρω μαζί! (τι εννοεί και αυτός ο ποιητής;;;)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έμπνευση προήλθε από το λήμμα παστάκι που βρήκα στο slang.gr, εκ των κορυφαίων κατ’ εμέ του site, άκοπα.

Προέρχεται από τα σοκολατάκια μάρκας «νουαζέτα» και χρησιμοποιείται προκειμένου να χαρακτηρίσει κοριτσάκια ηλικίας 12-13 ετών, συνήθως για να τα διαχωρίσει κανείς από τα λίγο μεγαλύτερά τους «παστάκια» (τα οποία παστάκια μπορείς να παστελιάσεις δίχως να αισθάνεσαι παιδεραστής).

Αντώνυμα: μουνόγρια, ξεκωλόγρια, τζιλφ (gilf =grannies I like to fuck), τζιλφού.

  1. - Ω ρε φίλε... είχα βγει χθες βράδυ για ποτάκι στου «Λαμόγια» και ήταν τίγκα στο παστάκι!
    - Σώπα ρε!
    - Άσε, είχε σκάσει εκδρομή πρώτη γυμνασίου απ’ τας Σέρρας...
    - Ε τι παστάκια μου λες ρε μαλάκα μετά! Νουαζέτες ήταν!
    - Ρε δε πα’ να ‘ταν και τζοκόντες....

  2. (παππούς κρατώντας ένα βαζάκι με σοκολατάκια απευθύνεται προς τον εγγονό του)
    (παππούς): - Γιαννάκη, να κεράσω μια νουαζέτα;
    (εγγονός): - Και δεν την «κερνάς» ρε παππού! Κοίτα μόνο να μην το μάθουν οι γονείς της!

Βλ. και μαριδάκι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λοιπόν...

Όποιος παλαιότερα πότιζε με πενηντάρικα τα ηλεκτρονικά, σίγουρα θα είχε ρίξει κανά πακέτο Ντελόρ στο παιχνίδι «Bubble-bubble» (μπούμπλε-μπούμπλε για τότε που είμασταν πιτσιρίκια και δεν είχαμε καλή γνώση της Αγγλικής). Ήταν αυτό που είχες ένα τερατάκι που ξέρναγε φούσκες, οι οποίες παγίδευαν τα τερατάκια – εχθρούς, ώστε σπάζοντάς τις τα εξολόθρευες. Υπάρχει και στα ΜΑΜΕ.

Όταν έμενες αρκετά σε μία πίστα, έβγαινε μια προειδοποίηση στην οθόνη και εμφανιζόταν κάτι σαν φαντασματάκι στην επάνω αριστερή γωνία. Αυτό δεν σκοτωνόταν με τίποτα, παρά σε πλησίαζε αργά αργά ώσπου να σε φάει (αν δεν καθάριζες γρήγορα την πίστα την είχες πουτσίσει...).

Στα μέρη μου το φαντασματάκι αυτό το ονομάζαμε «Λούσα» (με παχιά προφορά του «σ» μάλιστα), η προέλευση δε του χαρακτηρισμού είναι άγνωστη σε μένα.

Κάποιος φίλος με καταγωγή από άλλο μέρος, μου είπε ότι στα μέρη του το λέγαν «Ζάχο», επειδή έμοιαζε λίγο με καρχαρία (καρχαρίας-Ζαχαρίας-Ζάχος). Όποιος έχει να προσθέσει κάποια άλλη ονομασία, δεκτή...

(σ.σ. το παιχνίδι είναι θρύλος...)

(Σε ηλεκτρονικό όπου κάποιος παίζει μπούμπλε μπούμπλε τον πλησιάζει ένας άγνωστος και παρακολουθεί την εξέλιξη…)

- Γρήγορα φίλε, θα βγει ο Λούσας!
- Όχι ρε πούστη! Βγήκε!
- Άσε να στο περάσω εγώ γιατί είναι δύσκολο...

(…πάντα υπήρχαν κάτι τυπάκιατζαμπατζήδες - που αυτοπροσφέρονταν να περάσουν τις δύσκολες πίστες στους άλλους, αλλά μόλις παλουκώνονταν στη θέση, άντε να τους σηκώσεις μετά...)

Βλ. και Ρούλης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση η οποία προφέρεται με μεγάλη έμφαση και συνοδεύεται από την χαρακτηριστική κίνηση των δακτύλων (δείκτη και μέσου) των δύο χεριών ενωμένων να κάνουν «λαγουδάκια» δηλώνοντας τα εισαγωγικά.

Προέρχεται από τις ταινίες του Όστιν Πάουερς, όπου κάθε φορά (κάθε φορά όμως!) που ο Dr Evil αναφερόταν σε όπλο λέιζερ που θα χρησιμοποιούσε, έκανε εμφατικά την παραπάνω κίνηση με τα χέρια.

Χρησιμοποιείται όταν θες να τονίσεις κάτι ή και στο άσχετο!

1)
- Αφού σου είπα ρε παπάρα, δεν την «παστέλιασα» απλά την «σφουγκάρισα»! Τhe «laser» !
- Το ίδιο πράγμα είναι ηλίθιε...

2)
- Πότε γίνεται η Γιουροβίζιον;
- Δεν ξέρω.
- Ούτε εγώ.
- Ούτε εγώ.
- Δε «λέιζερ»!
- Τι λέει αυτός ρε...
- Άστονα μωρέ, του 'χει κολλήσει από προχθές και μας έχει σπάσει τ' αρχίδια...
- Δε «λέιζερ»!
- Αει γαμήσου...

(από Vrastaman, 17/03/09)Alotta Fagina, το "bond girl" του Austin (από Vrastaman, 17/03/09)

Σχετικό: κουότ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ορθογραφία είναι σωστή καθ' ότι άκλιτο.

Παρά την ορθογραφία του η οποία παραπέμπει ίσως σε επίρρημα, αποτελεί επίθετο.

Έννοια: κοσμητικό επίθετο που χρησιμοποιείται από κωλοπετσωμένουςπερπατημένους - της πιάτσας, οι οποίοι όμως είναι και κάποιας μόρφωσης (ή θέλουν να λένε ότι είναι).

Ήτοι: ο / η / το / οι / τα πούστ-ης, -άκι, -ηδες, -άκια (όλα τα καταλαμβάνει δίχως ποτέ να κλίνεται).

- Αυτοί οι πούστηδι οι εφοριακοί, έτσι και μπουν στο γραφείου μου για έλεγχο,θα μου πάρουν τα σώβρακα...
- Γιατί ρε , δεν γράφεις τις εισπράξεις στα βιβλία σου;
- Όχι ρε, τις γράφω στ' αρχίδια μου... είναι πιο εύκολο...
- Ε τότε πάρ' τ' αρχίδια μου ρε μαλάκα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι ρωμαλέοι(!) και τριχωτοί όρχεις.

Συνων.: αρχιδάρες, καμπανέλια
Αντων.: αρχιδάκια, αρχιδούλια, αρχιδουλίνια

- Πάλι σκατά έγραψα στ' αρχαία! Αντί για περισπωμένες έβαζα ουμλάουτ! Πάλι τ' αρχίδια μου θα του δώσει ο Παπαπέτρου ο καργιόλης στο εξάμηνο!
- Τι σκας ωρέ! Γράψ' τον στους τσοχανταραίους σου τον μαλάκα!
- Τι σημαίνει τσοχανταραίοι ρε;
- Εγώ θα σου πω; Μπες στο slang.gr να δεις μόνος σου...

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά κόσμον «Πατ Μορίτα».

Ο Ιάπωνας «sensei» που μετέτρεψε τον φλωρούμπα Ντάνιελ Λαρούσο στον - killing machine - Ντάνιελσαν.

Αφού προηγουμένως τον έβαλε να πλύνει μια μάντρα με αμάξια, να τα κερώσει, να τα γυαλίσει, να βάψει τον φράχτη του σπιτιού του, να του ξύσει το πάτωμα, να του βάψει το σπίτι, (στο director’s cut θα τον δείτε ακόμα και να μαδάει τις ελιές στα λιοστάσια του Μιγιάγκι), αποφάσισε ότι αυτό δεν ήταν παρά μια ταχύρυθμη μέθοδος εκμάθησης καράτε (αν ήταν έτσι θα βλέπαμε μπογιατζή και θα κλάναμε πουλόβερ), έπεισε και τον τζιτζιφιόγκο του ότι έγινε Τζετ Λι, τον έχωσε να διαγωνιστεί σ’ ένα τουρνουά καράτε ακούγοντας να βεβηλώνουν τ' όνομά του (ο εκφωνητής -που να τον πάρει ο διάολος!- τον αποκαλούσε «Μιγιάτζη»), εκεί είδε στον ημιτελικό να «τσακίζουν» το πόδι του κανακάρη του (πόδι, το οποίο έφτιαξε αφού προηγουμένως έτριψε τα χέρια του από ικανοποίηση γιατί το σακάτεμα του Ντάνιελσαν έδινε 3,75 στο παράνομο στοίχημα και ο ίδιος είχε ποντάρει ένα κάρο μπονζάι), στον δε τελικό τον είδε να δίνει τα ρέστα του και με χτύπημα βγαλμένο απ' το takken να κερδίζει έπαθλο και Ελίζαμπεθ Σου ταυτόχρονα.

Ο ανωτέρω άθλος του σχιστομάτη παππούλη, που όλοι θα θέλαμε να ήταν παππούς μας (αν και - άσχετο - προτιμώ Αλέξη Κωστάλα να είχα για παππού μου), να μεταμορφώσει σε καρατέκα ένα τσογλανάκι που ακόμα θα τις έτρωγε, με το πέρασμα των χρόνων έγινε μύθος και με το πρόσωπό του ταυτίζει κανείς κάποιον τον οποίον θεωρεί ότι τον έχει βοηθήσει ενώ βάδιζε στα χαμένα.

Μέγας Αλέξανδρος, Κομφούκιος, Ισαάκ Νεύτων, Λουκάς Βύντρα, Μίστερ Μιγιάγκι. Τίποτ' άλλο.

Συνων.: μέντορας, γκουρού (η τυρόπιτα είναι «κουρού»), sensei, master (για πιο υποτακτικούς), διδακτορικό (ως πτυχίο ανώτερο του master).

- Ρε συ Φιλώτα, ό,τι και να πω είναι λίγο... Μου έμαθες τη δουλειά όταν δεν ήξερα πού μου παν' τα τέσσερα, με σύστησες σε πελατεία, με έμαθες πώς να φοροδιαφεύγω και πώς να «σβήνω» τις μπριζόλες με κρασί και όχι με λεμόνι όπως έως τότε (για τον Θεό!) έκανα... Είσαι για μένα ο Μίστερ Μιγιάγκι μου!
- Καλά, καλά... Να σου πω, δεν περνάς αύριο από το σπίτι μου να περάσεις το δεύτερο χέρι στους τοίχους;
- Yes sensei...

Μίστερ Μιγιάγκι, κατά κόσμον Pat Morita (από poniroskylo, 27/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που χρησιμοποιείται χάριν υπερβολής για να τονίσει το τεράστιο μέγεθος του περιγραφομένου αντικειμένου-έννοιας-χαρακτηρισμού.

(όπου Μασαχουσέτη, aka Massachusetts, aka Μασατσιούσετς, aka Μασαπούτσες, πολιτεία των ΗΠΑ).

- Ρε Καραχάλιος, εσύ που είσαι και γραφιάς, για πε: ο Ρερέτσικας από την Θήβα (την εξωτική), μήπως είναι λίγο βύσμα;

- Λίγο;;; Από δω μέχρι τη Μασσαχουσσέτη... Αύριο φεύγει πάλι με άγραφη το μουνόσκυλο και ο παλιός τ' αρχίδια του...

- Δε σε χάλασε γέροντα! Θα πήξει η μούνα σου το Σου/κού!

- Σκοποί! Τιιιιιι... κάνουμε εδώ;

- Αλτ τις ει!

(κ.ο.κ.)

σ.ς.: η ανωτέρω ιστορία απαντάται πολλάκις και με διάφορες παραλλαγές στον Ε.Σ. και συνήθως καταλήγει με αναφερόμενους από τον εφοδεύοντα, φυλακές απ' τον δίκα, και τον εκάστοτε Ρερέτσικα να ξύνει τ' αρχίδια του σπιτάκι του,

Ηadise deli oğlan (από BuBis, 30/06/09)τρελό αγόρι... (από BuBis, 30/06/09)τρελός σκέτο... (από BuBis, 30/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι ανδρικοί όρχεις (γιατί, υπάρχουν και γυναικείοι;) και ιδίως αυτοί που έχουν ένα σεβαστό μέγεθος που κάνει το σακκούλι να κρέμεται και να ταλαντώνεται όπως οι καμπάνες (όχι τα παντελόνια, της εκκλησίας). Η λέξη είναι κολακευτική για τον κάτοχό τους και συνήθως χρησιμοποιείται από τον ίδιο όταν αναφέρεται στα του εαυτού του.

- Πω ρε φίλε τι έπαθα προχθές!
- Τι ρε; Μίλα που να πάρει ο διάολος! Μίλα επιτέλους!
- Σκάσε ρε να σου πω! Ήμουν σ'ένα ασανσέρ και μπήκα μαζί μ' ένα μανάρι απ' τα λίγα που με έκοβε από πάνω ως κάτω.
- Και;
- Κι εκεί που ήμουν έτοιμος να κάνω κίνηση, με πιάνει μια φαγούρα στα καμπανέλια... άλλο πράμα!
- Και;
- Ε, τι να κάνω, το πάλεψα αλλά δεν άντεξα: τα έξυσα μπροστά της και επί τη ευκαιρία άλλαξα και θέση στον «Μήτσο» μου!

Γιώργος Καμπανέλης (από GATZMAN, 22/06/10)

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified