Συναντάται στο ουδέτερο («χημισμένο») και σημαίνει το προϊόν (κυρίως το ελαιόλαδο) που έχει ελεγχθεί και πιστοποιηθεί από το γενικό χημείο του κράτους.

Από τη λέξη χημεία, εννοείται.

Ζαργκόν των λαδάδων. Δεν εντοπίστηκε στον γούγλη.

Μόνο χημισμένο εξάγεται το λάδι, αλλιώς ξέχνα το.

Got a better definition? Add it!

Published

Τα κολπάκια, οι μαλακιούλες, η καταφερτζίδικη συμπεριφορά, οι χαριτωμενιές, τα τσιλιμπουρδίσματα, οι χαζομάρες, οι αταξίες, τα μπερδέματα, οι βρώμικες μικροσυμπεριφορές κττ.

Τώρα, αν προέρχεται από το σπορ που περιγράφει ο άλλος ορισμός, δεν ξέρω να σας πω.

  1. Το ΥΝΧ θα τελειώσει (αν δε γίνουν πιτσικουλιές ως τότε) το 2012 περίπου. Ακολουθεί ΖΝΑ.

  2. Ωστόσο με τη Μαίρη μεγαλώσαμε μαζί! Κάναμε ένα σωρο πιτσικουλιές όταν ημαστε μικρά, με το πιο έντονο που μπορώ να θυμηθώ να με σέρνει μέσα σε άγριες νύχτες στο νεκροταφείο της μικρής επαρχιακής πόλης όπου και μεγαλώσαμε και να απλώνει την αρίδα της πάνω απο τα άγνωστα οστά των νεκρών, χαλαρώνοντας.

  3. Χρησιμοποιείστε καστορέλαιο, το οποίο μπορείτε να προμηθευτείτε από τα φαρμακεία ή καταστήματα με αιθέρια έλαια και συναφή (sic) πιτσικουλιές.

από το νέτι όλα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι αποκαλούν οι μανάβηδες τα μακρόστενα ντοματίνια, τα μικρά πομοντόρια, τα «βελανίδια», όπως αλλιώς λέγονται.

πάσα: ο μανάβης μου.

Γιώργο, κλάψε δέκα κιλά δάκρυα και στείλε μου να τα έχω αύριο πρωί πρωί γιατί η κυρία Φ. έχει τραπέζι και τα θέλει επειγόντως.

(από ironick, 14/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published

Κακοκαιρία.

Δεν ξέρω από ποια ετυμό. Μου είπαν μάλλον από τον μήνα Μάρτη (γδάρτη και παλουκοκάφτη), αλλά δεν μου φαίνεται πειστικό.

Το άκουσα από Συριανή, αλλά ενδέχεται να υπάρχει οπουδήποτε μιλιούνται ενετικόφερτες λέξεις.

Κανας Σάραντ ακούει να μας πει;

Πάσα: η κομμώτριά μου.

Πωπω, βλέπω να έρχεται μεγάλη μαρτίνα...

Got a better definition? Add it!

Published

Στα ίσα, ευθέως, έξω απ' τα δόντια, κττ.
Λέξη των παλιών, από το ιταλιάνικο apertura= άνοιγμα. Καμία σχέση με την ποδοσφαιρική αργεντίνικη απερτούρα, ή την σκακιστική.

Πρόσεχε γιατί τα λες και συ απερτούρα όπως εγώ, θα βρεις τον μπελά σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό fuck. Σημαίνει γάματα, γάμησέ τα, πω ρε πούστη, όχι ρε πούστη, έλα ρε μαλάκα, όχι ρε μαλάκα, τ' είπες τώρα!, είναι τεσπα δηλωτικό έκπληξης. Ενίοτε λέμε και «φακ ρε!»

Είναι πιο λάιτ φάση, δηλ. το χρησιμοποιούμε για να μην πούμε όλα τ' άλλα στα ελληνικά και μας πουν βρωμόστομους.

Επίσης σημαίνει και «άντε και γαμήσου», «γαμιέσαι» κλπ, και το βλέπουμε και ως ρε «άει φακ ρε».

Το φακ το έχουμε και σε άλλες εκφράσεις, βλ. γουαταφάκ, γουανταφάκ, μαδαφάκας, μαλαφάκας, φακ απ (fuck up).

  1. ΦΑΚ ΡΕ ΦΙΛΕ, ΦΑΚ ! Δεν το εύχομαι ούτε στον πλεον ορκισμένο εχθρό μου! Είχα μαζέψει μπόλικα αρχεία στο desktop ... Ευκαιρία ηταν να ταξινομήσω τα αρχεία στους σχετικούς φακέλους και μετά να έπαιρνα και ένα back up ...Ο ταλαιπωρημένος υπολογιστής άρχισε να αργει χαρακτηριστικά. Ένα restart θα βοηθήσει την κατάσταση σκέφτηκα, και ….μας τελείωσε! Χτύπησε ο δίσκος!

  2. Ρε άντε και φακ γιου
    Νομίζατε ότι γλυτώσατε, έτσι; Σας είχα αφήσει καιρό λάσκα και τώρα κουνάτε κωλαράκια σα στράκια που ψωνίζονται στο Ζάππειο, ε;

από το δίχτυ όλα.

Got a better definition? Add it!

Published

Μικρός, λεπτός, σχεδόν ανεπαίσθητος, αλλά εκνευριστικός και ανησυχητικός θόρυβος, καθότι συχνά φέρνει κακά μαντάτα.

Ναι μεν το ρήμα τσαχαλίζω θα έπρεπε να μπει ως λήμμα, αλλά δεν συναντάται πουθενά σχεδόν, οπότε προτίμησα να βάλω το τσαχάλισμα per se.

Προφ η λέξη προέρχεται από το τσάχαλο, βλ. και εδώ. Κι αυτό γιατί τα μικρά αυτά σκουπιδάκια αντιστοιχούν σε τέτοιου είδους θόρυβο.

Τσαχάλισμα είναι μξ άλλων και αυτό που λέμε «φύσημα», επίσης το κοινό χράτσα-χρούτσα, τσίκι-τσίκι κλπ... Χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει φαινόμενα που αφορούν κάτι τεχνολογικό, αλλά γενικά σημαίνει και τον θόρυβο που προκύπτει από το ψαχούλεμα, το άνοιγμα ενός πακέτου / μιας σακούλας κλπ (βλ. παρ. 3).

Δεν ξέρω αν είναι πανελλήνια η λέξη, πάντως λέγεται αβέρτα στην Κρήτη.

  1. Αυτο δεν ειναι προβλημα των ηχειων!!! Το παθαινουν και τα δικα μου οταν αναβω τον κρυφο φωτισμο(10 λαμπες φθοριου 1.20m)...! Ο λογος που κανουν θορυβο οταν δεν δουλευουν ειναι γιατι ο φιλος σου μαλλον κλεινει την πηγη και αφηνει τα ηχεια ανοιχτα...!(ακουγετε ενα τσαχαλισμα...)

  2. Δυναμό, ήχοι, αποτελέσματα. CRDI 2000ccm. Ακουγα λοιπόν ενα μικρό τσαχάλισμα στις πλαινές τροχαλίες στο ρελαντί στην αρχή, το οποίο όταν γκάζωνες σταματούσε. Αυτο συνεχιζόταν για ~6000χλμ. Η αντιπροσωπεία στο Ηράκλειο μου έλεγε οτι μπορεί να περάσει και απο μόνο του. Μετα το τσαχάλισμα έγινε συνεχές και σιγανοτερο, αλλα ακουγόταν, δεν ενοχλήθηκα.... Σε ενα ταξιδι λοιπόν, ακουστηκε το κλάκ.

  3. Να'τανε Κυριακή απόγευμα. Ύστερα από μεσημεριανό ύπνο. Η μυρωδιά του φρεσκοκαβουρδισμένου καφέ να ξεχειλίζει σε κάθε τσαχάλισμα καθώς ανοίγει το χάρτινο πακέτο «Δανδάλη». Να μαζευτούμε οι γυναίκες του σπιτιού, να μασουλήσουμε σισαμωτά λαδοκούλουρα και ανεβατά καλιτσούνια, να συζητήσουμε το πάντα επίκαιρο πρόβλημα της γειτόνισσας με τον «αχαΐρευτο» γιο της και να προγραμματίσουμε τί θα μαγειρέψουμε γι' αύριο.

  4. Κατά τις 01:30, πάω στην κουζίνα να βάλω νερό και καθώς επέστρεφα στην τραπεζαρία που είναι το PC ακούω ένα περίεργο τσαχάλισμα (από το τροφοδοτικό νομίζω) και κάνει shut down το PC. Σε περίπου 2 δευτερόλεπτα το σύστημα ανοίγει από μόνο του και πριν προλάβω να συνειδοτοποιήσω τι γίνεται μύριζε καμενίλα και έβγαιναν καπνοί από την σίτα στα δεξιά του επεξεργαστή (δείτε παρακάτω τις φωτογραφίες).

  5. Η μουσική υπόκρουση είναι ονειρική, αλλά υπάρχει έντονο πρόβλημα στις λούπες των μουσικών κομματιών (θα ακούσετε ένα τσαχάλισμα όποτε επαναλαμβάνεται κάποιο από τα samples).

(διχτυωτά όλα)

Συμπληρωματικά, βλ. και τσαχαλί

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συμφωνώ, αγοράζω, είμαι με το μέρος σου, ναι, μέσα, γουστάρω, κττ.

- Είσαι να κάνουμε πάρτι και να γίνει της πουτάνας; Θα φωνάξουμε βιζιτούδες να την πέσουνε σε όλους τους παντρεμένους, γουστάρζ;
- Μαζί σου!

Got a better definition? Add it!

Published

Το πουλί σουσουράδα, που κουνά πάνω-κάτω την ουρά της. Από το κώλος και σείω.

Η λέξη, όπως και η λέξη σουσουράδα, λέγεται και για ένα τσαχπίνικο και ανήσυχο κοριτσάκι, αλλά κατά σλανγκ μεριά σημαίνει την προκλητική γυναίκα, αυτήν που κουνά τον κώλο της και ψάχνεται για τρελίτσες.

Κάποτε ήρθε μες τα λούσα
τις πούδρες και τις μυρωδιές
στη γειτονιά μια κωλοσούσα
(τι ντόρος όλες τις βραδιές!)
πριν μας χαλάσ' η Αφροδίτη
φωτιά της έβανα στο σπίτι.

από το «Ο Άγνωστος Βάρναλης», του Ηρακλή Κακαβάνη, εκδ. Εντός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επί τόπου. Με λογοπαίγνιο με το πέος (και καλά «επί το πέος») και με ένα χμου καθαρεύουσας («επιτοπίως»).

Να μου το φέρεις εδώ, επιτοπέως!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified