Όταν συμπίπτουν οι απόψεις μας με του άλλου, όταν π.χ. το λέμε με ένα στόμα μια φωνή, για κάποιον λόγο αυτό μας ενθουσιάζει και του λέμε «Κόλλα το!» και σηκώνουμε το χέρι ψηλά, ή το προτείνουμε χαμηλά, με τεντωμένη την παλάμη προς το μέρος του, αλλά κλειστά τα δάχτυλα, ώστε ο άλλος να κολλήσει με φόρα και με δύναμη το δικό του χέρι (πάλι με την παλάμη τεντωμένη αλλά κλειστή) πάνω στο δικό μας και να ενωθούν απότομα τα χέρια αυτά κάνοντας κλακ! Μεγάλη γκαντεμιά το να αστοχήσεις.

Πρακτική που εφαρμόζεται κυρίως μεταξύ αντρών, από τα πολύ παιδικά χρόνια μέχρι την μέση ηλικία περίπου. Δεν έχω ιδέα από πού μπορεί να βαστάει. Μου θυμίζει δε, το κοριτσίστικο πιάσε κόκκινο!.

- Δε νομίζεις ότι ήρθε η ώρα να στρίψουμε κανα καλό;
- Κόλλα το ρε μαλάκα, γι' αυτό σε πάω!

Got a better definition? Add it!

Published

Παλιά λέξη για τις απανωτές στροφές του οδικού δικτύου. Οι κορδέλες συναντώνται κυρίως σε επαρχιακούς δρόμους. Όταν έχει κίνηση είναι επικίνδυνες και δυσάρεστες. Στην καλύτερη περίπτωση, είναι βαρετές. Λέγονται έτσι γιατί, αν δεις αυτό το οδικό δίκτυο από αέρος, μοιάζει να έχει τον κυματισμό μιας κορδέλας.

Λέγονται και «φουρκέτες».

- Να πάρουμε και τον μικρό μαζί στην Εύβοια αυτό το σουκού, ή θα ξεράσει πάλι στις κορδέλες; - Το να ξεράσει σε μάρανε, που κάθε φορά κινδυνεύουμε να μας σκοτώσεις με τις προσπεράσεις σου...

(από ironick, 01/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Σεσί νε πά σλανγκ, άι νόου, αλλά μ΄έπιασε να παρανομήσω.)

  1. Ισιώνω την στροφή όταν δεν την ακολουθώ πιστά, την κόβω όσο πιο κάθετα μπορώ. Αγαπημένο παιχνίδι των καυλόγκαζων, ιδίως σε ορισμένους επαρχιακούς δρόμους (η Χίος έχει ένα ωραίο τέτοιο σημείο, αν θυμάμαι καλά είναι μεταξύ λιμανιού και Μεστών), όπου οι στροφές είναι απανωτές, υπάρχει πλήρης ορατότητα, κι έτσι τις ισιώνεις όλες μαζί, τουτέστιν για 4-5 ψαλίδες εσύ πας ντουγρού -μεγάλη κάβλα. Παρόλ' αυτά όμως, έχει πλάκα κι όταν δεν έχεις ιδιαίτερη ορατότητα. Με το ίσιωμα της στροφής κερδίζεις σε χρόνο, κουράζεις λιγότερο το αυτοκίνητο και τη μέση σου, σπας όμως τα νεύρα του κατακαημένου συνοδηγού.

  2. Ισιώνω το γλυκό, την πίτα, τον μουσακά, την τούρτα, το ζελέ. Η κλασική δικαιολογία ώστε να το φας τελικά ολόκληρο. Το ίσιωμα ενός φαγητού ή γλυκού είναι μέγας ψυχαναγκασμός της άπληστης και ναρκισσιστικής προσωπικότητας που θέλει όλα να τα ελέγχει. Είναι κάτι σα να σπας μπιμπίκια. Αν δεν τα σπάσεις όλα, δεν ησυχάζεις. Αν λοιπόν αρχίσεις και τρως πχ. ένα γλυκό μέσα από το ταψί ή την φόρμα του, δηλαδή το έχεις ολόκληρο μπροστά σου, ξέρεις ότι κάποια στιγμή πρέπει να σταματήσεις -επειδή είναι παχυντικό, επειδή δεν είναι ευγενικό να μη βρουν τίποτα οι άλλοι, επειδή θα ξεράσεις στο τέλος, επειδή, επειδή. Για να το καταφέρεις αυτό, προφασίζεσαι ότι θα φας τόσο μέχρι που θα ισιώσει το υπόλοιπο (έτσι, για το μάτι), δεν θα έχει δηλαδή προεξοχές, καμπύλες και λοιπές προκλήσεις. Πώς γίνεται όμως και δεν ισιώνει ποτέ και στο τέλος τρώγεται όλο, άγνωστο.

  1. Ρε μαλάκα, κόφ' το επιτέλους, μας έχεις γαμήσει να ισιώνεις τις στροφές, έχεις κι άλλους μέσα στ' αμάξι ξέρεις...

  2. - Έλα ρε! μην τρως άλλο ρε πστ!, δεν θα μείνει τίποτα για μαααας!
    - Τώρα, τώρα, να το ισιώσω και τέλος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για έναν μαλάκα γίνονται όλα. Για έναν μαλάκα πάνε όλα σκατά. Ένας μαλάκας είναι πάντα από τον οποίον αρχίζει όλο το κακό. Είτε είναι ένα απλό μποτιλιάρισμα, είτε μια μπίζνα που χάλασε, ή το κακό του ανθρωπίνου γένους γενικότερα. Για έναν μαλάκα πάντα γαμιέται ο Δίας -κι από κει και πέρα μας παίρνει η μπάλα όλους...

Στην εκφορά της φράσης τονίζουμε ως εξής: για έναν μαλάκα. Ανάμεσα στο για και το έ-, κάνουμε μια μικρή παύση -με τη γλωττίδα, σα να μιλούσαμε γερμανικά.

  1. - Εντάξει με την παραγωγή;
    - Μπα. Είμαστε εκπρόθεσμοι και χάνουμε τα λεφτά. Για έναν μαλάκα. Επειδή χωρίζει το αρχίδι, τα γάμησε όλα, μια δουλειά σωστή δεν έκανε και πήγαν όλα για πέταμα.

  2. - Πω ρε κίνηση, τι σταδγιάλα, αφού πέρα μακριά είναι άδειος ο δρόμος!
    - Ε αφού τώρα βρήκε να ξεφορτώσει κι έχει κλείσει δυο λωρίδες ο μαλακαρχίδης, δε βλέπεις;
    - Για έναν μαλάκα, ρε πούστη, για έναν μαλάκα πάντα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξεπίτηδες αγγλιά.
Από λογοπαίγνιο με τα:
bitch = σκύλα = μπιτς beach = παραλία = μπιτς (ή μπητς, άντε)

Μπορείς να το πεις, πχ σε μπατσίνα ή σε τροχομπατσίνα, και άντε μετά να σου πει περί εξύβρισης αρχής και κολοκύθια τούμπανα.

Είσαι πολύ παραλία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το άσμα λέει «χάρτινο το φεγγαράκι», και ο εξοργισμένος οδηγός που παραμένει καθηλωμένος επειδή ο μπροστινός δεν έχει δει το πράσινο στρογγυλό φανάρι της τροχαίας, αναφωνεί «πράσινο το φεγγαράκι!»

(εντός του ορισμού)

Got a better definition? Add it!

Published

Είναι η γκόμενα που, κατά την διάρκεια της σχέσης της με τον άντρα των ονείρων της, τον βλέπει μια μέρα να φεύγει μακριά της στο εικονικό μέτωπο που λέγεται φανταριλίκι. Η φανταρογκόμενα βασικά πήζει όσο κι ο φαντάρος (λέμε τώρα...), όχι επειδή είναι μόνη, να μην τα παραλέμε, αλλά επειδή κάθε μα κάθε που ο φαντάρος παίρνει άδεια, πρέπει να υφίσταται έστω και για λιγουλινάκι τον πόνο του και να κάνει τουμπεκί ακούγοντας όλες αυτές τις συνήθως, αλλά ευτυχώς όχι πάντα, θεοβάρετες ιστορίες (κάτι χειρότερο από το ποδόσφαιρο) γιατί τον αγαπάει -ή επειδή έτσι πρέπει να δείχνει.

Έχουν γίνει πολλά φριχτά κατά τις μεγάλες αυτές στιγμές. Έχουν αποφασίσει φανταρογκόμενες να τον χωρίσουν επειδή είναι ευκαιρία (!). Άλλες έχουν παραπλανηθεί από την απουσία και έχουν πιστέψει ότι πράγματι τον θέλανε πάντα και ότι οι εκάστοτε αμφιβολίες τους ήταν παραμύθια -και τελικά ο οριστικός χωρισμός λαμβάνει χώρα άμα τη απολύσει του φαντάρου ή λίγο πιο μετά.

Άλλες όμως στενάζουν πραγματικά που δεν τον έχουν κοντά τους και δεν χάνουν επισκεπτήριο για επισκεπτήριο, περιμένουν στα αεροδρόμια και στα λιμάνια, είναι κρεμασμένες από το τηλέφωνο, θα του δώσουν και μπόλικα τηλεφωνικά γαμήσια να τον στείλουν στα ουράνια...

Όλ' αυτά χωρίς να μπούμε στις λεπτομέρειες της αντίθετης πλευράς (την ανακούφιση του φαντάρου που επιτέλους δεν θα την ξαναδεί για ένα διάστημα, ή αντίθετα τον πόνο του που δεν θα την ξαναδεί σύντομα, την ανακάλυψή του ότι υπάρχουν και οι πουτάνες, την ανακάλυψή του ότι υπάρχουν και οι τουρίστριες, την ανακάλυψή του ότι υπάρχουν και οι άντρες, κλπκλπκλπ)

Η διαφορά μεταξύ φανταρογκόμενας και φαντάρου δεν είναι απλώς το ότι αυτός τραβάει άλλο ζόρι από αυτήν, είναι και το ότι αυτός μια φορά θα πάει, ενώ αυτή μπορεί να το ζήσει πολλές φορές το σενάριο αυτό. Είναι βέβαια σημαντικό για το σιβί σου να έχεις διατελέσει φανταρογκόμενα, είναι εμπειρία που συγγενεύει από μακριά με αυτή του φαντάρου, είναι ρε παιδί μου σα να τον έχεις τον άλλον στη φυλακή ή στο νοσοκομείο, ή για να το πω πιο ζεστά: σα να τον έχεις παιδί σου -και η σχέση παίρνει άλλο χρώμα, και κει οφείλεις να δεις τι νιώθεις γι' αυτόν τον καψερό.

Αρκεί να σου αρέσει αυτό που θα ανακαλύψειςςςςς...

- Πόσες φορές έχεις κάνει φανταρογκόμενα;
- Τρεις...
- Όχι ρε πούστη! Εγώ μία και τά 'χα φτύσει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καθότι τα αθώα αρνάκια και τα αγαθά βόδια δεν διακρίνονται για την ευφυΐα, την ευκινησία και την ταχύτητά τους, χαρακτηρίζουμε κατ' εικόνα τους αρνόβοϊδο έναν νωθρό και χαμηλής αντίληψης άνθρωπο, αυτόν που σέρνεται, που στέκει εμπόδιο μπροστά μας, είτε εποχούμενος, είτε πεζός, είτε κυριολεκτικώς, είτε μεταφορικώς.

- (Μπιμπιμπιιιιιιιιιιιιιιιιπ!) Πρρρρρρρρρρ αρνόβοιδα! Πρρρρρρρρρρρρ! Πράσινο το φεγγαράκιιιιιιιιιιιι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως λέμε καρέτα-καρέτα και μονάχους-μονάχους, μπορούμε να πούμε πολλά εις διπλούν ώστε να δοθεί έμφαση σε κάθε χαρακτηρισμό μας.

Ο γαμημένος γαμημένος όμως, δεν είναι ακριβώς η ίδια λέξη δυο φορές. Την πρώτη φορά είναι επιθετική μετοχή, την δεύτερη είναι κατηγορούμενο (αν τα θυμάμαι σωστά τα γραμματικά μου). Είναι δηλαδή διαφορετικό από τα γαϊδουρογάιδαρος, μιζερομίζερος κλπ. Σα να λέμε «ο μαλάκας ο μαλάκας», «ο μαλάκας ο παπάρας», «ο γαμημένος μαλάκας», και ούτω καθ' εξής.

- Και, δηλαδή, σου την είπε κι από πάνω;
- Ναι ο γαμημένος γαμημένος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φορτίο που κουβαλάει ο γάιδαρος. Επίσης ο ίδιος ο γάιδαρος.

Είναι όμως και ο ιδιαίτερα εύσωμος άντρας (ή και γυναίκα), ο ντουλάπας, ο μπουλντόζας, ο Κ.Δ.Ο.Α., η νταρντάνα.

Επίσης ο αναίσθητος, το παχύδερμο, ο που δεν καταλαβαίνει Τζίζα.

- Μεγάλωσε ο γιος σου!
- Τι μεγάλωσε, γομάρι έγινε...
(και πέφτει καρπαζιά στο γομάρι, ωραίος πατέρας)

(από Khan, 24/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified