Η φλόμπα, το μπάζο, η ξεπλένω, γενικά μια σκέτη ομορφιά ένα πράμα, μια γυναίκα ουχί μόνον τέρας ασχήμιας, κοντή, χοντρή, αντισέξ, κακοντυμένη, βρωμερή, τρισάθλια και τα λοιπά, αλλά και ψιλο-μαλακοβιόλα ή και άκρως αντιπαθής.

Ηλικία: ό,τι.

Τι μου την έφερες τη στρέμπα ρε πούστη στο πάρτυ, δε φτάνει που είναι σα γαμώ τον Χριστό μου μέσα, μας ξενέρωσε και με τις μαλακίες που έλεγε όλη νύχτα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το μαγαζί που πουλάει λογιών λογιών καπότες. Κάποτες υπήρχε ένα τέτοιο στην Κάνιγγος νομίζω, κι άλλο ένα κάπου κοντά στην Φειδίου, ή λέω το ίδιο, τεσπα κει μέσα μπορούσες να βρεις ό,τι σχήμα (σε μορφή ζώου, φαντασματακίου, καρτούν κλπ), χρώμα, άρωμα και γεύση καπότας ήθελες. Για την σαχλή ιστορία του πράγματος, είχα πάει προ πολλών ετών με τον πατέρα μου στο Άμστερνταμ, πολύ προτού σκάσουν μύτη αυτά δω χάμου, και κει που βολτάραμε, περάσαμε απ' έξω από ένα τέτοιο. Καθώς δεν τα ήξερα και δεν είδα προσεκτικά την βιτρίνα, μου φάνηκε ότι ήταν ένα μαγαζί με curiosités και είπα στον καημένο τον πατέρα μου «πάμε μέσα να δούμε» και μπήκε κι αυτός μαζί μου αφηρημένος. Όταν κατάλαβε σε τι μαγαζί ήμασταν κόμπλαρε, εγώ το ίδιο, αλλά το παίξαμε άνετοι (ε, ο πατέρας μου είχε πάει προς την πόρτα με ελαφρά πηδηματάκια), διάλεξα μερικές για τους φίλους μου, και τότε η ταμίας μας κοιτάει και τους δύο μαζί συνωμοτικά και μου λέει: «Αυτές είναι για να παίξετε, θα σας δώσω και μερικές κανονικές για την πράξη»...

Λέγεται και κοντομερί από το γαλλικό condommerie.

  1. Προς τιμήν του εξαφανισμένου Γκατς, να χώσω και ένα λογοπαίγνιο: καποτάδικο είναι το στέκι όπου συχνάζουν νέοι μιας κάποιας ηλικίας. Από το «κάποτε».

Θα μπορούσε να λέγεται έτσι και η ντισκοτέκ Ρετρό (αν υπάρχει ακόμα) ή ένα άλλο παρεμφερές κλαμπάκι που δεν ξέρω πώς το λένε, ξέρω όμως ότι υπάρχει κάπου προς Φάληρο;;; (το έμεντάλ μου μέσα...)

  1. - Ρε συ υπάρχουν ακόμα καποτάδικα ή έχουν κλείσει; - Γούγλαρέ το και θα δεις.
    ...
    (μετά από λίγο)
    - Λοιπόν μπες εδώ και θα βρεις μάλλον αυτό που έλεγες:
    http://stellanelcielo.blogspot.com/2009/04/blog-post_15.html

  2. Θα πάμε σε κανα μπαράκι της προκοπής απόψε ή θα με πας πάλι σε καποτάδικο;

Aν γνωστές φίρμες έβγαζαν καπότες... (από allivegp, 01/08/09)Oυροδόχοι κύστεις χοίρων (από allivegp, 01/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχω επίσημη δικαιολογία σήμερα για την σκατολογική μου αναφορά, να με συγνωμείτε δηλαδής, αλλά έπρεπε να κάνω προσθήκη ορισμού στο λήμμα αυτό, καθότι αναφερόταν μόνο στον εμετό και χρειάζομαι και την άλλη του σημασία για ένα λινκ που ετοιμάζω...

Ρουκέτα λοιπόν εστί μεταξύ άλλων η αιφνίδια αποβολή υγρών περιττωμάτων από του πρωκτού, οφειλομένη σε κάποια ίωση, ή σε κάποια δηλητηρίαση, πιθανόν δε και σε απλή βρώση καθακρτικών εδεσμάτων (κολοκυθάκια, μελιτζάνες, φρούτα και λαχανικά γενικώς). Η σωματική αυτή στιγμή αποκαλείται σλανκγιστί «ρουκέτα» διότι θυμίζει την εκσφενδόνιση της ρουκέτας από του στομίου του εκτοξευτήρος της.

Το είπα πολύ ευγενικά, νομίζω.

Τομπούστη, τι σκατά πάλι είχε φάει... όλη νύχτα ήταν στην τουαλέτα και αμόλαγε ρουκέτες, το σίχαμα...

Houston Rockets (από allivegp, 03/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Από τον πάτο μέχρι την κορυφή, από την κορυφή μέχρι τα νύχια, από πάνω ώς κάτω. Δεν υπάρχει δηλαδή ούτε ένα τετραγωνικό εκατοστό του σώματός μου που να μην:

α. πονάει
β. μυρίζει
γ. το έχουν δείρει
δ. έχει βραχεί

Επίσης έχουμε την έκφραση «χέζω / στολίζω κάποιον πατόκορφα», δηλαδή τον μαλώνω / βρίζω πάρα πολύ.

Μπορεί βέβαια να συμβεί και στ' αλήθεια αυτό...

Τέλος, χρησιμοποιείται καλά και σε μια ωραία ευχή (παρ.7)

  1. Σήμερα το πρωί δεν μπορούσα να σηκωθώ καλά-καλά από το κρεβάτι, πονούσα πατόκορφα από την χθεσινή γυμναστική.

  2. Καλό κορίτσι η Στέλλα, αλλά μποχάει πατόκορφα, κάποιος πρέπει να της μιλήσει για το Ρεξόνα...

  3. Τον έκανε λιώμα στο ξύλο, τον βάραγε πατόκορφα για ένα δεκάλεπτο.

  4. Δεν πήρα στα σοβαρά το δελτίο καιρού και βγήκα χωρίς ομπρέλα. Έγινα μούσκεμα, βράχηκα πατόκορφα...

  5. Την έκανες τη μαλακία σου και τώρα κάτσε και περίμενε να σε χέσει πατόκορφα ο πατέρας σου...

  6. Πήγα να του αλλάξω πάνα του μικρού και, μόλις τον είχα καθαρίσει, του φεύγει μια ρουκέτα και με στόλισε πατόκορφα ρε πστ!

  7. - Μωρή καριόλα, το στοπ δεν το είδες;
    - Γαμιέσαι πατόκορφα ρε μαλακοκαύλη, που θα με πεις εμένα καριόλα, εσύ έχεις ένα στοπ να, σαν την κωλάρα σου, εγώ έχω προτεραιότητα, μαλάκα!
    (από τρακάρισμα με κορίτσι για σπίτι που έχει δίκιο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Νιώθω μυικό πόνο μετά από έντονη γυμναστική
  2. Σκεβρώνω, έχω τραβήγματα στο σώμα από κάποια απότομη κίνηση με την οποία πειράχτηκε κάποιο νεύρο (πχ. λουμπάγκο)
  3. Παρεξηγούμαι
  4. Αρχίζω έναν καυγά
  5. Είμαι κατειλημμένος
  1. - Χθες το παράκανα στο γυμναστήριο και έχω πιαστεί άσχημα.
    - Κάνε διατάσεις και θα συνέλθεις.

  2. Πολλή υγρασία έχει εδώ. Μια κίνηση έκανα και πιάστηκα άσχημα στη μέση.

  3. Καλά, γιατί πιάστηκες έτσι ρε μαλάκα, για καλό σου το είπα, δεν σε έβρισα!

  4. Πιαστήκανε στον καυγά και δεν μπορούσε κανείς να τους χωρίσει.

5.α. Δεν μπορείτε να καθήσετε εδώ, η θέση είναι πιασμένη.
5.β. Τζάμπα καμάκι κάνεις, η Τίνα είναι πιασμένη και δεν έχει μάτια γι' άλλον.

Got a better definition? Add it!

Published

Το αντίθετο του πρόχειρου. Το λέμε για ρούχα (στον πληθυντικό), για σχολικά τετράδια, κλπ.

Σεσί ν'ε πα σλανγκ, αλλά κάτι προς τα κει μεριά είναι.

  1. Μια φορά δεν έχω δει την κοπέλα αυτή ντυμένη πρόχειρα, όλο τα καλά της φοράει.

  2. Πάλι ξέχασα ο μαλάκας να περάσω από το πρόχειρο στο καλό ένα θέμα και θα με κόψουνε...

(το έχει πάθει η υποφαινομένη, αλλά δεν κόπηκε γιατί ο καθηγητής της ήξερε τι ούφο είχε για μαθήτρια)

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Πιστή στην φροϋδική θεωρία περί γλώσσας λανθάνουσας, θεωρώ ότι ουχί τυχαία η αρχιδίλα αναρτήθηκε με κεφαλαίο Α- στο Δ.Π. από τον συνάδελφο συσλανγκιστή BuBis, πλην αλλ' όμως οφείλω να την υποβιβάσω και να την αναρτήσω στο καλό με μικρό, πρώτον επειδή, εκτός εξαιρέσεων, δεν δεχόμαστε κεφαλαία εμείς εδώ στο σλανγκρ, δεύτερον επειδή, ε, όσο και νά'ναι, η αρχιδίλα δεν μπορεί να συγκριθεί με τη μουνίλα κι ας ανήκει στο ισχυρό φύλο. Καλό γι' αυτήν.

    Την αρχιδίλα λοιπόν γνωρίζουν καλά όσες γυναίκες έχουν κατέβει χαμηλά σε αυτή τη ζωή, έχουν δηλαδή φτάσει εκεί όπου ο άντρας δεν μπορεί να σκύψει άλλο. Αυτά, βέβαια, υπό Κ.Σ., καθότι ως γνωστόν υπάρχουν και άντρες που έχουν βρεθεί εκεί, καθώς και γυναίκες που δεν βρέθηκαν ποτέ και ούτε πρόκειται (λεσβίες, αγάμητες, ξενέρωτες, πουτσοφοβικές, οι μαμάδες μας οι καημένες πολύ πιθανόν, και άλλες).

    Η αρχιδίλα είναι μια ύπουλη οσμή που δεν εντοπίζεται εξ' αποστάσεως. Μπορεί βέβαια να περάσει στο τζην που έχει να πλυθεί κάτι βδομάδες, αλλά και πάλι είναι ακαθόριστο το αν πρόκειται περί αρχιδίλας ή περί της γνωστής μπόχας του ρούχου αυτού όταν έχει τσακωθεί με τα σαπούνια.

    Είναι μια διακριτική, θα λέγαμε, μυρουδιά, η οποία όμως σε ξεγελάει, διότι τελικά μένει στα ρουθούνια σου. Δεν είναι απαραιτήτως προϊόν απλυσιάς. Τα καημένα τα αρχίδια, ναι, αυτά τα ανεξάρτητα κρατίδια επί του αντρικού σώματος, που κινούνται αργά ωσάν τον σαλίγκαρο, αλλά ταυτοχρόνως αλλοπρόσαλλα και ακατάπαυστα, ανεξαρτήτως του αν ο φέρων αυτά είναι έγκαυλος ή όχι (πολύ αστείο πράμα αυτό ομολογουμένως), τα αρχίδια λοιπόν δεν είναι κάτι το βρωμερόν και τρισάθλιον, δεν εκκρίνουν τίποτε το δύσοσμο, δεν μαζεύουν τυρί τόσο εύκολα όσο ο πέοντας, έχουν όμως την ατυχία να βρίσκονται στα σκοτάδια του Ερέβους και κει μέσα δεν αερίζονται όπως θα έπρεπε. Στριμώχνονται από στενά παντελόνια και σκληρά συνήθως υφάσματα, ζουλιούνται από τις ραφές, υπερθερμαίνονται από το καθισιό ή την καθιστική εργασία (και εκδικούνται ωσεκτουτού τον άντρα με στειρότητα), άρα επομένως συνεπώς όλο και αναδίνουν κάποια παραπανίσια μυρουδιά. Ακόμα και μετά το σαπούνι, παρόλο το διακριτικό της οσμής τους, την καταλαβαίνεις.

    Έχει κάτι από τη μυρουδιά του σπέρματος, κάτι από τη μυρουδιά του δέρματος, είναι ήσυχη και υπόκωφη, τεσπα είναι ακαθόριστη και ανάμικτα συμπαθητική και απωθητική. Προσώπικαλυ δεν έχω ιδέα τι γίνεται με την περίπτωση των αποτριχωμένων αρχιδιών, η ζωή δεν μου έχει διδάξει τόσα... Κάποιος /-α όμως που πιθανόν να ξέρει ή να έχει ακούσει, παρακαλώ να μας πει αν μυρίζουν το ίδιο ή όχι.

  2. Συνώνυμο της μπακουριάς, του αρχιδόκαμπου.

  1. Πάμε να φύγουμε, πολύ αρχιδίλα μυρίζει εδώ μέσα...

  2. Πάμε να φύγουμε, πολλή αρχιδίλα έχει μαζευτεί εδώ μέσα...

(από nick, 04/08/09)(από nick, 04/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Μπω Μπρυμέλ (Μπο Μπρυμέλ, Μπω Μπρυμμέλ ή Μπω Μπρουμέλ ή Μπο Μπρουμέλ, ή Μπο Μπριμέλ, τέσπα ο Beau Brummell, ο ωραίος Μπράμελ που γαλλοποιήθηκε και γι' αυτό τον γνωρίζουμε ως Μπρυμέλ, 1778-1840), ήταν Άγγλος αυλικός, δανδής, κολλημένος με το ρούχο (έκανε, λέει η Βίκυ, πέντε ώρες για να ντυθεί), μόδιστρος, λάτρης των φουλαριών, των προ-γραβατών, αυτός που τέσπα οδήγησε, κατά την Βίκυ πάντα, την αντρική μόδα στο σημερινό κοστούμι με γραβάτα, παρόλο που ο ίδιος τα φαντάστηκε αρκετά πιο φραμπαλάτα τα πράματα. Πέθανε από σύφιλη (κλασικά), εξόριστος στη Γαλλία, καταχρεωμένος (κλασικά).

Το όνομά του έχει χρησιμοποιηθεί για εστιατόρια, κέντρα, ροκ μπάντα, η ζωή του έχει γίνει ταινία ουκ ολίγες φορές, μέχρι και όπερα. Στο ελλαδιστάν έχουμε το σικάτο εστιατόριο Beau Brummel στην Κηφισιά, φυσικά με ένα -l...

Το όνομά του συνδυάστηκε απόλυτα με την έννοια του δανδή. Λέμε λοιπόν Μπω Μπρυμέλ τον «ωραίο της παρέας» (όπως πρότεινε ο σλανγκονονός Μπούμπις), κάποιον δηλαδή πραγματικά ή δήθεν γόη, γαμίκο, δανδή, σωραίο, ποζερά.

Ο BuBis το πρότεινε «Μπο Μπρουμέλ», αλλά προτίμησα την παλιά γραφή (απλουστεύοντάς την κατά ένα -μ-), διότι μου κάνει πολύ πιο τσ-ξςςςς!... έτσι.

  1. Πω πω τι Μπω Μπρυμέλ έχεις γίνει ρε πστ! Δυο ώρες στέκεσαι σα χάνος μπροστά από την ανοιγμένη ντουλάπα και πάλι γκρινιάζεις ότι δεν έχεις τι να φορέσεις; Δεν μας τα είχες πει αυτά όταν σε γνώρισα... Άντε πάμε να φύγουμε, πάλι τελευταίοι θα φτάσουμε... Δεν τα καταλαβαίνω αυτά τα πράγματα... Θες να κάνουμε εμφάνιση, ε, αυτό είναι; Θα έχει εκεί τίποτα νόστιμες;

  2. Έλα, κάνε τώρα ένα search για Τσοχατζόπουλος Μπρούμελ και συμπλήρωσε το λήμμα. Ο Τσοχατζό ήταν χρόνια γνωστός ως «ο ωραίος Μπρούμελ του συγκροτήματος». Φαντάζομαι ότι σου διέφυγε...
    (ΠΜ που μου έστειλε ο Πονηρός μόλις έβγαλα το λήμμα στο κλαρί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σε απεξάρτηση ναρκομανής που κατέφυγε στον Ο.ΚΑ.ΝΑ. ή ο εργαζόμενος θεραπευτής εκεί.

Η χρήση του όρου δεν είναι πάντοτε ειρωνική.

  1. Οι κάτοικοι της περιοχής έχουν θέμα με τους οκανάδες και θέλουν να το κλείσουν το μαγαζί.

  2. (αυτοαναφορικόνε) Ελπίζω ο Μαυρόγιαννος να μην το πήρε με την πρώτη έννοια όταν είπα ότι πιθανόν να είναι οκανάς.

  3. Τι ακριβώς θες σήμερα; Να πάρεις την καθημερινή σου δόση;
    Δεν είμαι ο διαδικτυακός ΟΚΑΝΑς μανδάμ!
    (από μπλογκ)

Got a better definition? Add it!

Published

Σλανγκική γελοιοποίηση ή ακόμα ακόμα (sic) και γαλλοποίηση της έκφρασης «ως εκ τούτου».

Η έκφραση ενοποιείται και επίσης τονίζεται στο τέλος, αφενός θυμίζοντας το τουτού και ηχώντας λίγο σαχλά και παιδικά, αφετέρου μοιάζοντας με γαλλική έκφραση (χρειάζεται δε και την κατάλληλη πγοφογά), οπότε παίρνει μια αύρα επισημότητας και καλά.

Σλανγκασίστ: Βράστας

Είμαι πολύ κουγασμένη... Ωσεκτουτού, αγάπη μου, λέω το βγάδυ να μείνουμε μέσα.

Ωσεκtautou (από Vrastaman, 05/08/09)Τουτου (από Vrastaman, 05/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified