Οι γόπες που αφήνουν στο τασάκι ορισμένοι καπνιστές, οι οποίοι δεν καπνίζουν ολόκληρα τα τσιγάρα τους, επειδή:

α. δεν το σηκώνουν κι ας προσπαθούν
β. προσπαθούν να το ελαττώσουν
γ. δεν βρήκαν στο περίπτερο τη μάρκα τους και κάνουν τράκα και δεν τους αρέσει
δ. έτσι είδαν την γιαγιά τους να το κάνει
ε. άλλο

Λέγονται και αυτοκρατορικές. Παρόλο όμως που η έκφραση υπονοεί την σπατάλη χρημάτων και καπνού από τη μεριά του καπνιστή, η πραγματική μας ανάγκη για τσιγάρο πολύ συχνά δεν ξεπερνάει τις τρεις τζούρες, πράγμα που το ήξεραν καλά οι Σοβιετικοί, απόδειξη τα κλασικά ρώσικα τσιγάρα της εργατιάς, η τζιβάνα των οποίων (δεν μιλάμε για φίλτρο, εννοείται) είναι περί τα 5 εκατοστά και ο καπνός ίσα που φτάνει τα 2,5. Δύο τζούρες τρεις, και στη δουλειά πάλι. Αλλά μιλάμε για βαρύ τσιγάρο, όχι αστεία!

- Πέρασε από δω η Λίλιαν;
- Πού το κατάλαβες;
- Είδα στα τασάκια βασιλικές γόπες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρκάρω κάποιον = αφήνω κάποιον (τα παππουλούκια μου ή τα παιδιά μου ή το σκυλί μου ή το γατί μου) σε κάποιον άλλον για να τον/την φροντίζουν όσο λείπω για βραδινή έξοδο, διακοπές, καφεδάκι, ψώνια, κλπ.

Η έκφραση είναι υποτιμητική για το υποκείμενο. Λέγεται είτε όταν δεν θέλουμε να δείξουμε συναίσθημα κι ας το νιώθουμε, ή όταν πράγματι δεν το νιώθουμε και αντιμετωπίζουμε όλα αυτά τα πλάσματα σαν να ήταν αυτοκίνητο για παρκάρισμα όπου, αρκεί να το παρκάρουμε και να τελειώνουμε.

Ρε συ Κάτια, δεν παρκάρουμε τα μικρά σήμερα στους δικούς σου γονείς; Σειρά τους είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τελευταίο κρασί που περίσσεψε στο βαρέλι. Έχει ιδιαίτερη μυρωδιά και βαριά γεύση και είναι κάπως θολό, καθότι έχει ίχνη από το κατακάθι.

Σε κάποιους αρέσει, αλλά δεν είθισται να το προσφέρουμε.

Από το ρήμα σώνομαι = τελειώνω.

- Άντε γεια μας!
- Γεια μας!
(...)
- Μπλιάχ! Τι σκατά κρασί μας έδωσε ο μαλάκας; Θα πάθουμε τίποτα!
- Μ, ναι, σώσμα μας έφερε. Δεν θα πάθεις τίποτα, αλλά κάτσε να του πω του αρχίδαμου να μας φέρει από το καινούργιο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χόρτασα, έφαγα του σκασμού και δεν χωράει ούτε μια γουλιά νερό μέσα μου. Λέγεται και όγκωσα. Πιθανολογώ, από τη λέξη όγκος.

Βλ. και πλετήκωσα και ερέντηρα.

Ανώμαλο ρήμα με 2 μόνο τύπους: έγκωσα, έχω 'γκώσει.

- Αααααααααααααααχ! Το φχαριστήθηκα! Καιρό είχα να φάω τόσο καλά!
- Ναι, και γω, αλλά το παράκανα και έχω γκώσει άσχημα τώρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χμού είναι το «χμ», το οσφρητικό «χμ», το οσφρητικό μεταφορικά και κυριολεκτικά. Είναι αυτό που διακρίνεται στο πολύ βάθος, που είναι μόνο για λεπτές μύτες και απευθύνεται μόνο σε λεπτά γούστα και καλά. Α touch, μία ιδέα, πίσω-πίσω, ένα ίχνος, μία στάξη, μια μυρωδιά, μια πρέζα, μία υποψία.

Δηλαδή. Δοκιμάζουμε ένα άρωμα στον Χόντο και δεν μας αρέσει γιατί διακρίνουμε ένα χμού γιασεμιού -και μεις με το γιασεμί, δεν. Ή δοκιμάζουμε το φαγητό που ετοιμάζουμε και βλέπουμε ότι του λείπει κάτι: θέλει ένα χμού από μοσχοκάρυδο.

Ο όρος όμως χρησιμοποιείται και ευρέως, βλ. παράδειγμα.

Τονίζεται απαραιτήτως.

- Ωραίος γκόμενος!
- Είδες; Έχει και ένα χμού από Τζουντ Λω, το μανάρι...

(από ironick, 04/09/09)(από ironick, 04/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναστάτωση, αναταραχή, πανικός, παραζάλη, χαμός. Δεν πρόκειται για κάτι ντε και καλά δυσάρεστο, συνήθως αναφέρεται σε απλή αναστάτωση της καθημερινότητάς μας εξαιτίας αναπάντεχων γεγονότων, ή συνθηκών που, τελευταία στιγμή, απαιτούν ιδιαίτερο χρόνο από τη ζωή μας. Πολύ συχνά αναφέρεται σε ευχάριστες καταστάσεις, ή σε δυσάρεστες τις οποίες όμως ακόμα δεν θέλουμε να παραδεχτούμε.

Παλιά λέξη, όνομα και πράμα.

  1. Με την αναμπουμπούλα των τελευταίων ημερών δεν πρόλαβα να διαβάσω ούτε εφημερίδα. Τι τον ήθελε τον γάμο η αδερφή μου, τά 'χω παίξει, σου λέω...

  2. - Τι κάνει ρε ο Τάκης; Καιρό έχει να σκάσει μύτη...
    - Μες την αναμπουμπούλα είναι, τρέχει με τον γέρο του σε γιατρούς...

Got a better definition? Add it!

Published

Η ρόμπα, μεταξύ άλλων αξεσουάρ της γυναικείας σπιτικής ενδυματολογίας (ρόλεϊ, κομπινεζόν, παντόφλα, αξεσουάρ πρακτικά -άρα άχαρα, ή φανταχτερά -άρα καβλερά) είναι το σύμβολο της συζύγου, η οποία:

α. την έχει πάρει από κάτω ο γάμος και το μεγάλωμα των παιδιών και δεν πρόλαβε ποτέ ξανά να περιποιηθεί τον εαυτό της

β. με το που καπάρωσε τον μαλάκα παραιτήθηκε αυτομάτως από την προσπάθεια να κρατιέται φιτ, αφέθηκε, ξεχλείλωσε, έγινε ντεκαβλέ, αντισέξ και μπουχέσα

γ. είναι χαμερπούς καταγωγής, δευτεράντζα ένα πράμα, κλατσάρα, τσόκαρο, παντόφλα

δ. έχει και κάτι το πουτανέ (δηλ. η ρόμπα της δεν είναι της λαϊκής αλλά και καλά σέξι, λαμέ, σατέν, μετάξι, βελούδο, ψεύτικα βέβαια), πουτανέ και καβλέ λοιπόν, αλλά προς το «κουρασμένο» και ξεπεσμένο πια...

ε. είναι όλα τα παραπάνω μαζί, άρα καλύπτει όλη τη γκάμα των φαντασιώσεων ενός άντρα που θέλει τη γυναίκα του μάνα, πουτάνα, φίλη

στ. είναι ακόμα μικρή και νόστιμη, αλλά φαίνεται σαφώς ότι θα εξελιχθεί προς κάποιο από τα παραπάνω πρότυπα.

Η λέξη ρόμπα όμως δεν περιορίζεται στον χαρακτηρισμό μιας ελαστικών ηθών, κακού γούστου και πατσουρέ γυναίκας. Χρησιμοποιείται για όλους, με την σημασία «ρεζίλι», όπως αποδίδεται στον άλλον ορισμό.

Σε κάποιες απ' όλες αυτές τις κατηγορίες πιθανόν να αναγνωρίσουμε τη μάνα μας ή την αγαπημένη μας θεία, αλλά τεσπα αυτή είναι η σλανγκ, τι να κάνουμε. Θεναπω ότι πόσες από τις μανάδες μας δεν αφέθηκαν μετά τον γάμο και έγιναν χάλι μαύρο, ας πούμε... Λίγες το απέφυγαν γιατί η εποχή τους είχε άλλες έγνοιες. Χάρη στην καταναλωτική κοινωνία όμως, που έχει και τα καλά της, οι σημερινές μανάδες είναι πιο φροντισμένες, πιο μέσα στη ζωή, πιο σύμβολα του σεξ από τις των περασμένων γενεών. Δεν ξέρω πόσο «μάνες» είναι, αλλά κι αυτό δεν είναι απαραιτήτως κακό...

Αντώνυμο: αρχοντομούνα

- Ωραίο μουνάκι!
- Ρε φίλε, τελικά σου αρέσουν Κάτι Ρόμπες εσένα, ε;
- Ε όχι και ρόμπα το κορίτσι, έχει το νυχάκι της, τα καβλιάρικα τα ρούχα της, το κραγιονάκι της...
- Ντααααξ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ρόμπα, το τσόκαρο, η κλατσάρα. Χωρίς ίχνος σεξουαλικότητας αυτή τη φορά.

Ίσα μωρή παντόφλα που θα μου πεις εμένα πώς να βάφομαι!

Got a better definition? Add it!

Published

Ντυμένη πρόχειρα, δηλ. ουσιαστικά μη εμφανίσιμη. Ένδειξη άνεσης, αδιαφορίας, γκαουσύνης ή καρκατσουλοσύνης.

Με την παντόφλα πάμε στην έβγα της γειτονιάς μας ή στο περίπτερο, δηλαδή πεταγόμαστε στο άψε-σβήσε, άρα δεν χρειάζεται να ντυθούμε με κάτι παραπάνω απ' ότι φοράμε μέσα στο σπίτι.

Με την παντόφλα την βγάζουμε στο σπίτι, επειδή θέλουμε να νιώθουμε άνετα.

Με την παντόφλα δεν θα βγούμε ποτέ για να πάμε για καφέ, ή για ψώνια, ή, εννοείται στη δουλειά, ή σε κανα γάμο (αν και θα είχε πλάκα, τεσπα).

Το λέμε κυρίως για γυναίκες και λιγότερο για τους άντρες, παρόλο που και αυτοί φοράνε παντόφλες. Ίσως επειδή υπάρχει και ο χαρακτηρισμός παντόφλα για μια γυναίκα (βλ. και ρόμπα). Για τους άντρες πιθανόν να έστεκε το «με το φανελάκι» από την διαφήμιση («Και ο παππούς με το φανελάκι;!»), αλλά δεν έπαιξε τελικά κάτι τέτοιο.

Κάτι αμυδρώς αντίστοιχο έχει η έκφραση με την τσίμπλα στο μάτι, δηλαδή απροετοίμαστος, αγουροξυπνημένος, πριν καλά καλά πλυθεί το πρόσωπο μετά τον ύπνο.

  1. - Έλα, πάμε να φύγουμε, τελείωνε!
    - Κάτσε ρε να ντυθώ, δεν μπορώ να βγω με την παντόφλα ρε συ!

  2. - Τι ρούχα να πάρω μαζί μου δηλαδή;
    - Τίποτε καλό, δεν είναι Μύκονος εδώ, είναι άνετη φάση, στυλ με την παντόφλα κιέτσ'...

  3. - Πάω να πάρω τσιγάρα...
    - Έτσι θα βγεις, με την παντόφλα;
    - Ε ναι, χαλαρά, στ' αρχίδια μου...

Got a better definition? Add it!

Published

Είδος χοντρού και κοντού αντρικού παλτού. || (επέκτ., οικ.) πολύ χοντρό παλτό. [βεν. patatuc(o) -α κατά τη λ. κάπα (αρχικά για ναυτικούς)] (Τριανταφυλλίδης)

Βαρύ μάλλινο πανωφόρι για τα βαριά κρύα του χειμώνα. Μάλλινο προβατίσιο ή τραγίσιο ύφασμα, το οποίο είχε περαστεί από το μαντάνι για να πυκνώσει.
(http://www.servitoros.gr/dirfi/view.php/47/798/)

Σήμερα το λέμε αστειευόμενοι μόνο, για το βαρύ παλτό που όμως δεν είναι ιδιαιτέρως κομψό, θυμίζει αμπέχονο ένα πράμα. Και είναι σαφώς μπαμπαδισμός...


Δεν ξέρω αν και στην ελληνική σλανγκ η πατατούκα σημαίνει και τον γάρο, αλλά στην αγγλική, η λέξη reefer έχει και τις 2 έννοιες αυτές.
http://www.answers.com/topic/reefer

  1. μωρη Βασιλου τσακου να βανου τ'πατατουκαμ οξω, φσοκοπα'ι κι θα παγωσου...
    (από την Επανομή, http://www.pardalilexi.gr/words.php?id=784)

  2. - Ωραίο παλτόοοο!
    - Τι; Αυτή η πατατούκα; Επειδή το πουλάει ο Καρούζος 2 χιλιάρικα, ρε ψώνιο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified