Σε ξέρω (συνήθως ενν. «ξέρω τι μαλάκας είσαι») τόσο καλά σα να ήσουνα παιδί μου.

Μέσες-άκρες ισχύει ότι κανείς δεν μας γνωρίζει τόσο καλά όσο η μάνα μας. Συχνά, βέβαια, μια μάνα διαψεύδεται άσχημα, όχι ντε και καλά επειδή τελικά δεν ξέρει τα πάντα για το παιδί της (το οποίο, ως αυτόνομη πια προσωπικότητα μπορεί να παρουσιάσει ευχάριστες ή δυσάρεστες εκπλήξεις), αλλά επειδή, μέσα στο πλαίσιο του γνώθι σαυτόν (το οποίο σπανίζει) η μάνα δεν βλέπει / αναγνωρίζει / παραδέχεται κάποια πράγματα της δικής της συμπεριφοράς που πιθανόν να οδήγησαν το τέκνο της στην διάψευση αυτή.

- Καλά, πού το ήξερες ότι τελικά θα πω στην Βάλια να πάμε μαζί διακοπές και όχι την Κάτια;
- Αφού σ' έχω γεννήσει ρε μαλάκα, σε ξέρω απ' έξω κι ανακατωτά.

Και σε έχω γεννήσει

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αριστερομπαμπαδισμός των εβδομήνταζ για την τηλεόραση. Ίδιας κοπής με τα κουτί και χαζοκούτι. Λέξεις που χρησιμοποιήθηκαν πολύ από όσους απαρνούνταν το (τότε) νέο αυτό υλικό αγαθό.

Είναι το ίδιο (αλλά επί το υποτιμητικότερον) με τη λέξη «τιβί» (ενν. από το αγγλικό t/v).

Βραδια που γυρναω σπανια βλεπω τουβου.Εβλεπα τα ''Υπεροχα πλασματα'' και Singles αλλα και παλι το χω ριξει στις ταινιες και τα χανω.Το πρωι που ξυπναω ανοιγω τουβου και πινω καφε αλλα μετα διαβασμα και παλι δεν παρακολουθω.
(από το νέτι)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τηλεόραση. Βλ. τουβού και χαζοκούτι.

Όπως είπαμε, λέγεται έτσι από όσους την απαρνούνται, βλ. και παράδειγμα.

Μπαμπαδισμός το λιγότερο.

ΚΑΤΑΡΓΗΣΤΕ ΤΗΝ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ - «ΤΗΛΕΚΟΛΑΣΗ». Συγκλονιστική μαρτυρία γιά τό «κουτί τοῦ διαβόλου»!

από... εδώ

Got a better definition? Add it!

Published

Το βιάγκρα του δάσους, όπως λέγεται. Το εξωτικό δέντρο bwa-bande που έχει αφροδισιακές ιδιότητες.

Υπάρχει και ομώνυμο συγκρότημα.

Το δέντρο λέγεται και zabuco, πιθανόν να σχετίζεται, λέω εγώ, με τη Σαμπούκα.

Θυμήθηκα το αντιλλέζικο καβλόξυλο (bwa-bande), που βγαίνει απ’ το ομώνυμο καβλόδεντρο και το βουτάνε στο ρούμι, με προφανείς προσδοκίες.

από το νέτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Που έχει το χρώμα του σπάγγου. Δηλαδή αυτό το καφεγκριχακί.

(δισκλέιμερ: ο Τριαντάφυλλος το δίνει -γγ-).

Ποιο ύφασμα θα αγοράσετε τελικά; Το εκρού ή το σπαγγί;

Got a better definition? Add it!

Published

Η «Αποστολή» μηνύματος, χεσεμές, μέιλ, κλπ ηλεκτρονικών ντεβίτσιων. Χαριτολογώντας πάντα.

- Και πώς το στέλνω;
- Πατάς Αποστόλη κι έφυγε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται όταν κάποιος μας λέει παπαριές λες και θέλει να πιστέψουμε ότι τις πιστεύει. Από τις κλασικές γειώσεις. Υπονοούμε ότι ο ομιλών τα έλεγε αυτά σαν σε όνειρο.

Παρομοίως: «πεινασμένος καρβέλια ονειρεύεται», «σύνελθε», «ξεκόλλα», πού τραγουδάς, «πες μας κι άλλα / τραγούδησέ μας κι άλλο», καλά, τραγούδα κλπ.

  1. - Με 34.000€ Mercedes-Benz C 180 Blue Efficiency ( 1,6 156 αλογα) :iconcool: οσοι το εχουν λενε τα καλυτερα ή αν δεν θες Αστερι πηγαινε στο Mazda 6 1,8 με τα 155 αλογα.
    - και μετα ξυπνησες..

  2. - Ο ΣΤΟΧΟΣ ΤΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝ 11.(ΤΟΝ ΑΜΕΡΙΚΑΝΩΝ)Η ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ ,ΩΣΤΕ ΝΑ ΕΙΝΕ Η ΠΡΩΤΗ ΠΟΥ ΘΑ ΤΟ ΕΞΕΡΕΥΝΗΣΟΥΝ ΔΙΟΤΙ ΚΡΥΒΕΙ ΠΟΛΛΑ ΜΥΣΤΙΚΑ!!!!
    - και μετά ξύπνησες

  3. - Κι εκεί που παίρνω τη στροφή φουλαριστός φέτα με το Χαγιαμπούσα, βρίσκουν κάτω οι μαρσπιέδες και βγάζουν σπίθες!
    - Τί λε ρε φίλε; Και μετά ξύπνησες;
    (από τον ορισμό μαρσπιέ(ς) του Νάκα, σε μας εδώ.

όλα διχτυωτά

Got a better definition? Add it!

Published

Άνθρωπος που πάσχει από πτηνομορφία: ξερακιανή μούρη, στο προφίλ θυμίζει πουλί, δηλ. έχει γαμψή μύτη, κοφτό πηγούνι και κατεβατό προγούλι. Κάτι αντίστοιχο με τον μπιφτεκογέρακα.

Σλανγκ παραλλαγή της λέξης πτηνόμορφος (που έχει κυριολεκτικά χαρακτηριστικά, πχ αντικείμενο -αγγείο, λαβή μαγκούρας, ειδώλιο θεότητας κλπ- που έχει ένα κεφάλι πουλιού την άκρη).

(από Vrastaman, 08/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Τα δάκρυα. Εκφράσεις: αρχίζω τα ζουμιά, με πιάνουν τα ζουμιά, με παίρνουν τα ζουμιά.

  2. Τα χύσια, κυρίως τα γυναικεία (μουνόχυμα, μουνόγαλα, μουνόγαλο), αλλά και τα αντρικά (αγιασμός, γιαούρτια, κατάθεση, λάβα, μαλακία, ματσαφλόκια, μυτζήθρα, παπαροζούμι, παχιά, πέο τζους, πηχτή, σκάγια, σως, το άσπρο που κολλάει, του πουλιού το γάλα, τσουτσού σορόπ, τσουτσουνόζουμο, τυρί, φλόκια, χοντράδια, χυσαμόλι, χύσια, ψωλόχυμα).

Πάντα στον πληθυντικό.

βλ. και με παίρνουν τα σορόπια ορισμός 2.

1.α. Δεν ξαναπάω μαζί σου σινεμά, σε κάθε ταινία σε πιάνουν τα ζουμιά, ρεζίλι με κάνεις!

1.β. Πάνω που πάω να της κάνω μια σοβαρή κουβέντα για τη σχέση μας, την πιάνουν τα ζουμιά και δεν βρίσκω το θάρρος να της πω ότι χωρίζουμε.

  1. Μωρό μου, όχι πάλι στο κρεββάτι, δε γουστάρω πάλι να γεμίσουν τα σεντόνια με ζουμιά, δεν το κάνουμε καλύτερα στο μπάνιο;

Στο 2.47 τον παίρνουν τα ζουμιά (από poniroskylo, 25/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Dum spiro spero στα λατινικά σημαίνει: «Όσο αναπνέω, ελπίζω».

Εννοείται ότι οι μαθητές λατινικών στα σχολεία θα το λογοπαίζανε με μιας: «Dum spiro, σπέρνω» -«όσο αναπνέω σπέρνω», δηλ. χύνω.

Δηλωτικό της αντρικής σεξουαλικής ευρωστίας.

Μπαμπαδισμός αν όχι προ-παππουδισμός.

Βλ. και το ίδιας εποχής Ω ξειν αγγέλειν γονεύσι ότι τήδε κοιμώμεθα τοις κείνων χρήμασι τρεφόμενοι.

- Πώς πάει;
- Μια χαρά!
- Κανα μουνάκι;
- Ε, πάντα. Ντουμ σπίρω, σπέρο!
- Ψςςςςςς! Κουλτουριάρη γαμιά μου εσύ!

Ο θυρεός του St Andrews, στη Σκωτία. (από poniroskylo, 09/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified