Να προσθέσω στον ήδη υπάρχοντα ορισμό ότι η χαριτωμενιά είναι επίσης ένα νάζι το οποίο κάνουμε όταν θέλουμε να καλοπιάσουμε τον άλλον επειδή κάναμε κάποια μαλακιούλα. Χαριτωμενιά μπορεί να κάνει μια γκόμενα, ένα παιδί, ένα κατοικίδιο, όσο για τους άντρες μάλλον θα την κάνουν κατ' ιδίαν και ποτέ δημοσίως, με αποδέκτη την γκόμενά τους, συνήθως. Απαραίτητη προϋπόθεση: τα πάμε ιδιαιτέρως καλά με τον αποδέκτη της χαριτωμενιάς μας, έχουμε τρυφερή σχέση μαζί του/της.

- Τίιιιι μου κουνιέσαι;
- Έλα μωρέ Τασούλη μου, εγώ που σ' αγαπάω...
- Ναι, καλά, κατάλαβα, άσε τις χαριτωμενιές και πες μου τι μαλακία έκανες να δούμε πώς θα τα μπαλώσουμε...

Χαριτοδιπλωμενιά στα 80s (από Galadriel, 14/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

... όπου εδώ, χμ, δεν είναι η γενική πληθυντικού της λέξης ποτό, είναι ένα θαρραλέο γλωσσικό άλμα κατά το οποίο κλίνεται το αδιαμφισβήτητα άκλιτο ως επίρρημα ποτέ. Αυτό γίνεται για να τονιστεί όσο δεν πάει άλλο το απίθανο και το αδύνατο της υπόθεσης για την οποία μιλάμε. Πρόκειται λοιπόν για κάτι που δεν θα συμβεί ποτέ μα ποτέ, στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

Υποθέτω μπορεί να μεταφραστεί και στα αγγλικά ως never of the drinks.

- Xα! τώρα με την οικονομική κρίση θα χορέψει καλά ο Κ.
- Τελέρε, αυτός;! Μη χαίρεσαι! Δεν υπάρχει περίπτωση! Που κραχ να γίνει, αυτός δεν θα μείνει στον δρόμο ποτέ των ποτών, είσαι καλά;

Δες και στο τσακ του τσακός, ποτέ μην πεις ποτό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το ηλεκτρικό κατσαβίδι τύπου μπλακεντέκε. Λέγεται τεμπέλης γιατί όχι μόνο εξυπηρετεί αυτούς που πρέπει να βιδώσουν πολλές βίδες σε λίγο χρόνο αλλά και αυτούς που έχουν πολύ χρόνο, λίγες βίδες και μεγάλη τεμπελιά.

  2. Είναι στο κάθισμα του αυτοκινήτου η βάση στήριξης του χεριού του οδηγού. Ανασηκώνεται και χρησιμεύει και ως ντουλαπάκι. Συναντάται στα νεότερα μοντέλα που ακολουθούν το πρότυπο της μερσεντές.

  1. Ρε Μήτσο, άσ' το κατσαβίδι και πιάσε τον τεμπέλη να τελειώνουμε!

  2. - Ρε Κατερίνα, πού στομπούτσο έχεις βάλει τα τσιγάρα;
    - Κάτω από τον τεμπέλη αγάπη...

Got a better definition? Add it!

Published

Το καλό κορίτσι που δεν φέρνει ποτέ αντίρρηση και ωσεκτουτού τα πηδάει όλα, εξ ου και ο χαρακτηρισμός.

- Γιατί είσαι ρε μαλάκα σ' αυτά τα χάλια;
- Άσε, χώρισα με την Μπέτυ...
- Γιατί ρε μαλάκα, καλό κορίτσι ήτανε.
- Άσε με ρε φίλε με την πηδιόλα, μόνο εσύ δεν την έχεις περάσει.
- ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σαμπουάν, κατά Παπουτσάνη. Ουδέν σχόλιον.

από παλιά διαφήμιση, δεκαετίας 70:
«Ο Παπουτσάνης έχει βγάλει
για όλη σας τη φαμελιά
ένα τεράστιο μπουκάλι
λούσιμο για τα μαλλιά»
...
(για τις ανάγκες της μελωδίας τονίζεται λουσιμό...)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο από καιρό πεθαμένος, αυτός που κοιτάζει τα ραδίκια ανάποδα, που έχει λιώσει για τα καλά κι έχει γίνει λίπασμα, αηδία σκέτη ένα πράμα, αλλά τι να κάνω, να μην το πω;

(καλοκαιρινό ντοκουμέντο)
Βλέπει ο μπάρμπας στο χωριό κάποιους συχωριανούς σε παλιές φωτογραφίες και λέει:
- Ω ρε γαμώτα, κοπριά γινήκαν ούλοι...
Και κουνάει το κεφάλι του και την άλλη στιγμή το έχει ήδη ξεχάσει γιατί αυτός ακόμα είναι ζωντανός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα γεράματα, σε πιο ήπιο χαρακτηρισμό.

- Τι έχω πάθει και ξυπνάω ακόμα και στις διακοπές στις 7:30 το πρωί, ρε πούστη;!
- Φίλε, δεν θέλω να σε στεναχωρήσω, ξέρεις τι σημαίνει αυτό...
- Ξέρω, γεροντάματα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το στίγμα του αγάμητου, κατά την παράδοση. Όποιος το φέρει υποτίθεται πως προδίδει δημοσίως την αγαμία που του έχει ξεχειλίσει από τους πόρους του δέρματος. Τώρα το αν ισχύει αυτό και από επιστημονικής άποψης, προσωπικά δεν το έχω μελετήσει. Στις γυναίκες όμως το πυώδες μπιμπίκι δηλώνει μεταξύ άλλων προεμμηνορυσιακή φάση. Ορμονοδουλειές, δηλαδή.

– Ε άει στο διάολο, σήμερα βρήκε να μου βγει ένα γαμημένο καβλόσπυρο, που έχω ραντεβού με τον Στέλιο, που είδα κι έπαθα να τον ψήσω να βρεθούμε;! Το κέρατό μου μέσα γαμώ!
– Ωχ, και πρέπει να το αναβάλεις, δεν μπορεί να σε δει έτσι, χάλια είσαι!
– Ε αυτό θα κάνω, αλλά πρέπει πρώτα να βρω μια καλή δικαιολογία, μη με πάρει για τρελή. Τρεις μέρες θα πάρει να φύγει αυτή η μαλακία, και μετά θα μού 'ρθει και περίοδος, γάμησέ τα, πώς να τον στείλω για μια βδομάδα και βάλε, μου λες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρρενωπότερη και εμφατικότερη παραλλαγή του κωλοβαράω και, εννοείται, του μαλακίζομαι. Δεν είναι κυριολεκτική η σημασία της λέξης, δεν βαράω τον πούτσο μου δηλαδή (όπως λέμε «βαράω μύγες»), ούτε και τραβάω μαλακία ντε και καλά, απλώς σκοτώνω τον χρόνο μου σα να τα έκανα όλ' αυτά. Για τις δύσκολες στιγμές και τις ώρες που δεν περνάνε με τίποτα. Στο σπίτι, στο γραφείο, στο σχολείο, στην καφετέρια, στον δρόμο, στη ζωή γενικά. Αγαπημένη απασχόληση του Έλληνα, λένε οι κακές γλώσσες. Μάλλον φταίει το κλίμα, δεν εξηγείται αλλιώς.

Χρησιμοποιείται και για γυναίκες κι ας μη διαθέτουν το περίφημο αυτό εργαλείο.

Παράγωγο: η πουτσοβάρα (κατά το κωλοβάρα).

Πουτσοβαράγαμε χθες όλη μέρα στη δουλειά μέχρι που έσκασε η πίπα για του δίδυμους πύργους και μετά δεν σηκώσαμε κώλο για ένα μήνα, φίλε μου! (από το αρχείο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πιο περήφανη κλανιά. Ηχεί δυνατή και καθάρια ακόμα και μέσα από τα ρούχα, έχει σταθερή ένταση από την αρχή μέχρι το τέλος, δεν σου ξεφεύγει ποτέ, ίσα-ίσα είναι πιστότατη και ρυθμίζεται το πότε θα την αμολήσεις -κάτι σαν τραγούδι ρε παιδάκι μου, άντε σαν ρέψιμο-, αντηχεί ωραιότατα μέσα στη λεκάνη, εισάγει, συνοδεύει, ή επιλογίζει αριστοτεχνικά το χέσιμο, τραντάζει γλυκά τον πρωκτό και τα κωλομέρια, σκάει αναπάντεχα ωσάν το πυροτέχνημα, δεν μυρίζει, ανακουφίζει, αδειάζει χώρο στο έντερο και ξεφουσκώνει η κοιλιά, σημαίνει υγεία και όχι αρρώστια, σημαίνει αντρισμό άλλο πράμα, είναι η αρχόντισσα των κλανιών. Μετά απ' αυτήν έρχονται οι άλλες, η κούφια, η σφυριχτή, η καυτή, τι να σου πουν όλες αυτές οι βρωμερές καταστάσεις...

- Καλά πέθανα στο γέλιο προχτές στο γεύμα με τους γονείς της Άννας. Εκεί που τρώγαμε, δίνει μια ο γέρος και αμολάει μια κομπολογάτη άλλο πράμα και μετά λέει κιόλας: «Αααχ!» όλος ικανοποίηση και συνεχίζει να τρώει!
- Και η Άννα;
- Νομίζω ότι θα κάνει καμιά βδομάδα να του ξαναμιλήσει.

Οι πιο εκλεκτές αποκαλούνται "καχραμανάτες". (από Vrastaman, 26/09/08)(από jesus, 16/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified