Ο πούτσος. Λέγεται και κλαρίνο. Σκέτη ορχήστρα, ένα πράμα.

- Τά 'μαθες; Η Έρση έκανε αλλαγή φύλου!
- Ποια ρε συ; Αυτή δεν ήταν καν λεσβία!
- Κι όμως, φίλε μου...
- Ε ρε πούστη τι γίνεται σε αυτόν τον ντουνιά! Δηλαδή από σάλπιγγα έγινε φαγκότο!

Got a better definition? Add it!

Published

Λέξη που χαρακτηρίζει ανθρώπους, καταστάσεις, μέρη, ουσίες.

Για κάποιον μάλλον άγνωστο λόγο η λέξη έχει καταλήξει να σημαίνει το τελείως αντίθετό της. Έχω την εντύπωση (και με διορθώνετε αν κάνω λάθος) ότι, κανονικά, ξενέρωτος είναι αυτός που δεν περιέχει νερό, δεν έχει δηλαδή αραιωθεί, διατηρεί όλη του την ουσία και τη νοστιμιά, ο ανέρωτος (βλ. το ούζο του άντρα του Πολλά Βαρύ που μην του μιλάτε το πρωί), ο άκρατος, ο αμιγής, ο ως ωσεκτουτού δυνατός, ο σκληρός (άντρας, τσιγάρο), ο καπάτσος και λοιπά και λοιπά.

Όμως τελικά (ή και αρχικά;) ξενέρωτος σημαίνει βαρετός, ανούσιος, άγευστος, μη ενδιαφέρων.

Ή μήπως λέω Άλαν Ντάλον;

Τι ξενέρωτα πράγματα ρε πούστη... Είναι δυνατόν τώρα να τρώμε έτσι ωραία όλοι μαζί και αυτός να σηκώνεται να πάει, λέει, να πλύνει τα δόντια του για να μην φάει άλλο; Αν είναι δυναμό!

Δες και ξενέρωμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σατιρική παραφθορά της έκφρασης «άλλ' αντ' άλλων». Έχει νόημα μόνο γραπτώς. Παραπέμπει στον ηθοποιό Αλέν Ντελόν.

- Πήγες στην εκδήλωση;
- Ναι, αμέ...
- Και;
- Ε τι και... Άλαν Ντάλον έλεγε το γαμίδι το πρόγραμμα. Ούτε εκδήλωση ούτε τίποτα. Οι πόρτες κλειστές. Η ημερομηνία ήταν λάθος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ μικρή δόση (συνήθως στο ποτό).

- Την πίνεις για τα καλά εσύ, τελικά...
- Σιγά μωρέ, τί πίνω; Κατά τις εφτά στάζω το πρώτο, και μην φανταστείς, ένα μπέιμπυ όλο κι όλο.
- ... και μέχρι να κοιμηθείς έχεις πιει πεντέξι στάνταρ, άσε τα μεσημεριανά, ένα ουζάκι από δω, ένα ρακί από κει, λίγο κρασάκι να πάει κάτω η μπουκιά, άσε σου λέω, τό 'χεις παραχέσει τελευταία...
- Ε, καλά, άλλο το μεσημέρι, δεν μετράνε αυτά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ζεσταίνομαι πάρα πολύ, λιώνω.

  2. Σερβίρω ποτό.

  3. (για τις γυναίκες)
    Είμαι πολύ καβλωμένη, στάζω ποτάμια (οξύμωρο)

  1. Καλά, σήμερα με τόση ζέστη βρήκες να κάνεις δουλειές στον κήπο; 'Αει παράτατα και πήγαινε πλύσου, στάζεις ολόκληρος. Σε λίγο έρχονται οι γείτονες για καφέ και συ θα είσαι σε τέτοιο χάλι;

  2. - Έλα ρε συ Παναγιώτη, στάξε μου ένα τελευταίο και μετά πάω σπίτι...

  3. ... και που λες, έσκασε μύτη στο πάρτυ με περίεργο ύφος ... και κει που πήγαινα να φύγω μου πιάνει το χέρι και το βάζει κάτω από την φούστα της και, μαλάκα, όχι μόνο δεν φορούσε τίποτα αλλά έσταζε ... τα είδα όλα, σου λέω ...
    - και;...
    - ε τι και, δεν μπορούσε να γίνει τίποτα, δεν προλάβαινα, την πήγα και την άφησα σπίτι της.
    - ΤΙΛΕΡΕΜΑΛΑΚΑ! τί μαλάκας καληνυχτάκιας είσαι συ ρε πούστη μου! Με δουλεύεις! ΟΧΙ ρε πούστη! Όχι, τον μαλάκα! Ρε τον-μαλάκα-τον-μαλάκα! (κλπκλπκλπ)

(από Khan, 22/12/13)(από Khan, 03/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ζω πολύ άσχημη ζωή, αντιμετωπίζω τρομερά προβλήματα (υγείας, διαβίωσης, κοινωνικά, συναισθηματικά κά), ανήκω στους πραγματικά δυστυχείς αυτού του κόσμου.

- Ρε παιδάκι μου, πολύ ξινή γυναίκα αυτή η Λέλα... Όλο μούτρα έχει. Τί ζόρι τραβάει ρε πούστη μου; Έρχεται σπίτι να καθαρίσει και μου σπάει το μπούτσο, όλο παρατηρήσεις μου κάνει λες και την έχω μάνα μου!
- Ε, άσ' τηνα μωρέ, έχει σκατοφάει πολύ στη ζωή της... Φτώχεια, ο άντρας της ένα αρχίδι και μισό, αλκόλα του κερατά, χαρτομπαίχτης που χρωστάει τον κώλο του, η μια κόρη της κλέφτρα, η άλλη της βγήκε σβάκι, ζούνε όλοι μαζί σε ένα δωμάτιο κι αυτή δουλεύει να τους ζήσει... Έχει και τη μάνα της που δε λέει να πεθάνει, γάμησέ τα...

Got a better definition? Add it!

Published

Από το αγγλικό Teddy boy που ήταν ένα συγκεκριμένο στυλ ανδρών της δεκαετίας του 50 στην Αγγλία, με ολόκληρη ιστορία πίσω τους (βλ. εδώ).

Μετά πήρε, όσο γνωρίζω, νέα σημασία η λέξη και σημαίνει τον καλοζωισμένο αλητάμπουρα, ομορφούλη και καλοβαλμένο, μοσχαναθρεμμένο, της καλής κοινωνίας τσογλάνι.

Tέντυ είναι το λούτρινο αρκουδάκι στα αγγλικά, το teddy-bear, χαριτωμένο παιχνίδι, απόλυτο σύμβολο της αστικής τάξης, το οποίο κυρίως τα κοριτσάκια λάτρευαν και πάντως πολύ λίγα παιδιά το χαίρονταν την εποχή κατά την οποία πρωτοβγήκε (μάλλον προς τα τέλη του 19ου- αρχές 20ού;). Νομίζω από κει προέρχεται και η έκφραση.

- Ρε τον Σάκη!...
- Είδες... Από τότε που πήγε στην Αγγλία για σπουδές την έχει δει τέντυ μπόυ...

Βλ. και τεντιμπόης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τσαπατσούλικη πράξη, η βιαστική, που γίνεται σε μια στιγμή, άτεχνα, τσάκα-τσάκα (από τα ρήματα αρπάζω + κολλάω).

- Πώς σου φάνηκε η δουλειά του Στέλιου;
- Τι να σου πω, μπορούσε και καλύτερα. Τελείως άρπα-κόλλα ήτανε. Έτσι μπορούμε όλοι μας. - Αυτό του είπε και ένας κριτικός.
- Μπα, βρέθηκε κριτικός να πει κάτι σωστό... Και τι απάντησε;
- «Άποψη».
- Α μάλιστα, κατάλαβα...

Άρπα (από Vrastaman, 14/07/08)Κόλλα (από Vrastaman, 14/07/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η Τζιά. Το νησί όπου κολυμπάνε όλοι οι κώλοι. Το νησί που ανακαλύψανε πρόσφατα οι Αθηναίοι ενώ ήταν μπροστά στη μύτη τους.

- Πού θα πάτε φέτος διακοπές;
- Τζιαμάικα... Δεν έχουμε λεφτά. Χτίζουμε ένα σπίτι εκεί μωρέ...

Got a better definition? Add it!

Published

Ας προσθέσω και γω το λιθαράκι μου στην πληθώρα ερμηνειών για την λέξη αυτή.

Κλασομπανιέρα λοιπόν, είναι το πολύ μικρό όχημα ή σκάφος. Τόσο μικρό ώστε θυμίζει λεκανάκι όπου μπανιάρεις τα μωρά.

Βόλτα στο λιμανάκι κάποιου νησιού:
- Δες μωρό μου αυτή τη βαρκούλα τι χαριτωμένη που είναι!
- Ποια ρε Μαρία;
- Αυτήν εκεί, την μικρούλα!
- Αυτό δεν είναι βαρκούλα, αυτό είναι κλασομπανιέρα αγάπη μου...
- Σιγά, έμαθες εσύ στα κότερα και δεν σου κάνουν οι βάρκες...
(και μετά χωρίσανε).

(από ironick, 30/06/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified