Το λέμε σε κάποιον ο οποίος σκάει αναπάντεχα νωρίς το πρωί, ή τεσπα σε ώρα κατά την οποία ξέρουμε ότι συνήθως κοιμάται. Άρα το μόνο που μπορεί να τον ξύπνησε είναι το να έχει πέσει από το στρώμα.

Παλιό, παμπάλαιο, τ. μπήκε στο πλύσιμο ή με το αριστερό σηκώθηκες; κλπ.

7:00 πμ, χτυπάει το τηλέφωνο, είναι ο Τάκης που συνήθως ξυπνάει μετά τις 12. - Έλα, ο Τάκης είμαι...
- Ωπ, τι έγινε ρε ψηλέ, έπεσες από το στρώμα;
- Όχι, πρέπει να πάω εφορία, έρχεσαι για παρέα;
- ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιπροσθέτως του τζονμπλάκειου ορισμού, τουρίστας είναι και αυτός που προσποιείται τον άσχετο, τον από χωριό, που κάνει τον Γερμανό. Το δηλώνει δε ευθαρσώς κι έτσι βγάζει από τη δύσκολη θέση τον εαυτό του, όταν καλείται να πει τη γνώμη του για ένα φλέγον ζήτημα, ή όταν του ζητάνε τη βοήθειά του.

  1. - Εσύ που ξέρεις, για πες μου, αυτό πώς το συναρμολογούμε;
    - Α, ιδέα, εγώ είμαι τουρίστας, δεν ξέρω απ' αυτά.

  2. - Εσύ δεν μιλάς, ε; Ποια η γνώμη του για το θέμα του Αγίου Παντελεήμονα λοιπόν;
    - Τουρίστας, μη με μπλέκετε σε αυτά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παιδί σου που δεν σε νοιάζεται ή που θέλει να σε ξεφορτωθεί, όταν γεράσεις, αντί να σε φροντίζει και να σε προστατεύει, θα κάνει τα πάντα για να σε ξεκάνει καταλάθος ή ξεπίτηδες. Αντί να σε καθίζει στη σκιά να δροσίζεσαι, θα σε παρατά στον ήλιο να τα τινάξεις μια ώρα αρχύτερα. Και άλλα παρόμοια.

Το άκουσα από Καλάβρυτα μεριά και υποτίθεται ότι το λένε κι άλλοι κειδαπανά.

- Ε, εσύ τουλάχιστον έχεις μια κόρη να σε γηροκομήσει.
- Ποια, η Κατερίνα; Καλέ αυτή θα με παίρνει από τη σκιά και θα μ' αφήνει στον ήλιο!

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Η αναποδιά, όπως φαίνεται στην έκφραση τρώω ψωλιά.

  2. Μια μαλακοκουβέντα ή μαλακοκατάσταση, κ. παπαριά, αρχιδιά, μπαρούφα κττ., εξ ου κι ο ψωλέμπορας που τις πουλάει, ή κάτι το οποίο θεωρούμε σκέτη σαχλαμάρα.

  3. Δε ρήαλ θινγκ, η κίνηση του πέοντα τη στιγμή που τα φλόκια πετάγονται α λα Πήτερ Νορθ.

  4. Κυριολεκτικά πάλι, το γαμήσι.

  1. Αλλά πάντα έτσι δεν γίνεται; Χρηματιστήριο; Ψωλιά το 1992, ψωλιά το 2.000. Δάνεια; Ψωλιά το 95, ψωλιά το 2010.
    Δεν μαθαίνει ρε ο Ελληνας, δεν μαθαίνει.

  2. ...είχε και καλό χαρακτήρα, γλυκό πρόσωπο και άκουγε και Madrugada και όλες τις ψωλιές αυτές.

  3. … και με γέμισε με τα χύσια του με μια δυνατή ψωλιά….

  4. Κάθισα αποκαμωμένη στον καναπέ ευτυχισμένη όμως από τις δυνατές ψωλιές που έφαγα…

-όλα διχτυωτά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιός χαρακτηρισμός για τον Εθνικό Κήπο της Αθήνας.

Μέχρι πριν μερικά χρόνια είχε πολλές πάπιες στην κεντρική λιμνούλα του, και εκεί μαζεύονταν οι μαμάδες με τα παιδάκια, για να δούνε και να ταΐσουνε τις πάπιες με τσουρέκια και κουλούρια που αγοράζαν από τον κυριούλη που τα πούλαγε καρφωμένος στο ίδιο σημείο επί δεκαετίες. Ήταν πάντα η χαρακτηριστικότερη ατραξιόν του κήπου και η πιο αθώα, συγκρινόμενη με το άθλιο μικρο-zoo και κυρίως με τα τρισκακόμοιρα λιοντάρια που ζούσαν εγκλωβισμένα σε έναν απειροελάχιστο χώρο -έως που πέθαναν ρημαγμένα και τρελά, κάπου μέσα στα ενενήνταζ...

Ως εκ τούτου, έμεινε να λέμε «πάμε στις πάπιες» αντί «πάμε στον Κήπο».

Ακόμα παλιότερα, τότε που ακόμα δεν υπήρχαν παιδότοποι, παιδικές χαρές, «φουσκωτά» και λοιπές κρυάδες -καθώς υπήρχαν πολλές αλάνες και η μαρίδα εκτονωνόταν εκεί, ο Κήπος (και το Ζάππειο παραδίπλα) ήταν από τα λίγα μέρη που διέθεταν κούνιες και άλλα τέτοια κόλπα. Τότε λέγαμε επίσης «πάμε στις κούνιες».

πάσα: Nick

Να πάμε στις πάπιες ή να καθίσουμε για κανα καφέ στην Αίγλη, τι προτιμάς;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ τριχωτός άντρας. Λέγεται και για γυναίκες.

Δεν λέμε «μαϊμού» , λέξη η οποία παραπέμπει σε πονηριά, τσαχπινιά ή σε ασχήμια προσώπου, ούτε λέμε «χιμπαντζής», που παραπέμπει σε χοντροκοπιά και νεαντερτάλια συμπεριφορά. Ο μπαμπουίνος είναι η ειδική λέξη για την τρίχα.

  1. - Χθες έλιωσα στο γέλιο, πήγαμε για μπάνιο στο Καβούρι και με το που βγάζει ο Νώντας τα ρούχα του, ΣΟΚ! ούτε μία τρίχα!
    - Με δουλεύεις! Έκανε αποτρίχωση ο μπαμπουίνος;!

  2. Και πού 'σαι, αυτή τη φορά να φέρεις κανα νόστομο γκομενάκι, όχι πάλι κανα μπαμπουίνο όπως τις προάλλες, ε;

(από Vrastaman, 10/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Ειρωνική ατάκα που πετάμε όταν ακούσουμε κάποιον στην παρέα να επικαλείται τον θεό ή τον χριστό -ο οποίος είμαστε εμείς, εννοείται. Επιλογικό -μετά από αυτό η κουβέντα έχει γαμηθεί, άντε να πέσει κανα φατούρο.

Παλιό, παμπάλαιο.

Το λέμε και γενικότερα, όχι μόνο ως ψευδοθεός, αλλά ως οποιοσδήποτε ψευδο-. Απαντάται κυρίως ως ατάκα, ή, ακόμα συχνότερα, ως τίτλος ποστ, άρθρου, κλπ. από τα οποία ο γούγλης είναι γεμάτος.

  1. - Άκου με που σου λέωωωω, αν τρως κάθε μέρα 7.000 θερμίδες, θα αδυνατίσεις. Κάθε μέρα, όμως. Μην το σπάσεις καθόλου.
    - Μα τι μαλακίες λες πια θεούλη μου;
    (πετάγεται ο μαλάκας που ακούει τη συζήτα):
    - Με φώναξε κανείς;

  2. από λήμμα ακυρολεξίες στο σάη μας:

jesus
το παράδειγμα δεν ταιριάζει στον ορισμό. ξέρω τουλάχιστον δύο άτομα εδωμέσα που καταλαβαίνουν τι πα να πει:ΡΡΡ

johnblack
με φώναξε κανείς;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

σκορδομπούτσογλου, σκορδοπούτσογλου

Μη υπαρκτό υποτιμητικό επώνυμο, επινοημένο για να δηλώσει έναν τυχαίο άνθρωπο, έναν ανθυποτίποτα, ο οποίος εκτός του ανυπάρκτού του είναι και βρωμερός μέσα κι έξω, βρωμά σκορδίλες ο πούτσος του, αχ τι ωραία, τύφλα να 'χει η αρχιδίλα ή η μουνίλα ή το τυρί...

Ένας ασήμαντος γελοίος βρωμερός φανταστικός ανθρωπάκος δηλαδή, το όνομα του οποίου βάζουμε για παράδειγμα όταν θέλουμε να αναφερθούμε σε έναν μαλάκα (για να μην πούμε το πραγματικό όνομα του μαλάκα, επίσης).

Η κυρία Σκορδοπούτσογλου είναι η σύζυγος ή θυγατέρα του.

Όλοι αυτοί βέβαια έχουν πολύ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους και συνήθως μας κάνουν τη ζωή αφόρητη.

Ο γούγλης το δίνει και σαν ...υπαρκτό πρόσωπο στο φατσοβιβλίο και δη πάνω από 1 φορά, στη μία μάλιστα έχει στη φωτό τον Βέγγο.

  1. Η απορία που μου δημιουργήθηκε εξ αρχής ήταν τι γίνεται στην περίπτωση που εγώ δε γουστάρω ρε παιδιά να το βαπτίσω το παιδί. Πέρα βέβαια από το ότι θα καταλήξουμε οικογενειακώς στο πυρ το εξώτερον, το όνομα του γιού μου θα είναι εις τον αιώνα τον άπαντα για τους δυσκοίλιους γραφειοκράτες «Αβάπτιστος Σκορδοπούτσογλου».

  2. Κρεμιδομπίχτης Σκορδοπούτσογλου είναι το ονομά μου
    παρθένα μασχαλόβρωμα είναι τ' άρωμά μου.

  3. Τα πράματα έχουν ως εξής... εργάζομαι στο εκτελωνιστικό γραφείο του κ. Σκορδοπούτσογλου, ο οποίος μου χρωστάει κάποια χρήματα. Βέβαια ο κ. Σκορδοπούτσογλου δεν είναι το πραγματικό αφεντικό, ασχέτως που το γραφείο είναι στο όνομα του. Big Boss είναι ο κ. Πιστόλας, αλλά λόγω συνταξιοδότησης έχει γράψει την εταιρεία στο όνομα του κ. Σκορδοπούτσογλου, ο οποίος στην ουσία είναι υπάλληλος κι αυτός. Αν καταφύγω στην επιθεώρηση εργασίας, η καταγγελία θα πάει στο όνομα του Σκορδ., κάτι που δεν το θέλω, γιατί διατηρούμε πολύ καλές σχέσεις, αλλά κυρίως γιατί δεν είναι ο αρμόδιος για να με τακτοποιήσει οικονομικά. Υπάρχει τρόπος να μπλέξω τον κ. Πιστόλα στην όλη διαδικασία της καταγγελίας ή να αρχίσω να κλαίω τα λεφτά που μου χρωστάνε.
    Τα ονόματα είναι τυχαία.

-από το νέτι γενικά-

  1. από το νέτι ειδικά, λήμμα χαριτωμενιά του ατσεγκέ...:
    Ξαφνικά λοιπόν, εκεί που την έχω πέσει στην ξαπλώστρα και διαβάζω το βιβλίο μου και είμαι μιά χαρά χαρούλα, έρχεται ο παπαρολεβιές ο Σκορδοπούτσογλου και μου πετάει ένα ποτήρι παγωμένο νερό και γίνεται το βιβλίο μουνί καπέλο. Έτσι για χαριτωμενιά... Είπα να τον δείρω θα κλαίει, να τον γαμήσω θα θέλει κι άλλο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γερμανός μεταφραστής θα έγραφε τρελές αρλούμπες αν δεν υπήρχε το σλανγκρ να του εξηγήσει ότι αυτή η φράση δεν κυριολεκτεί ακριβώς, αλλά είναι περισσότερο σχήμα λόγου που δηλώνει:

  1. ότι τελικά, «συνεννοηθήκαμε», βγήκε άκρη από την κουβέντα μας, από κει που σκάλωνε σε κάτι αδιαφανές, απροσδιόριστο, κοινώς μισόλογο και ύποπτο από πλευράς σου. Δηλ. με αυτά που μου έλεγες δυσκολευόμουν να σε πιστέψω, αλλά τώρα που το εξήγησες καλύτερα επανήλθα και καλά στην αρχική εικόνα που είχα για σένα. Τις περισσότερες φορές όμως το λέμε με δυσπιστία ή ειρωνικά, για να δείξουμε ότι καταλάβαμε πως ο άλλος μας δουλεύει ψιλό γαζί.

Παρομοίως λέμε: «έτσι πες μου/μας (ντε)», «πες το Χρυσόστομε», «τώρα μιλάς», « α μπράβο», «να γεια σου», κττ.

  1. αρχή αφήγησης που μας προδιαθέτει για γκαντέμικη εξέλιξη εις βάρος τού πάντα αθώου κι ανυποψίαστου αφηγούμενου πρωταγωνιστή.

Συντάσσεται με το «να» και σημαίνει: πήρα την απόφαση (μετά από πολλή σκέψη) να..., «έκανα να (ξεκίνησα να)...». Πολύ συχνά συνοδεύεται και από έναν μεμψιμοίρικο χαρακτηρισμό του αφηγούμενου («είπα ο μαλάκας να...», «είπα η κακομοίρα να...»).

Πολύ πιθανό να βαστάει η έκφραση από τη ρήση «είπε ο Εβραίος να πάει στο παζάρι κι ήταν η μέρα Σάββατο».

1.α. Τι ερωτηση ειναι αυτη; Σου φαινεται να το εκανα εγω; Οχι δεν το εκανα εγω!

α ειπα και γω

1.β.
καλά το κατάλαβα, είπα κι εγώ, εσύ να μιλήσεις, αν είναι δυνατόν!.. Το στόμα σου το έχεις μόνο για να τρως.

1.γ. Σύσταση ειδικής ομάδας της ΕΛ.ΑΣ για προστασία των ανήλικων, προανήγγειλε ο Μ. Όθωνας
είπα και γω...(;) ..που στο δ****ο θα πήγαιναν τα χρήματα που περικόπηκαν από την παιδεία. Στην αμορφωσιά..

  1. ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΣΗ
    Είπα και γω ένα Σάββατο να βγω να πάω στα λεγόμενα βλάχικα για κοντοσούβλι, που τόσο καλά λόγια είχα ακούσει. Δοκίμασα το εν λόγω μαγαζί... Τι το ήθελα; Το φαγητό ήταν σκέτη απογοήτευση. Οι πατάτες άνοστες, το κρέας μέσα στα μπαχαρικά σε σημείο να μη θυμίζει γευσtικά κρέας(κοντοσούβλι χοιρινό). Απλά τζάμπα έφυγε το 20αρικο. ΑΙΣΧΟΣ.

(από το νέτι ούλα)

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που τη βρίσκει με πουτσοσκάμπιλα, είτε να τα δίνει, ή να τα παίρνει...

Επίσης γαμοσκαμπιλιάρης.

- Καλώς τον Τάκη μας τον πουτσοσκαμπιλιάρηηηη.... - Ρε λακαμά, μια φορά είπα κάτι και το κάναμε θέμα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified