Αποκαλύπτω (καρφώνω) κάποιον δημοσίως και αναπάντεχα. Τον εκθέτω, τον βάζω με το ζόρι μπροστά στην κατάσταση, επειδή έτσι κρίνω ότι πρέπει να γίνει.

- Α τον μαλάκα!
- Τι σού 'κανε πάλι;
- Πήγε κι είπε στη μάνα του ότι λέω σε όλους πως είναι άρρωστη και μαλακισμένη και πως χώνεται στη ζωή μας συνέχεια.
- Καλά ρε συ, και ήταν ανάγκη να σε ξεμπροστιάσει έτσι;

(από vikar, 08/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο κολλημένος με το μουνί, όπου μουνί = μουνί, αλλά και γυναίκα γενικά.

Αυτοαναφορικό: ο χρήστης του σλανγκ.γκρ που έχει κόλλημα με τα εις -μούνα λήμματα και άλλα (ο βράστα, η υποφαινόμενη και άλλοι, και άλλοι...).

  1. Δεν τον αντέχω άλλο τον Σάκη, όλο για μουνιά μουνιά μουνιά, δεν λέει τίποτ' άλλο. Ό,τι και να του πεις, εκεί καταλήγει. Έχει γίνει τελείως μουνόπληκτος!

  2. Βράστα, το λήμμα προς απάντησή μου στο σχόλιό σου!

Kant Dracula - yes, but is he μουνόπληκος??? (από Vrastaman, 03/04/09)(από allivegp, 20/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που είναι μόνη σαν την ανεμώνη. Η μπακούρα. Η εργένισσα. Αλλά όχι αυτή που είναι εκ πεποιθήσεως έτσι, ίσα-ίσα, είναι αυτή που ξέμεινε, που έμεινε στο ράφι, στα αζήτητα.

Λέγεται και ξεμεινεμένη.

- Θα έρθουν και οι φίλες μου απόψε.
- Ωχου πια με τις ξεμειναμένεεες! Πάψε να τις κουβαλάς όπου πηγαίνεις... Τι νομίζεις, ότι έχουν πια ελπίδα να βρουν γκόμενο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πολύ εύκολο ρούχο, αυτό που το πλένεις, στεγνώνει αμέσως, δεν θέλει σίδερο, ξαναφοριέται σε μία ώρα μέσα αφού το πλύνεις.

- Πολύ ωραίο μπλουζάκι αυτό!
- Α, και να δεις τι εύκολο ρούχο! Πλύνε-βάλε είναι...
- Πού το πήρες;
- Α, δεν είχε άλλο, το τελευταίο ήταν...

(από nick, 02/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο Ιταλός, υποτιμητικά.

Από την χαρακτηριστική βρισιά τους: «va fan culo», δηλ. «α γαμήσου».

- Α, εγώ με ξένους δεν πάω. - Γιατί, οι Ιταλοί, ας πούμε, είναι ωραίοι γκόμενοι.
- Σιγά μη μπλέξω με βαφακούλο να με κάνει τάρανδο, τι λες!

Got a better definition? Add it!

Published

Ο δύστροπος άνθρωπος, ο ανικανοποίητος, ο εξαιρετικά σφιγμένος και νευρικός. Από το πολύ σφίξιμο τα άντερά του έχουν στρίψει και του δημιουργούν προβλήματα.

Αμάν βρε στριμμένο άντερο, πάψε πια να γκρινιάζεις, χαμογέλα ρε, τι σου ζητάνε;

Lets twist again (από Vrastaman, 02/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Αnal retentive, που λένε και οι αγγλόφωνοι. Είναι αυτός που, κατά τον λαό και κατά τον Φρόυντ, δεν έχει ξεπεράσει το πρωκτικό στάδιο. Το σφίξιμό του, είτε ξεκινάει από την ψυχούλα του και καταλήγει στην κωλοτρυπίδα του, ή το ανάποδο (που δεν νομίζω), έχει ως κύριο χαρακτηριστικό την σφιχτοκωλίασή του, δηλ. την απόλυτη συστολή, σε σωματικό, αλλά και συμπεριφορικό επίπεδο.

Ο άνθρωπος αυτός είναι μεταφορικά και κυριολεκτικά δυσκοίλιος, επιφυλακτικός, συνεσταλμένος, μουλωχτός, τσιγκούνης, υποχόνδριος, αλλά κυρίως ντροπαλός. Μπορεί δηλαδή να μην είναι τίποτε από τα παραπάνω εκτός από απλά ντροπαλός. Πάντως το κωλί του το ξέρει.

- Λες να τα πάει καλά η Μαρία στη στη συνέντευξη;
- Μπα, αυτό το κωλοσφιγμένο; Αποκλείται!
- Μην το λες, κάτι τέτοιες,... δεν ξέρεις ποτέ πώς ξηγούνται στα μουλωχτά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καθημερινή έκφραση που έμεινε στην ιστορία από το ομότιτλο βιβλίο του Χρόνη Μίσσιου.

Το λέμε τσαντισμένοι σε κάποιον σκυθρωπό και με ύφος εκατό καρδιναλίων συνάνθρωπό μας, ταξιτζή, δημόσιο υπάλληλο, όργανο της τάξης, κλπ.

Το λέμε όμως και γελώντας σε κάποιον που πειράχτηκε από ένα αστείο μας, μπας και τον συνεφέρουμε και σκάσει πάλι χαμόγελο, αντί να του πούμε «Παρεξηγήθηκες; τσίμπα ένα αρχίδι!» κλπ

- ...
- Τι έπαθες τώρα; Παρεξηγήθηκες;
- ...
- Άντε μωρέ, πλάκα σού 'κανα! Δεν το κατάλαβες;
- ...
- Καλά ντε, χαμογέλα ρε λίγο, τι σου ζητάνε;
- ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική σχολική ατάκα που χρονολογείται τουλάχιστον από την δεκαετία του 70, η οποία απευθύνεται πειρακτικά σε κάποιον που ξίνισε από μια πλάκα που του κάνανε.

- Παρεξηγήθηκες;
- Ε ναι, ρε μαλάκα!
- Καλά, τσίμπα ένα αρχίδι!
- ...
- Πάλι παρεξηγήθηκες;
- Τί να σου πω τώρα...
- Καλά, τσίμπα άλλο ένα!

(από Vrastaman, 01/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μάγκικο ή απλώς συντομευμένο «να σου πω...».

Λέγεται:

  1. εισαγωγικά (με την έννοια του «δε μου λες / δεμελές»)
  2. απειλητικά
  1. Σου πω, έκλεισες το μάτι προτού να φύγεις από το σπίτι ή θ' αρπάξει φωτιά και θα τρέχουμε πάλι;

  2. Σου πω... κομμένα αυτά που ήξερες, εντάξ'; Λίγα τα λόγια σου, μαλάκα.

Βλέπε ακόμα: σούπω, παράλειψη των να και θα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified