Ο κολλημένος με τα Μακ, αλλά συγχρόνως ψωνισμένος, υποκουλτουριάρης, με περίσσια δηθενιά, που τό' χει το εργαλείο όχι επειδή το χρειάζεται, αλλά γιατί έτσι.

- Πάλι δεν μπορείς να παίξεις;
- Ασταδγιάλα, με τις εφαρμογές για τους μακάκηδες που δεν κάνουν για τα πισιά, το κέρατό μου μέσα...

Got a better definition? Add it!

Published

Μεγάλο χάλι, απερίγραπτο. Ο Μιχάλης κολλάει χάριν ρυθμού και ρίμας.

  1. - Καλά δεν ήταν χθες, τελικά;
    - Τι καλά ρε μαλάκα, το χάλι του Μιχάλη ήταν το μαγαζί... Σκατομουσική, σκατόκοσμος, σκατοποτά, γάμησέ τα, δεν καθόμουν σπίτι καλύτερα αντί να σ' ακούσω...

  2. - Βγάλ' το αυτό το φόρεμα, δεν σου πάει καθόλου. Το χάλι του Μιχάλη είσαι μ' αυτό.

(από patsis, 06/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published

Εκτός από την συνήθη έννοια, η λέξη χρησιμοποιείται και από τους μουσικούς (παλιότερα κυρίως) στην περίπτωση που εκτελεστεί κατά λάθος μια άλλη νότα (ή και πολλές...) από αυτήν που θα έπρεπε, με αποτέλεσμα το φαλτσάρισμα και την παραφωνία. Το λέμε έτσι γιατί συνήθως πατάμε κάποιο πλήκτρο, τάστο, κλπ

Η Ελένη έπαιξε πολύ χάλια στο Δίπλωμα χθες. Τα σκότωσε όλα. Είχε τρομερό τρακ και στραβοπατούσε συνέχεια.

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Πέφτω άσχημα στο έδαφος (από γλίστρημα ή από στραβοπάτημα)
  2. Βγαίνω πολύ χαμένος από μια κατάσταση, κυρίως επειδή πήγαινα γυρεύοντας.
  1. (μαμαδίστικο)
    - Μην τρέχεις γιατί θα πέσεις και θα φας τα μούτρα σου!

  2. Το ραντεβουδάκι χθες με τη Λίλιαν πήγε για τομπούτσο... Είπα να της την πέσω κι έφαγα τα μούτρα μου. Μ' έστειλε κανονικά.

Got a better definition? Add it!

Published

Εκτός από τη γνωστή έννοια, στην Κρήτη σημαίνει και στάχτη (από ξύλο) και χρησιμοποιείται στη ζύμη για τα κουλουράκια ώστε να γίνονται πιο αφράτα και κρατσανιστά. Τώρα γιατί το λένε έτσι, αφήνω τη φαντασία σας ελεύθερη. Εγώ νομίζω πως, για κάποιο λόγο, στο συλλογικό φαντασιακό των Κρητών το γκρίζο χρώμα της στάχτης παραπέμπει στα γκρίζα μαλλιά των γέρων που συνήθως είναι άλουστοι. Ίσως ο Χαλ να ξέρει να μας πει κάτι συγκεκριμένο.

- Στα κουλουράκια η μάνα μου βάζει πάντα αλουσιά, γι' αυτό γίνονται έτσι νόστιμα.
- Αλουσιά;;; Μπλιάξ!!!! Τι είν' αυτή η αηδία;
- Ηρέμησε ρε πούστη, στάχτη είναι.
- Καλά, άσε, δεν θα πάρω.
- Είσαι και πολύ μαλάκας, μη σώσεις να δοκιμάσεις. Λες και σου είπα ότι βάζει σκατά μέσα.

O Σκύλος απ\' την Ανδ αλουσιά (από Vrastaman, 20/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ζόρικο «κάνε στην άκρη». Τόσο απαξιωτικό και προειδοποιητικό για καυγά, ώστε παραλείπονται όλα εκτός από την ίδια τη λέξη.

- Παρακαλώ! έχετε άδεια εισόδου;
- Μπάντααα...

Got a better definition? Add it!

Published

Αλλιώς, προκαταβόλα. Αρνητικής απόχρωσης συντόμευση της λέξης προκαταβολή.

- Το πήρες τελικά το εργαλείο;
- Όχι ακόμα, μια πρόκα έχωσα και θα πάω τον άλλο μήνα να το ξοφλήσω.
- Ρε μαλάκα, δεν έχεις μυαλό εσύ, κάθε φορά την ίδια μαλακία κάνεις και τελικά χάνεις τα λεφτά σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τo ιταλικό secondare που σημαίνει ακολουθώ ή συνοδεύω. Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως (νομίζω) στη μουσική, όπου έχουμε και το παράγωγο primo / secondo. Το λέμε και μεις έτσι, πρίμο / σεκόντο, δηλαδή βασική μελωδία και συνοδευτική. Είναι αρκετά δύσκολο να τραγουδάς το σεκόντο σωστά (ως μη επαγγελματίας) και να μη σε παρασύρει η πάνω φωνή (κυρίως όταν μπλέκουν μεταξύ τους και το σεκόντο περνά πάνω από το πρίμο), γι' αυτό όσοι το καταφέρνουν περηφανεύονται για την ικανότητά τους. Στην δική μας μουσική υπάρχει κατά κόρον το διπλό αυτό σχήμα (ρεμπέτικα, λαϊκά).

Κατ' επέκταση χρησιμοποιούμε την λέξη όταν κάποιος μας υπερασπίζεται σε μια λογομαχία -και μάλλον με μια ελαφρά δόση ειρωνείας.

Το σιγοντάρω μάλλον είναι επικρατέστερο από το πιο πιστό στην ιταλική προφορά σεκοντάρω.

  1. Χθες στο Απτάλικο ανέβηκε η δικιά σου και πήρε το μικρόφωνο και σιγοντάρησε πολύ καλά τον τραγουδιστή, δεν το περίμενα!

  2. - Δεν φταίει ο Σάκης που άργησε, είχε πολλή κίνηση.
    - Καλά, καλά, μη σιγοντάρεις και συ τώρα, φτάνει που μας φλόμωσε αυτός στη δικαιολογία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η επιδιόρθωση του μεϊκάπ στα γρήγορα (πχ στο αυτοκίνητο), τελευταία στιγμή πριν μας δουν οι άλλοι.

  2. Οι βελτιώσεις στο πρόσωπο και το σώμα που επιτυγχάνονται με τη βοήθεια της πλαστικής χειρουργικής και που έχουν σκοπό την επανόρθωση της εικόνας μας προς το νεανικότερο.

  1. - Άντε πια δέκα ώρες με το καθρεφτάκι μέσα στο αυτοκίνητο, αργήσαμε!
    - Κάτσε ντε να κάνω ένα ρεκτιφιέ, τόσην ώρα στον δρόμο ήμασταν...

  2. - Ξέρετε γιατρέ, δεν θέλω τίποτα σπουδαίο, ένα μάζεμα εδώ στο διπλοσάγονο, λίγο να μου πάρετε την κοιλιά και τα γόνατα, μια ανόρθωση γλουτών και στήθους, να μου εξαφανίσετε την ευρυαγγία και την κυτταρίτιδα, ένα μποτοξάκι στο μέτωπο, και είμαι εντάξει. Ένα απλό ρεκτιφιέ, δηλαδή.

Got a better definition? Add it!

Published

Κάτι σα «που να σε πάρει ο διάολος», «μη γαμήσω», ανάλογα με την περίσταση. Ακολουθείται από το εκάστοτε αντικείμενο (που να σου χέσω το κινητό, που να σου γαμήσω την ησυχία, κλπ) ή από αποσιωπητικά με τα οποία αποσιωπάται το εν λόγω αντικείμενο, επειδή συνήθως εξυπακούεται -ή, απλούστατα, δεν υπάρχει.

Μπορούμε να το διανθίσουμε με παραλλαγές -που να σου βράσω / γαμήσω / αυτώσω. Επίσης: που να σε χέσω, βράσω, γαμήσω (μεταβατικό ή βορειοελλαδίτικο).

Λέγεται μουρμουριστά και μέσα από τα δόντια. Σε εξτρήμ εντάσεις παραλείπεται το /π/ και, με ακόμα πιο κλειστά δόντια, λέμε: ου να σου χέσω κλπ. Σε περίπτωση θαυμασμού: Ω! να σου χέσω!

Χρησιμοποιείται και φιλικά. αατα.

  1. Θαυμασμού:
    - Ω! να σου χέσωωωω!!! Τι γαμάτο εργαλείο είναι αυτό; Πού το κονόμησες ρε μεγάλε;;;

  2. Μουρμούρας ή επίπληξης:
    - Πουνασουβράσω τις ιδέες ρε πούστη μου, πάλι σουβλάκι την κέρασες τη γκόμενα;...

  3. Μίσους και απέχθειας:
    - Ουνασουγαμήσω πούστη, που θα με πεις εμένα στρέι!

  4. Οργής:
    - Ουνασου χέσω μαλάκα το καριολάμαξο, που μου το παίζεις μούρη, μωρή σκατίπουστα, και μας ξυπνάς νυχτιάτικα με τις γκαζιές σου!

Got a better definition? Add it!

Published