Ο αδιάφορος, ο σταρχιδιστής, αυτός που τους έχει όλους κλασμένους.

Μεγάλο κλαστήρι η Τόνια. Τρεις μέρες είναι που της έχω στείλει μήνυμα κι ακόμα να απαντήσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ώρα κατά την οποία κυκλοφορούν τα σχολικά για να μεταφέρουν τους μαθητές προς ή από το σχολείο. Κάποτε ήταν όλα κίτρινα, τώρα είναι λίγα, αλλά η έκφραση παραμένει.

- Άργησες.
- Συγνώμη, σ΄έστησα... Δεν πρόσεξα ο μαλάκας κι έπεσα στην κίτρινη ώρα...

Λουκιανός Κηλαηδόνης, Κίτρινο φθινόπωρο. Ποίηση Γιάννη Ρίτσου. (από patsis, 01/08/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Πατέντα ή συσκευή η οποία το πάλαι ποτέ χρησιμοποιούνταν για το καβούρδισμα του καφέ. Προφανώς ήταν ευτελής ή απλώς έκανε πολύ θόρυβο.

Την σήμερον παρομοιάζουμε με καβουρδιστήρι οποιοδήποτε όχημα ή αντικείμενο είναι ευτελές ή πολυκαιρισμένο ή σαραβαλιασμένο ή απλά μας ενοχλεί επειδή χωρίς ιδιαίτερο λόγο δεν το χωνεύουμε εμείς καθόλου. Το λέμε για αυτοκίνητα, μηχανάκια, κομπιούτορες, κλπ

  1. (βλ. φωτο 1)
    Καβούρδισμα και άλεσμα (κόψιμο) του καφέ: παίρνανε λίγο σιτάρι, το καθαρίζανε και παίρνανε και λίγο άκοπο καφέ. Είχανε και ένα καβουρδιστήρι. Το καβουρδιστήρι είχε μια μακριά λεπτή βέργα σαν σούβλα και επάνω στη βέργα ο φαναρτζής είχε φτιάξει ένα στρογγυλό τσίγκινο κουτάκι με πορτάκι, όπου έμπαινε το σιτάρι και ύστερα ο καφές. Στη συνέχεια βάζανε σε ένα μέρος φωτιά και στήριζαν το καβουρδιστήρι λίγο πιο ψηλά από τη φωτιά. Ύστερα το γύριζαν σιγά-σιγά μέχρι να πάρει χρώμα. Έπειτα το βάζανε σε ένα μήλο και το έκοβαν ψιλό-ψιλό.

(από το διαδίκτυο. Ο ποιγητής εννοεί μήλο ή μύλο; να γιατί χρειάζεται το τελικό -ν. Θα καταλαβαίναμε αν είναι ανορθόγραφος ή αν πρόκειται πράγματι περί μήλου...)

  1. ...αν θέλεις να πάρεις ένα καβουρδιστήρι που να βουίζει σα τζετ σε απογείωση, να χαλάει και να θέλει επισκευές και αναβαθμίσεις κάθε τόσο και να ζεσταίνει το δωμάτιο σε θερμοκρασίες κλιβάνου μόνο για να γλυτώσεις 150 ευρώ, είσαι άξιος της μοίρας σου...
    (από το διαδίκτυο)

  2. - Άσε τι έπαθα... ήρθε ο Λάκης να με πάρει από το σπίτι να βγούμε, πρώτη φορά με το αυτοκίνητό του. Φιλενάδα φρίκαρα... Έσκασε μύτη με ένα καβουρδιστήρι που δεν ήξερα πού να κρυφτώ να μη με βλέπει η γειτονιά... Ένα σου λέω, γύρω από το λεβιέ δεν είχε τίποτα, έβλεπες την άσφαλτο... Και κρύοοοοοο!
    - Σιγά μωρή Λίτσα, πότε μας έγινες εσύ αριστοκράτισσα και δεν το ξέραμε; Μια χαρά είναι το παιδί, άσε που μπορεί να είναι και φραγκάτος και να 'χει το σαράβαλο για την καύλα του και νά 'ναι και φτιαγμένο μωρή άσχετη που έβγαλες αμέσως συμπέρασμα, μωρή μπουζουκομούνω και συ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επικίνδυνο μέρος να χώνεις τη μύτη σου ή να βάζεις το χέρι σου αν δεν είσαι σφήκα. Θα σου ορμήξουν όλες μαζί με συνέπειες λίαν δυσάρεστες -μέχρι και θάνατο αν είσαι αλλεργικός...

Έτσι απροσπέλαστα είναι και κάποια μικρά (συνήθως) και εσωστρεφή σύνολα ανθρώπων (πολιτικών, διανοουμένων, εκδοτών, επιχειρηματιών, καλλιτεχνών κλπκλπ) οι οποίοι, με την απόλυτη συσπείρωσή τους, δεν αφήνουν κανέναν μη μυημένο να διεσδύσει -κι όποιος φυτρώσει εκεί που δεν τον σπέρνουν κάηκε.

Μερικές σφηκοφωλιές, όσο μικρές και να είναι στην αρχική τους μορφή, θέτουν υψηλούς στόχους (εξουσία) και, αν φανούν ανθεκτικές στον χρόνο και στη διαπλοκή, σιγά-σιγά μεγαλώνουν και επεκτείνουν τα όριά τους και την ισχύ τους προς τα κει (πχ. Λαμπρακιστάν).

- Έμαθα ότι η Κ. έπιασε δουλειά στο ...
- Ναι, με τη μία την πήρανε.
- Καλά, πώς τα κατάφερε η άσχετη και μπήκε σ' αυτή τη σφηκοφωλιά;
- Την έβαλε ο γκόμενός της που είναι γνωστός στην πιάτσα.

Got a better definition? Add it!

Published

Μπαμπαδίστικη λέξη για την τηλεόραση. Παρόμοια λέξη: το κουτί.

Χρονολογείται από τη δεκαετία '70. Εκείνα τα χρόνια οι τηλεοράσεις ήταν πράγματι σαν κουτιά, ξύλινα ή τύπου, με μια μικρή οθόνη που εξέπεμπε, κατά τη γνώμη όσων την χαρακτήριζαν έτσι, μόνο πράγματα που αποβλακώναν τον κόσμο και τον καθιστούσαν χαζό. Πού να ήξεραν ότι οι Πανθέοι και το Λούνα Παρκ έχουν γίνει καλτ παρελθόν και πως μια μέρα θα βλέπανε κει το Ερωτοδικείο, την κυρία Λουκά, τη Στέλλα Μπεζεντάκου κλπ (πού τα θυμήθηκες ρε φίλε...).

(ατάκα δεκαετίας 70-80)
- Βασιλάκηηηηη! Κλείσε το χαζοκούτι και πήγαινε στο δωμάτιό σου να διαβάσεις, ΑΚΟΥΣ;;;;;;;

(από ironick, 28/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο τελειωμένος, ο τιποτένιος, ο εντελείως άχρηστος, ο βρωμερός (μεταφορικά).

  2. Ο οκνηρός, αυτός που μέχρι να σηκώσει το ένα πόδι έχει βρομίσει το άλλο, που λέγανε κάποτε.

  1. - Άειστοδιέεαολο, πρετεντέρηδες του κερατά, χαφιέδες, που μου ποζάρετε για δημοσιογράφοι και παίρνετε εκπομπές με μισθάρες και κοροϊδεύετε τον κόσμο! - Ηρέμησε αγάπημου, κάθε φορά που ανοίγεις το κουτί θα λες το ίδιο πράμα; Σκέψου και μένα λιγάκι!
    - Δεμπα να μου γαμηθούν, τα ψοφίμια...

  2. Καλό παιδί ο Αντωνάκης αλλά πολύ ψοφίμι ρε πούστη μου... Του είπα να πεταχτεί να μου πάρει τσιγάρα γιατί δεν προλάβαινα και ετοιμαζόταν ένα τέταρτο για να βγει έξω, ώσπου δεν άντεξα και στο τέλος πήγα εγώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η επανάληψη μιας κατάστασης με ίδιο και απαράλλαχτο τρόπο που σε κάνει να νομίζεις ότι κόλλησες ή ότι κόλλησε ο χρόνος ή ότι τό 'χεις ξαναζήσει. Από τον τίτλο και το θέμα της συμπαθητικής αμερικλανιάς «Η μέρα της μαρμότας». Καμιά φορά χρησιμοποιείται ολόκληρος ο τίτλος της ταινίας.

Πωπωωωω... κάθε μέρα τα ίδια μου λες για το ίδιο θέμα, ηρέμησε ρε πούστη μου, γαμώ τη μαρμότα μου γαμώ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λίπος που μαζεύεται στην εξωτερική πλευρά των γυναικείων γοφών σε τριγωνικό σχήμα. Δεν έχει να κάνει με το αν η γκόμενα είναι χοντρή ή αδύνατη, υπάρχουν χοντρές χωρίς καθόλου ψωμάκια και πολύ αδύνατες που δεν βλέπονται. Συνήθως συνοδεύεται από πολλή κυτταρίτιδα. Η γυμναστική δεν βελτιώνει εκ των υστέρων την κατάσταση, ούτε το μασάζ ή οι κρέμες και τα συναφή, η μόνη λύση είναι η λιποαναρρόφηση, αν και πάλι, με την πάροδο των χρόνων, επανεμφανίζονται.

Λέγεται όμως και γενικά για «γεμάτη» γυναίκα στην περιφέρεια.

  1. - Καλά, δε θα σε δούμε μια φορά στην παραλία; Κρύβεσαι; Μπάνια δεν κάνεις εσύ;
    - Πού να βγω έξω ρε Στέλλα με αυτά τα ψωμάκια... Χάλια είμαι. Τουλάχιστον με τα ρούχα δεν φαίνονται τόσο.

  2. - Α, όλα κι όλα. Η Βίβιαν μου αρέσει περισσότερο από τη Λίλιαν. Μπορεί να έχει τα ψωμάκια της αλλά είναι γαμώ τις γκόμενες...
    - Ε είσαι εκτός, φίλε, τί να σου πω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λεσβόγκα, η μεγάλη σε μέγεθος ή/και σε ηλικία ή/και σε εμπειρία λέσβω.

Μεγάλη σβόγκα η Ντανιέλα. Είναι και σα γαμώ το χριστό μου, σα φάλαινα. Απορώ πώς τη γουστάρουνε τα σβάκια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λεσβάκι, η μικρή ή / και μικροκαμωμένη λεσβία.

- Ωραία μωρό η Σήλια.
- Ποιο καλέ, το σβάκι;
- Α ναι;
- Ου καλά είσαι... Πάμε γι άλλα, καλύτερα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified