Από την κυριολεκτική της διατύπωση (παράδειγμα 1), η έκφραση έφτασε να χρησιμοποιείται τα τελευταία χρόνια ειρωνικά (παράδειγμα 2), όταν σηκώνουμε τα χέρια ψηλά μπροστά σε μια κατάσταση που ξεπερνά τα όρια του λογικού, ή από ενθουσιασμό (παράδειγμα 3) όταν γουστάρουμε τρελά μια χαώδη κατάσταση.

  1. «Εδώ μέσα [στο Δρομοκαΐτειο] μας φέρονται σαν να είμεθα γνωστικοί ... Αυτοκράτορες, Θεοί, Βασιλιάδες, υποχρεωνόμαστε να σηκωθούμε την ώρα που ορίζει ο κύριος νοσοκόμος ... Αν είναι έτσι, τί το όφελος να είμαστε τρελλοί; ... Ζήτω η τρέλλα! ... η παρηγορήτρα τρέλλα ...» - Ρώμος Φιλύρας, Η ζωή μου εις το Δρομοκαΐτειον

  2. Τις προάλλες έκανα 55' να φτάσω από τη Νέα Σμύρνη στην Ομόνοια. Είχε πορεία στην Αμαλίας και δεν κουνιόταν τίποτα. Ζήτω η τρέλα ρε πούστη μου...

  3. Ρε Μαράκι, γαμώ τα πάρτυ κατάφερες! Της πουτάνας γίνεται! Ζήτω η τρέλα!

Ο Θανάσης Βέγγος στο «Ζήτω η τρέλα» (του Πάνου Γλυκοφρύδη, 1962) (από vikar, 30/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απάντηση-υπεκφυγή την οποία δίνουν όσοι έχουν και παραέχουν πρόβλημα (γενικά, αλλά και ως προς το θέμα που τίθεται), αλλά θέλουν να το παίξουν ευγενικοί, γιατί κάποιες Γιαλόμες τους έχουν πει να πάψουν να είναι εγωίσταροι.

- Αγάπη μου, θες να σου αγοράσω φουστάνι, δαχτυλίδι, αυτοκίνητο, βίλλα ή κότερο για τα γενέθλιά σου πού 'ρχονται;
- Ό,τι. Δεν έχω πρόβλημα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ό,τι / όπου / όποτε: απάντηση που θα δώσει σε ερώτηση που περιέχει «τι, πού, πότε»
α. ο βαριεστημένος (γενικά στη ζωή του ή από την ερώτηση που του θέτουν)
β. ο υπερευγενικός που δεν διατυπώνει ποτέ προσωπική επιθυμία γ. ο λαϊκός τύπος.

Συμπληρωματικός ορισμός από Τζίζα, συγκεκριμένα για το «ό,τι»:
Αντίστοιχη είναι η διάκρισις στα γαλλικά μεταξύ των φράσεων «n'importe quoi» και «peu importe», που σημαίνουν αντίστοιχα το λινκαρισμένο και το αλινκάριστο ό,τι νά 'ναι.

Κατά τον χρήστη paya επίσης, είναι συντομογραφία της γνωστής έκφρασης ό,τι νά 'ναι.

  1. - Τι θες να παραγγείλω να φάμε απόψε μωρό μου;
    - Ό,τι.
    1.α (Τζίζας)
    - Μια μεγάλη μπύρα βαρέλι.
    - Έχουμε...
    (διακόπτοντας)
    - Ό,τι.
    (και πληρώνει σα μαλάκας μιαν ακριβή ενώ ήθελε άμστελ.)
    1.β (παράδειγμα χρήστη paya):
    (μετά από δυο ώρες μπάσκετ και όντας ξεκωλωμένοι):
    Βαγγέλης: - Πάμε για μπάλα;
    Γιώργος: - Ό,τι...

  2. - Πού λες να πάμε απόψε;
    - Όπου. Δεν έχω πρόβλημα.

  3. - Πότε λες είναι καλύτερα να πάμε διακοπές, χριστούγεννα ή πρωτοχρονιά;
    - Όποτε.

χριστιανοταλιμπάν που βαριέται...ή δεν ξέρει... γουατέβα... (από xalikoutis, 06/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για τα σκουπίδια, για πέταμα, για κλάσιμο, για τομπούτσο. Ούτε καν για ανακύκλωση.

Το πέταμα, του πετάματος > του πετάματου > του πεταμάτου > του πεταματού (συμπίπτει να είναι και το εμφατικότερο όλων).

- Καλά δεν ξαναβγαίνω με την παρέα της γκόμενάς μου. Με έχουν όλοι του πεταματού. Τι ζόρι τραβάνε; Βερμουδιάρη με λέει η μία, τσιτσίκο με βρίζει ο άλλος, άσταδγιάλα πια, βαρέθηκα.
- Ναι, αλλά πολύ συγχίζεσαι και δεν θά 'πρεπε. Μήπως θα ήταν καλύτερα να πας να κάνεις λίγο δουλειά με τον εαυτό σου...
- Χέσε μας μωρή Γιαλόμα και συ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

α. Ο μελετητής και χρήστης της σλανγκ διαλέκτου μιας γλώσσας. β. Ο χρήστης του σλανγκ.τζιάρ γ. (πληθ.) Ομάδα που ξεκίνησε από την απλή καταγραφή λέξεων του ελληνικού πεζοδρομίου και αργότερα συνέθεσε το συλλογικό έργο «Λίλιαν», μια σλανγκική Οδύσσεια που τύφλα νά' χουν Όμηρος και Τζόυς μαζί -και ο Εμπειρίκος με τον Μεγάλο Ανατολικό του.

Σλανγκιστής: χρήστης του σλανγκ.τζιάρ (slang.gr), σάιτ της ελληνικής ιστολογίας που ξεκίνησε τον Τρομερό Μήνα Αύγουστο του Σωτηρίου έτους 2006. Οι σλαγκιστές με την πάροδο του χρόνου κατάφεραν να καταγράψουν και να ερμηνεύσουν κάθε απόχρωση της ελληνικής γλώσσας του πεζοδρομίου. Η προσπάθεια αυτή είχε αποτέλεσμα χάρη στην τεχνολογία που, εκείνα τα χρόνια, εξελισσόταν πλέον ραγδαία. Το διαδραστικό αυτό σάιτ συγκέντρωσε πολλούς χρήστες και ενημερωνόταν μέρα τη μέρα, ακολουθώντας από ένα σημείο κι έπειτα (όταν πια ολοκληρώθηκαν οι καταγραφές σλανγκ λέξεων του παρελθόντος) την απόλυτα επίκαιρη σλανγκ της εκάστοτε εποχής. Όχι μόνον εξακολουθεί και υπάρχει αλλά έχει παίξει σημαντικό ρόλο στην μελέτη του γλωσσικού ζητήματος της ελληνικής, το οποίο γλωσσικό ζήτημα, χάρη ίσως στο λεξικό αυτό, επιτέλους έχει σχεδόν εκλείψει. Οι σλαγκιστές δημιούργησαν και ένα συλλογικό σλανγκ έπος, με τον τίτλο «Λίλιαν». Αυτό το κείμενο-σταθμός στην ελληνική μετα-λογοτεχνία, δεν είναι ένα απλό αράδιασμα σλανγκ λέξεων και εκφράσεων, έχει σλανγκ δομή, σλανγκ πλοκή, σλανγκ χαρακτήρες, αλλά είναι και άκρως λογοτεχνικό και όχι του συρμού, καθότι έχει σαφείς επιρροές από Όμηρο, Θερβάντες, Σαίξπηρ, Τζόυς και Εμπειρίκο. (από την Βικι του 2150)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όχι, δεν είναι η γκόμενα που τον καλορουφάει, θα μιλήσω για κάτι γενικότερο.

Ρουφήχτρα είναι μια κατάσταση που σε αποσπά (ή κοντεύει να σε αποσπάσει) πλήρως από άλλες υποχρεώσεις και καθήκοντα, σε ρουφάει δηλαδή σε τέτοιο βαθμό ώστε κινδυνεύεις να αποπροσανατολιστείς τελείως και να μην ασχολείσαι με τίποτ' άλλο.

Η λέξη έχει για πρώτη της σημασία τη ρουφήχτρα που δημιουργείται σε μια λίμνη όταν, στον πυθμένα της, υπάρχει κάποιο άνοιγμα από το οποίο φεύγει το νερό. Το σημείο αυτό είναι απολύτως επικίνδυνο. Όποιος κολυμβητής ή κωπηλάτης βρεθεί κατά κει, πνίγεται και εξαφανίζονται τα ίχνη του.

- Γιατί δεν ήρθες χθες το βράδυ;
- Κόλλησα στο σλανγκ.τζιάρ. Μεγάλη ρουφήχτρα. Σε λίγο δεν θ' ασχολούμαστε με τίποτ' άλλο...
- Καλά μεγάλε, ηρέμησε, σε βλέπω στων Παίδων σε λίγο και σένα.

slang.roufixtra (από Vrastaman, 23/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published

Συντομογραφία (ένεκα συντομίας ή τεμπελιάς ή ευγενείας...), σε γραπτό λόγο μόνο, για το «γαμώ το κέρατό μου μέσα». Μας πάει πίσω σε εποχές κατά τις οποίες τα φωνήνετα εννοούνταν και προφέρονταν αλλά δεν καταγράφονταν. Νομίζω το κρατάνε οι άραβες ακόμα.

Έτσι πάει και το ρε πστ!.

(από προσωπικό ημερολόγιο της Βίβιαν)
Κυριακή 23. 11. 2008
Σήμερα που πήγα στην καφετέρια είδα τη Λίλιαν που την είχε πέσει πάλι στον δικό μου*, γμτκρτμμσ... Αυτή τη μπουτάνα θα τηνε τσακίσω μια μέρα ρε πστ...

*τον Βαγγέλα

προσοχή εκεί που γαμάς κέρατα μη στον σφυρίξουνε κιόλας (από xalikoutis, 23/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γειάαα, ξύπνα, έι, ξεκόλλα, πας καλά; κλπ. Όπως οι αμερικλάνοι λένε ειρωνικά: χαλόου! Επιφώνημα αφύπνισης.

- Κούκου!! Πού πας; Δεν στρίβει από κει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πάγωσα, κοκκάλωσα, αιφνιδιάστηκα σε σημείο που ακινητοποιήθηκα. Μάλλον από τη λέξη φελλός.

Το θυμάμαι σαν και τώρα. Άσπριζα την αυλή μου και μου φωνάξανε οι γειτόνισσες «Τά 'μαθες; ο Χ. πέθανε!» ... Εκείνη την ώρα φέλλωσα...
(από τις αφηγήσεις μιας γιαγιάς στη Μήλο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τις σεξιστικότερες ύβρεις, σύμφωνα με την οποία το γυναικείο αιδοίο (και κατ' επέκταση η γυναίκα που το φέρει) παρομοιάζεται και εξομοιώνεται με μια απλή, νέτη σκέτη Τρύπα. Στο μυαλό αυτών που το λένε (διαβεβαιώ τον Τζίζας που πρότεινε τον όρο πως το λεν αρκετοί) η λέξη αυτή είναι ακόμα υβριστικότερη από το μουνί, μουνότρυπα και τα συναφή, καθότι υποβιβάζεται πλήρως η αξία του στη μη αξία μιας τρύπας η οποία, στην καλύτερη περίπτωση να βουλώσει και τίποτ' άλλο. Απαθής, αμέτοχη και αδιάφορη για τους πάντες τρύπα, αυτό είναι η γυναίκα στο μυαλό όσων τις αποκαλούν έτσι. Μάλλον έχουν τους προσωπικούς τους λόγους και δεν έχει να κάνει με το ποιόν της γυναίκας που υφίσταται αυτή την επίθεση.

Υπάρχουν και γυναίκες που το λένε προς τις ομόφυλές τους και τότε έχει μεγαλύτερο μένος η βρισιά. Τώρα αν λέγεται και σε αδελφές, ουκ οίδα. Μεταξύ τους, υποθέτω πως ναι, το λένε.

- Αχ συγνώμη κύριε, δεν το είδα το στοπ...
- Ουστ μωρή τρύπα, μιλάς κι από πάνω...

(από ironick, 22/11/08)

Βλ. και καυλόμουνο, αμαρτωλό, ξεψώλι.

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified