Η ασπαρτάμη είναι μια έντονη γλυκαντική ουσία χαμηλής περιεκτικότητας σε θερμίδες, η οποία είναι περίπου 200 φορές πιο γλυκιά από τη σακχαρόζη (κοινή ζάχαρη). Περιέχεται σε διάφορα τρόφιμα και ποτά και χρησιμοποιείται ως υποκατάστατο της ζάχαρης.

Ασπαρτάμη λέγεται και το θηλυκό με μοριακή δομή και χαρακτηριστικά Λίλιαν,
μούνου, θεόμουνου, του οποίου η παρουσία αποδίδει υπερβολικές ποσότητες σε χειρογλύκανο με αποτέλεσμα να θεωρείται επισφαλής και κατά πολλούς βλαπτική. Παρά τους επικριτές της είναι νομικά κατοχυρωμένη και θα παραμείνει μέχρι να αποσαφηνιστεί η απάντηση στο ερώτημα «χύνω λες να παχύνω;» από τους ερευνητές του putzinstitut (πουτς ινστιτούτ) που εξειδικεύονται σε τέτοιου είδους μελέτες.

— Πω ρε τι καυλώστρα είναι τούτη ρε μαλά!...
— Ασπαρτάμη...

Παρενέργειες κατανάλωσης Λίλιαν (από Vrastaman, 23/02/09)Γιατί ρε Λίλι(αν) με πονάς;  (από Galadriel, 23/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η όλη διαδικασία μετάβασης, εντοπισμός σωλήνα, χειρισμοί προσέγγισης, αναμονή σύνδεσης και προσωλήνωση στο σωλήνα προορισμού που μπορεί να είναι ο συσωλήνας, αλλά και έτεροι διαφόρων διατομών.

-Αν πετύχει η προσωλήνωση έγινα σωληνοκάβουρας.
-O.k. τα λέμε λέιζερ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξούρα> ξυρός (ξυράφι). Ή προφορά -ου- στη λέξη παραπέμπει σε παλαιότερη προφορά του γράμματος ύψιλον, λιγότερο ψιλή.

Ουσιαστικό = ξούρα θηλυκό, το ξύρισμα.

Επίσης, και στον πληθυντικό: ξούρες, με την ίδια έννοια.
Έριξε τις ξούρες του: ξυρίστηκε.

Κόντρα ξούρα (-ες): βαθύ ξύρισμα.

Μεταφορικά, λαϊκή γλώσσα: ψεύδη, ψέματα
«Άσε τις ξούρες!»: μη λες ψέματα!

- Μωρή πομώνα για να ξουρίζεις τη μούνα σου τ' αγόρασα το μαχθρί;

Να σου τα λούσω και να τα πάρω με το πιστολάκι; (από Galadriel, 24/02/09)

Βλ. και μπαγαποντοξούρα, η

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική ύβρις που δηλώνει τον μειωμένης αντίληψης άνθρωπο.

Την εποχή της Τουρκοκρατίας υπήρχε στην Αθήνα ένας Αλβανός που γύριζε στα διάφορα σπίτια των ελλήνων και μάζευε τον καθιερωμένο κεφαλικό φόρο. Ονομαζόταν Κιουλάκ Βογιατζή. Ήταν δύο μέτρα περίπου ψηλός και το άγριο πρόσωπο του ήταν κατάμαυρο και βλογιοκομμένο. Ο Κιουλάκ Βογιατζή κρατούσε πάντοτε στα χέρια του ένα κοντόχοντρο κόπανο και με αυτόν απειλούσε τον κόσμο. Έλεγε δηλαδή ότι θα τους σπάσει το κεφάλι, αν δεν του έδιναν μια χρυσή λίρα ή δύο φλουριά, όπως απαιτούσε ο κεφαλικός φόρος κάθε έξι μήνες.

Ο Κιουλάκ όμως αυτός ήταν τόσο κουτός, ώστε δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τα διάφορα νομίσματα της εποχής εκείνης. Έτσι πολλοί Έλληνες που δεν είχαν να πληρώσουν, του έδιναν μερικές μπρούτζινες δεκάρες, που τις γυάλιζαν προηγούμενα για να φαίνονται χρυσές, και τον ξαπόστελναν. Από τότε, λοιπόν, έμεινε η φράση που τη λέμε συνήθως για τους ελαφρόμυαλους: τα μυαλά σου και μια λίρα και του μπογιατζή ο κόπανος. «Μπογιατζής» δεν ήταν άλλος από το Κιουλάκ Βογιατζή με τον κόπανο του.

Μεγάλος κόπανος ρε πίστη μου...

Γιώργος Κωνσταντίνου, The Κόπανοι, 1987. (από patsis, 15/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αριθμός 9 κατά τους διανοητές θεωρείται σημαντικός, συμβολικός, ο αριθμός του θεού και δίνω ρέστα από δεκάρικο γενικότερα.
Η έκφραση αρχίδια 9 (εννιά) μας παραπέμπει σε καταστάσεις γάμησέ τα κι άφησέ τα, αρκετά δυσοίωνες και ευ επίφοβες.
Ονοματίζει δύσκολες στιγμές που δεν λείπουν από τον βίο κανενός και καμίας (έστω αν αυτή διαθέτει 12, 3, 27 όρχεις -πάντα όμως ακέραιο πολλαπλασιαστή /διαιρέτη του 3 (τρία) που είναι ως γνωστόν η ρίζα του 9 (εννιά).
Η χρήση της, αν και όχι τόσο διαδεδομένη, δεν στερείται νοήματος και κερδίζει πολλάκις τις εντυπώσεις.

- Και τώρα τι;
- Αρχίδια εννιά...

(από pavleas, 25/02/09)9 μπαστούνι: Τάξη, πειθαρχία, σταθερότητα, ακαταμάχητη θέση – κάθε αντίδραση θα κατατροπωθεί. Καλή υγεία. (από Galadriel, 26/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εργασία της επικάλυψης μιας μεταλλικής επιφάνειας με λεπτό στρώμα νικελίου, το νικέλωμα, που μπορεί να επιτευχθεί είτε με ηλεκτρολυτικό τρόπο είτε με καθαρά χημικά μέσα. Το αποτέλεσμα αυτής της εργασίας μας δίνει στην καγκουρική (κάγκουρας) αργκό τα νίκελα.

Ως νίκελα νοούνται τα επιμέρους και κατά κύριο λόγο τα εμφανή εξαρτήματα ενός οχήματος (αυτοκινήτου, μοτοσικλέτας, παπακίου) που έχουν υποστεί την άνω διαδικασία, είτε από το εργοστάσιο παραγωγής τους, είτε μετά από πρωτοβουλία του ίδιου του κατόχου τους. Στη δεύτερη κυρίως περίπτωση το όλο εγχείρημα έχει σαν σκοπό, όχι τόσο την ουσιαστική αναβάθμιση του οχήματος, όσο την δημιουργία εφέ. Όσο πιο πολλά τα νίκελα, τόσο μεγαλύτερη η υπερηφάνεια και το καμάρι του κατόχου. Η ζήλια βέβαια που θα νοιώσουν οι λοιποί κάγκουρες στη θέα ενός εργαλείου με «κάργα νίκελα πάνω» είναι σημαντικό κίνητρο.

(από pavleas, 26/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τοπωνύμιο φανταστικού τόπου της ευρύτερης περιφέρειας του αγύριστου που προτείνουμε σαν ιδανικό προορισμό ή μόνιμη κατοικία ατόμων και εν γένει καταστάσεων που μας ταλαιπωρούν.

Άντε στα τσακίδια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γιουβέτσι είναι ένα παραδοσιακό φαγητό με βάση το κριθαράκι.

Έχει όμως και σλάνγκια παραδοσιακή χρήση (χωρίς άρθρο και λοιπά μπαχαρικά), σαν άμεση απάντηση σε προτεινόμενο τρόπο/μέθοδο επίλυσης προβλήματος που δεν μας βρίσκει σύμφωνους και μας γνωστοποιείται, συνήθως προφορικά, με κατακλείδα το τροπικό επίρρημα έτσι: Έτσι να κάνεις, έτσι πρέπει, σκέτο έτσι κ.α.

-Να ρε συ έτσι!
-Γιουβέτσι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι μαλακίες.

Μαλακίστηκα.

Σε άλλες γλώσσες: puttanate (ιταλικά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καθένα από τα τέσσερα καλυμμένα με ελαστικό εσωτερικά πλευρά του τραπεζιού του μπιλιάρδου.

Από σπόντα: όχι απευθείας, αλλά αφού προηγουμένως η μπίλια χτυπήσει σε κάποιο σημείο της σπόντας.

Πετώ/ρίχνω σπόντες: κάνω υπαινιγμούς για να προκαλέσω την αντίδραση κάποιου, να πληροφορηθώ κάτι. [ιταλ. sponda]

Από σπόντα το βρήκα το σαλάνγκρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified