Κλητική προσφώνηση που χρησιμοποιείται (λ.χ. από Βράστα και Κνάσο) σε συμφραζόμενα ελαφράς επιτίμησης ή συναδελφικής αλληλεγγύης (frappernité).

Vrastaman: By the way, στην Ευροβίζιον Τουρκία! Το είδατε το Λίλιαν που θα κατεβάσουν, ωρε κλεφτόπουλα;;; Εδώ.

Του (α)ιδ(ο)ίου: Knaso που χάθηκες ωρε κλεφτόπουλο; Εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα τελευταία χρόνια, τουλάχιστον από το 2000 και μετά, ο όρος «μάνατζερ» έχει εκτοπίσει τον όρο νταβατζής ως συνώνυμό του.

Νομίζεις ότι βγάζει τίποτα η καημένη; Όλα στο μανατζεριλίκι τα δίνει...

Βλ. και (όχι απολύτως σχετικά) λήμματα μανατζαραίος, μις μάνατζερ, σύρφερ μάνατζερ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτό το πρασινωπό που βάζουμε στα σούσι, αλλά και ο γουαζάς στον Υπερθετικό.

Πηγή: notheitis.

Κοίτα τον γουαζάμπι με το Φεραρικό!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτοαναφορικώς, το κονιάκ που κερνάει κατωποντοδότης σε Σλάνγκο μαζί με κουλούρι (με την κακή έννοια).

Αντώνυμο: Κονιάκ δέκα αστέρων. (Γκατσμάνειος έκφραση).

Αν έχετε σλανγκικό άι κιου ραδικιού, να σας το κάνω λιανά: Είναι οι μηδέν βαθμοί σε λήμμα.

Ασίστ: Ιωνάς κι οι άλλοι σχολιάσαντες.

Σλάνγκος, που το κουλούρι του κάθησε στον λαιμό, απευθύνεται στον Άγνωστο μπαγαποντοδότη:
Αφού με κέρασες κονιάκ νεκροταφείου ρε πούστη, γιατί δεν με κέρναγες κι έναν καφέ της παρηγοριάς και το κουλούρι σου; Αφού μαζί πάνε αυτά!

Got a better definition? Add it!

Published

Ο άντρας εραστής που έχει καλή εκκίνηση και επιτάχυνση στις πρώτες ταχύτητες. Δηλαδή μπορεί εύκολα να (ξανα)περιέλθει σε στύση και να είναι μάχιμος. Ακόμη και μετά από κόκκινα φανάρια, δηλ. αντικούκου καταστάσεις ή και από πολλαπλούς οργασμούς.

Η ιδιότητα αυτή είναι αναγκαία συνθήκη για να είσαι καλός εραστής, αλλά όχι επαρκής. Πολλές φορές, αυτός που φτάνει γρήγορα ως την πέμπτη έχει άλλες παρενέργειες, λ.χ. γρήγορη εκσπερμάτιση, μη συντονισμό με την παρτενέρ κτλ. Αλλά αυτό είναι άλλης σλανγκομούνας Πουτσοπόλιταν.

Ανασεισιφάλλων διάλογος (σ.ς.: αν οι κορασίδες είχαν άνεση στη σλανγκική):
Σούζι: Ποιον μαλάκα να χτυπήσουμε; Τον ψηλό ή τον χοντρό;
Λαρίσα: Πάρε εσύ τον χοντρό. Σ.: Μα του έχεις ήδη χτυπήσει τέσσερεις φραπέδες κι έναν ποδό-.
Λ.: Άλλο εκείνο, δεν έχει να κάνει! Έχει άνεση στις πρώτες- δεύτερες! Να δεις για πότε θα τα καταφέρει!
Σ.: Και τότε γιατί δεν τον παίρνεις εσύ;
Λ.: Έχει υπερβολική άνεση! Ούτε ένα τραγούδι δεν περνάει κι έτοιμος ο φραπουτσίνο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απεχθάνομαι κάτι. Εννοείται ότι τόσο πολύ με χαλάει η παρουσία του που βγάζω εξανθήματα.

Είναι Σλάνγκος παλαιών αρχών και βγάζει σπιθουράκια με τα αυτοαναφορικά λήμματα. «Κάτι τέτοια χαλάσανε την σλανγκ μας», συνηθίζει να λέει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η οθονιά που πραγματικά την ευχαριστιόμαστε, την απολαμβάνουμε, δεν την χορταίνουμε και θέλουμε κι άλλο. Η ξεγυρισμένη οθονιά.

Ασίστ: Ο GATZMAN που (είναι από την Γκατζολία (;) και) ξέρει από καλή οθονιά!

- Παιδιά, βάζω το λημματάκι στο Δ.Π. από σλανγκικό αλτρουισμό, αλλά παράκληση, όποιος το αναλάβει να ρίξει μια αλανιάρα οθονιά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε μια διαφήμιση της σοκολάτας- πραλίνας Μερέντα, στα '80ς, πάνω ακριβώς στα ντουζένια του ποδοσφαιριστή Ντιέγκο Μαραντόνα, υπήρχε η εξής σκηνή:

Ένα παιδάκι, που πριν είχε ψοφιμίλα, μόλις έτρωγε Μερέντα ξαναζωντάνευε, έμπαινε στον ποδοσφαιρικό αγώνα κι άρχιζε να ρίχνει τα γκολίδια πέντε - πέντε. Οι συμμαθητές του τον κοιτούσαν απορητικά και αναρωτιούνταν: «Μα ποιος είσαι; Ο Μαραντόνα;». Κι αυτός είχε έτοιμη την πληρωμένη απάντηση: «Όχι ο Μερεντόνα».

Η διαφήμιση ήταν τόσο μα τόσο γελοία, ώστε έκτοτε σλανγκίστηκε (για τους μεγαλύτερους) η ατάκα: «Ποιος είσαι; Ο Μερεντόνας;». Με ελληνοπρεπή κατάληξη σε -ας για αποτελεσματικότερη σλανγκική αίσθηση.

Συνώνυμα: ανοξείδωτος, αλκαλικός, τρισδιάστατος, υπερατλαντικός, υπερπόντιος, και τα λοιπά της λίστας μεγάλε.

Μεγάλε πέντε πέντε τα ανεβάζεις τα λήμματα! Ποιος είσαι; Ο Μερεντόνας;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος μας κουφαίνει με κάποιο κουφό του. Το εισήγαγε ο Χάρρυ Κλυνν στα '80ς, όταν ήταν πρωτόγνωρη εμπειρία τα ειδικά δελτία ειδήσεων για όσους έχουν προβλήματα ακοής.

Γκρηκλιστί: you koufed us!

Βασίλης: Άσε θα έρθω να σε πάρω εγώ με την Μαζεράτι μου! Πέντε λεπτά δελτίο ειδήσεων για όσους έχουν προβλήματα ακοής, η κυρία!...

(Το alter ego του Χάρρυ Κλυνν αφηγείται)...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κακία υπό τον μανδύα χαριτωμενιάς. Πέφτει άμα έχουμε χάσει για πολύ καιρό κάποιον φίλο και είμαστε αρκετά καθίκια για να του την πούμε έτσι.

Το χρησιμοποιεί ο Αυτοκτονημένος, αλλά, υποθέτω, μπορεί να το πει κάποιος και στον Αυτοκτονημένο.

- Πού είσαι ρε Αυτοκτονημένε; Ακόμα ζεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified