Ο νταβατζής, ο μαστροπός. Τούρκικη λέξη. Κατ' επέκταση, όποιος συμπεριφέρεται σαν νταβατζής, τσάτσος κ.ο.κ.
Είναι κι ο πεζεβέγκης που θέλει το νταβατζιλίκι του, βλέπεις...
Ο νταβατζής, ο μαστροπός. Τούρκικη λέξη. Κατ' επέκταση, όποιος συμπεριφέρεται σαν νταβατζής, τσάτσος κ.ο.κ.
Είναι κι ο πεζεβέγκης που θέλει το νταβατζιλίκι του, βλέπεις...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Φλώρικος τρόπος να πεις «κι από μένα φιλάκια», θυμίζει και το γυναικωτός.
Clopyright: Panos2.
Περί φιλιού: γαλλικό φιλί, γλωσσίδι, γλωσσόφιλο, κυνοδοντόφιλο, μάκια, μάτσα μούτσα, μουτς, μπαγαποντολειχία, πιπιλιά, τριπλογλώσσι, φάκια, φιδάκια, φιλάκι;, φιλάκια φιλικωτά, φιλάκιας, φιλί της ζωής, Φιλοπίππου, φιλώ, χυσόφιλο, χχχ.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο δήμαρχος Νικήτας Κακλαμάνης, κατά το «Ομέρ Βρυώνης», επειδή πριονίζει δέντρα. Βλ. για clopyright το λήμμα Νικηταράς ο Δενδροφάγος.
Ο Ομέρ Πριόνης πριόνισε και τον ελάχιστο πνεύμονα πρασίνου.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Λένε κι έτσι τον «ναργιλέ». Ο «ναργιλές» είναι τούρκικη λέξη με ρίζες σε Περσία- Ινδία. Ο ναργιλές είναι όλη η συσκευή, ενώ ο λουλάς είναι μόνο το δοχείο, όπου καίγεται ο καπνός τουμπεκί.
Άκου πώς παίζει ο μπαγλαμάς,
και πάτα αργιλέ για μας.
Got a better definition? Add it!
Published
Δέντρο που χρησιμοποιείται για το πέταμα της τσίχλας (αυτής που μασάμε, όχι του πτηνού). Δηλαδή, αντί να πετάξεις κάπου την τσίχλα σου, την κολλάς πάνω στο δέντρο. Στην Κηφισιά υπάρχουν πολλά τέτοια, όπως και αλλού. Μέσα από το μακροχρόνιο κολάζ τσιχλών διαφορετικών χρωμάτων, τα τσιχλόδεντρα θυμίζουν ένα μεταμοντέρνο γλυπτό.
Πέτα την τσίχλα σου ντε, είσαι σαν bimbo. Ορίστε να ένα τσιχλόδεντρο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το διέδωσε ο Χάρρυ Κλυνν στα '90ς με το σκετσάκι «φτωχός πλην τίμιος οικοδόμος». Ενδεχομένως έχει και άλλη προέλευση, αλλά ο Χάρρυ Κλυνν το καθιέρωσε.
Γενικά, λέγεται για οτιδήποτε είναι λιτό και απέριττο, αλλά κάνει αποτελεσματικά την δουλειά του, συνάδοντας με την γύμνια του ελληνικού τοπίου και την εξαπανέκαθεν ενδημική φτώχεια του Έλληνα.
Λέγεται με ύφος Γιακουμή, αλλά χωρίς κλαψομουνίαση.
Από κριτική στο bourdela.tv:
Μ. και Ε. στο πτωχό πλην τίμιο φραπενείο, γύρισαν από διακοπές και οι περισσότερες παλιές φραπεδιάρες. Τώρα η Μ. δεν ταιριάζει με το τίμιο φραπενείο που αποτελείται κυρίως από τίμιες φραπομπαζόλες, η Ε. σε όργια με όλους τους 18-23, λίγα νέα κομμάτια από Τσεχία, ανάμεσά τους βουζοκωλοβυζαροπεπονού Γ. (φρεντοτσίνο),τα αράμπικα προσφέρουν τσίνο και αυτά, άλλαξε Ντι Τζέι, καλός ο καράφλας, τιμές σταθερές και παζαράτες, η Α. χοντροκώλεψε (σουβλάκια γαρ), η Α. και η Ό. γυρίσανε με βυζά.
Σχετικά: δεν έχω ούτε μαντήλι να κλάψω, δεν έχουμε μαντήλι να κλάψουμε, έμεινα πανί με πανί, έμεινα στον άσσο, κάνω το σκατό μου παξιμάδι, ξυπολιάς, ξυπόλυτος, ξυπολυταρία, ζάφτωχος, παξιμάδι, ρέστος, στεγνός, ταπί, φτωχοσυμπέθερος, φτωχοπρόδρομος, φτωχομπινές, φτωχομπινεδιάρης.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Λέγεται όταν βλέπουμε να γίνονται μεγάλα γούστα, βίτσια κτλ. Γενικά ο,τιδήποτε υπερβολικό με την καλή έννοια.
-Μετά από διασπερμάτευση συμφωνήσαμε να τελειώσω στα αυτιά της.
-Αυτά είναι!
Got a better definition? Add it!
Published
Φτιάχνω φραπέ.
-Φτιάχνει αυτή φραπέ;
-Και πετυχαίνει και τις φουσκάλες!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Λέξη σύνθετη εκ των «τσιμπούκι», «λαρύγγι» και «πνίγω». Δηλώνει το βαθύ λαρύγγι, την καμηλοπάρδαλη, την μαστόρισσα στο deep throat. Μπορεί να πνίγεται ή ίδια, ή, εναλλακτικώς, να πνίγει το λαγουδάκι στο λαρύγγι της.
Assist: GATZMAN.
-Σιγά, σιγά, θα πνιγείς!, είπα στην τσιμπουκολαρυγγοπνίχτρα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η χώρα του σλανγκ, με την κακή παρακμιακή έννοια. Μια χώρα μπάχαλο, όπου οι μπαγαποντοδότες κάνουν ό,τι γουστάρουνε, η λεξιπλασία πάει σύννεφο, κι οι καβουροσλανγκόσαυροι προσπαθούνε να συνεφέρουν την λημματολάσπη, μέσα και από τα σάλια των σπεκουλαδόρων.
Πηγή: the inq.
- Καλά σωβρακολογούμε; Είναι σλανγκ λήμμα το «Σλανγκιστάν»;
- Δεν υπάρχει ελπίς, στο Σλανγκιστάν ζεις! Ο καθένας πετάει την πίπα του στο Δημόσιο Πρόχειρο κι όλο και κάποιος κάβουρας θα βρεθεί να την ανεβάσει...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified