Κωδική ονομασία για τρία από τα προϊόντα για τα οποία φημίζεται η Μεσσηνjία, δηλαδή: σύκα, σταφίδες, σωματέμποροι.

Από Τρία Σίγμα, νταξ! Κάνουμε και εξαγωγές!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σερβική παραλλαγή της ρώσικης ρουλέτας είναι η εξής:

Περνάς με το αυτοκίνητό σου όσα πιο πολλά κόκκινα φανάρια μπορείς τρέχοντας με ιλιγγιώδη ταχύτητα, κι άμα δεν σκοτωθείς και δεν σκοτώσεις, είσαι τυχερός.

Είναι ένα παιχνίδι που άρχισε στην Σερβία μόλις τελείωσαν οι πόλεμοι και οι βομβαρδισμοί και οι άνθρωποι είχαν συνηθίσει στα υψηλά επίπεδα αδρεναλίνης, οπότε έπρεπε να κάνουν κάτι για να συνεχίσουν.

Συνώνυμο: κόκκινο κύμα, κατά το πράσινο κύμα.

Μας σταμάτησε το κόκκινο, γαμώτο! Πάμε μια σερβική ρουλέτα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη μια εκδοχή του «αιδοίο το οδοντοφόρο - δαγκανόμουνο - vagina dentata», βγαίνει απ' τον οδοντωτό σιδηρόδρομο των Καλαβρύτων.

Κόπι-ράιτ: Βράσταμαν.

Γέρος Καλαβρυτιανός προς νέο: - Μην το ψάχνεις! Μουνί από τον τόπο σου κι ας είναι και οδοντωτό!

Η προτομή της Πανωραίας Πετμεζά στην κεντρική πλατεία των Καλαβρύτων (από GATZMAN, 12/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που εκσπερματίζει, την στιγμή ακριβώς που εκσπερματίζει. Παρομοιάζεται δηλαδή το «να φέρνεις» το σπέρμα, με το να φέρνεις γάλα, όπως ο γαλατάς. Λέγεται κυρίως σε περιπτώσεις που βγάζεις κάποιον /-αν ασπροπρόσωπο/η. Αυτός είναι ο γαλατάς χωρίς καρούμπαλο, γιατί υπάρχει και ο γαλατάς με το μπλε καρούμπαλο.

- Ναι, μωρό μου, ναι, ναι, έρχεται ο γαλατάς. Ο ΓΑΛΑΤΑΣ. Αργκχνοθξαβμησθςγσμανζμ,ανκηξσ

(από Khan, 02/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τελική πάσα που δίνει ένας σλανγκιστής σε έναν άλλο, για να σκοράρει ο τελευταίος λήμμα. Η σλανγκασίστ μπορεί να γίνει μέσ' απ' το Δημόσιο Πρόχειρο, ή και σ' ένα σχόλιο, ή έναν ορισμό. Μπορεί να είναι μια ατάκα, μια μικρή φρασούλα, ή μια μικροσλάνγκ, που ο εισηγητής της δεν την θεώρησε άξια για ορισμό, αλλά στα χέρια ενός άλλου διαπρέπει. Υπάρχουν Σλάνγκοι που παίζουν πιο πολύ εξτρήμ, ανεβάζοντας συνέχεια λήμματα, κι άλλοι που πιο πολύ μοιράζουνε παιχνίδι.

- Πας στα 202 Ντέρτι, μέγας σκόρερ!
- Ναι, αλλά πρέπει να αποδώσω τα εύσημα και στις σλανγκασίστ. Τι θα ήταν ο Ρομάριο, χωρίς τον Μπεμπέτο; Οι Ινζάγκι και οι λοιποί αν δεν υπήρχαν κι οι Ρομπέρτο Κάρλος;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αντίστοιχο του αμερικλάνικου μπρο (=αδερφός) για τον ξάδερφο. Ετς, αν θέλουμε να μεταφέρουμε στην ελληνικήν, και δη επαρχιωτικήν, την nigga κουλτούρα.

Yo ξα, yo θεια!

Got a better definition? Add it!

Published

Το «γκέο βαγκέο» ήταν παιδικό παιχνιδιάρικο επιφώνημα όπως το «Αμπεμπαμπλόμ τουκιθεμπλόμ», ή το «πού θα πας εκεί στην Βόρειο Αμερική, να δεις και τον Ερμή, που παίζει μουσική» κ.ο.κ. Λεγόταν συνήθως όταν ένα παιδί «την έφερνε» σε ένα άλλο, είχε κάτι που το πρώτο παιδί ζήλευε κ.ο.κ. Λόγω της ομοιότητας με την λέξη« γκέι», σλανγκίζεται για να δηλώσει τον ομοφυλόφιλο. Ιδίως, τον πούστη που λέγεται και Βάγγος, Βαγγέλης, Βάγγελας ή Βάγγουρας, όπως ο γνωστός γκέι ήρωας του the Slang & the Restless. (Παρεμπίπταμπλυ, ένα σύνηθες όνομα για γκέουλες).

Ασίστ: Πανούλης.

Πέρι (προς Βάγγουρα): Γκέο βαγκέο, Βάγγο, εγώ έχω γκόμενο απ' το Αμπιτζάν κι εσύ δεν έχεις! Γκέο βαγκέο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπαμπαδισμός έως παππουδισμός για την πολύ όμορφη, λυγερή κοπέλα με και καλά κρυστάλλινη ομορφιά. Στην εποχή, όμως, του slang.edu μάλλον σημαίνει την παγομούνα, αυτό που ο Πλούταρχος λέει: «Αν είσαι ήλιος χειμωνιάτικος ψυχρός, πίσω απ' τα σύννεφα να μείνεις!».

- Ωραία κοπέλα το Λίλιαν, σαν τα κρύα τα νερά!
- Ναι, αλλά η Καυλάουρα είναι το καυτό μωρό!

Το τραγούδι του Πλούταρχου (από Dirty Talking, 20/03/09)Το ατυχές τραγούδι της Ελευθερίας Αβανιτάκη. (από Dirty Talking, 20/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γρίφος του τρίποδος του βρασταμανικού (αναγραμ-)μαντείου. Οι καβουριερείς ερμηνεύουν ως παρακάτω:

  1. Στα πλαίσια της ενασχόλησης της μητέρας με το παιδί της, μπορεί να προκύψουν ατυχείς «χειρισμοί» του πουλακίου του μικρού αγοριού λ.χ. στο πλύσιμο, που θέτουν τις απαρχές για το σύμπλεγμα του οιδιποδοφραπέ που θα στοιχειώσει τον άντρα σ' όλη την υπόλοιπη ζωή του. Το περιγράφει κι ο Απολιναίρ στο «Αναμνήσεις ενός Δουάν Ζουάν».

  2. Το ποδοφραπέ από φραπεδιάρα που από το πολύ φραπέ έχουν πρηστεί (οίδημα) τα πόδια της. Όχι μόνο έχει βγάλει ρόζους στα χέρια, αλλά και οιδήματα στα πόδια, γινόμενη θηλυκός Οιδίπους!

- Το πολύ ποδοφραπέ το βαριέται κι η Οιδίπους!

Στο 1.00.40 το απόλυτο οιδιποδοφραπέ, "Πιετά" του Κιμ-Κι Ντουκ. (από Khan, 04/02/13)(από Khan, 11/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορά στα ελληνικά του αγγλικού cockblocker. Δηλαδή, ο αδυσώπητος εχθρός του πέφτουλα.

Ο cockblocker είναι ο τύπος που έρχεται εκεί που μιλάς με μια γκόμενα και στο χαλάει. Με όποιον τρόπο μπορεί. Μιλάει σε σένα, μιλάει στην γκόμενα, ή, το πιο συνηθισμένο, της την πέφτει κι αυτός, χαλώντας ό,τι έχεις χτίσει μέχρι εκείνη τη στιγμή και κλέβοντας σου πολύτιμο χρόνο. Γιατί τι είναι το φλερτ: η δημιουργία θετικών για σένα εντυπώσεων σε περιορισμένο χρόνο. Πρόκειται λοιπόν για κατάφωρη παραβίαση του αντρικού νόμου που λέει ότι όταν ο άλλος φλερτάρει με μια γυναίκα και το πράγμα πάει καλά, δεν ενοχλούμε. Περιμένουμε τη σειρά μας, ή ψάχνουμε κάτι άλλο.

Ως γνωστόν, υπάρχει πάντα κάποιος λόγος που μια γκόμενα μιλάει σε αυτόν που μιλάει, και ένας άντρας με αξιοπρέπεια οφείλει να αναγνωρίζει αυτές τις περιπτώσεις όταν τις βλέπει. Ο cockblocker προφανώς δεν έχει ιδιαίτερη αξιοπρέπεια, και τα κίνητρά του είναι ένα μείγμα βλακείας και ζήλειας. Είναι βλάκας γιατί δεν μπορεί κάποιος έξυπνος άνθρωπος να πιστεύει ότι μπορεί να ρίξει μια γκόμενα με αυτόν τον τρόπο. Το μόνο που θα καταφέρει είναι να την τρομάξει ώστε είτε να εξαφανιστεί, είτε να σε κοιτάει με ύφος απόγνωσης, του στυλ «τι είναι αυτός, κάποιος να με σώσει από το λιγούρι». Και είναι κομπλεξικός γιατί ουσιαστικά θέλει να το χαλάσει για όλους. Του αρκεί να σε φέρει στο ίδιο επίπεδο με αυτόν, να μηδενίσει και τις δικές σου πιθανότητες. Μεγάλος μαλάκας.
Πεφτομαλάκας, ας πούμε.

Πηγή: yupi.gr.
Ασίστ: knasos.

Μεγάλος πεφτοχαλάστρας ο Επαμεινώνδας! Πάνω που έψηνε ο Αρίστος το Λίλιαν, μπήκε αυτός στην μέση κι άρχισε να λέει τις παπαριές του.

Βλ. και: κοκομπλόκο, χαλάστρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified