Μεταφορικά, αυτός που είναι νευρικός και δεν μπορεί να ελέγξει τα νεύρα του. Παραπλήσια λέξη: ζοχάδας

- Δεν μπορείς να μιλήσεις με τον Πέτρο. Πάντα καυγαδίζουμε γιατί είναι συφιλιάρης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που είναι πολύ ευσυγκίνητος και ευαίσθητος.

Αυτός που βλέπει σαπουνόπερες και λιώνει σαν σαπούνι!

Πολύ κλάμα χτες στην τιβούλα! Έλιωσα σαν σαπούνι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δανείζει χρήματα με τόκο (κατ' εξοχήν επάγγελμα των Ζακυνθινών). Ο τοκιστής λέγεται και σουλατσαδόρος (κόβει σουλάτσα, αργόσχολος).

Όταν αναφερόμαστε και με τις δύο λέξεις εννοούμε, το άτομο που τα έχει βρει όλα έτοιμα χωρίς κόπο και το μόνο που κάνει είναι να χαζολογάει, σε αντίθεση με τους πολλούς που πρέπει να φτύνουν αίμα για τα προς το ζην, γιατί δεν είναι, ούτε αποδέκτες κληρονομιάς κάποιου πλούσιου μπάρμπα, ούτε λαμόγια του κερατά.

Από εφημερίδα Ελευθεροτυπία:
«Φαίνεται, όμως, ότι το πράγμα δεν έβγαινε έτσι. Με τις ανοησίες του (μαθητευόμενου μάγου) Αλογοσκούφη (απογραφές, φοροαπαλλαγές σε επιχειρήσεις κ.λπ.) ήρθε κι έφτασε η οικονομία στα πρόθυρα κατάρρευσης. Οι προϋπολογισμοί δεν έβγαιναν με τίποτα. Ετσι, αποφάσισαν -ύστερα από 4,5 χρόνια απραξίας- να στριμώξουν φορολογικά και κάποιους που δηλώνουν όσα έσοδα θέλουν - ή δεν δηλώνουν τίποτα. Μέχρι και απ' τους «τοκιστές και σουλατσαδόρους» ζήτησαν να πληρώνουν φόρους (άκουσον - άκουσον!), έστω και με πολύ τακτ...».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται και ρεκλαμαδόρος (γαλλ. reclame=διαφήμιση).
Ο φιγουρατζής, αυτός που πλασάρει ανύπαρκτα προσόντα και τα επιδεικνύει. Όποιος δεν τον ξέρει δίνει πολλά για να τον έχει, αλλά μετά βγαίνει μάπα το καρπούζι. Και όπως λέει και ο θυμόσοφος λαός μας, «όπου ακούς πολλά κεράσια κράτα και μικρό καλάθι»...

- Άσε φιλενάδα, τζίφος η ιστορία με τον Τάκη... Ήταν μέχρι να με ρίξει στο κρεβάτι για να καταλάβω τι κουμάσι είναι... Πολύ ρεκλαματζής ο τύπος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γνωστό σε όλους λήμμα, πάντα με απαισιόδοξη απόδοση.

Μήπως να το δούμε πιο αισιόδοξα στις ζοφερές σκέψεις μας;

Μεγαλοκαρχαρίας έχει την γραμματέα του εκτός από το γραφείο και στο κρεβάτι του. Εμφανίζεται όμως στην ιστορία καινούρια γκόμενα και έτσι η παλιά πρέπει να φύγει από την μέση. Αρπάζει την ευκαιρία η παλιά και του ζητάει αποζημίωση 100.000 ευρώ. Ο τύπος επειδή το φυσάει το παραδάκι για να μην έχει μπλεξίματα της δίνει μια επιταγή. Πάει στην τράπεζα η παλιά και φεύγει ολοκαίνουρια με 1.000.000 ευρώ!

Είδες ότι ένα μηδενικό έκανε την διαφορά!!!

δεν χρειάζεται.....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν μια γυναίκα είναι με ένα άντρα, όχι γιατί έχει όμορφα μάτια, ή μυαλό ξυράφι, αλλά για τα ''λεφτά'' του αισθήματα και το παχύ πορτοφόλι.

- Κοίτα φίλε μου ο τυπάς μια θανατηφόρα γκόμενα που κυκλοφοράει... -Μην τον ζηλεύεις καθόλου! Του κρατάει την τσεπούλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιδιορθώνω φθαρμένο ρούχο ή αντικείμενο με ραφή ή επικόλληση άλλου κομματιού. Μεταφορικά, δικαιολογώ ή τακτοποιώ πρόχειρα.

Μπαλώνομαι, πάλι μεταφορικά, έχω κέρδος, τακτοποιούμαι οικονομικά, βολεύομαι.

  1. Μέχρι τώρα δεν μπαλώναμε τις κάλτσες, χαλαρά τις πετάγαμε και παίρναμε καινούριες. Τώρα όμως, πού σφίγγουν οι κώλοι μας, και θα μπαλώσουμε και θα φάμε το χθεσινό φαγητό...

  2. Όσο και να προσπάθησε, δεν μπόρεσε να τα μπαλώσει για να μην καταλάβει η μάνα της οτι εχτές βράδυ γύρισε σπίτι ταρέλα, πίτα, λιώμα, λιάρδα από τα ξύδια.

  3. Προσπαθεί να τα μπαλώσει κάνοντας δουλειές του ποδαριού. Τόσα στόματα έχει να θρέψει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έχων τις ιδιότητες της δαντέλας. Μυγιάγγιχτος, μη μου άπτου, ευαίσθητος.

Αναφέρεται υποτιμητικά και είναι πολύ αγαπητή στους ποδοσφαιρόφιλους.

Φίλαθλος παρακολουθεί αγώνα της ομάδας του και ο τερματοφύλακας δεν είναι σε φόρμα:

- Ρεεεε! Kουνήσου ρούφα! Τι να σε κάνουμε ρεεεεε! Άμα είσαι δαντελένιος να πας σπίτι σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παίκτης όργανου (εργαλείο φυσικό ή τεχνητό που χρησιμεύει για παραγωγή έργου / κατασκεύασμα που παράγει ήχους / μέρος ζώντος σώματος, που επιτελεί ειδική λειτουργία αναγκαία για τη ζωή π.χ. μπαργαλάτσος).

Στην περίπτωση του υπό εξαφάνιση λατερνατζή έχουμε την κατηγορία φουκαρά φτωχού, πλην τιμίου, οικοδόμου και αυτού που είναι στο τσακ να φύγει για τη ζούγκλα με τον Ταρζάν για να μη πάρει τη λατέρνα και γυρίζει σαν την άδικη κατάρα.

Ο οργανοπαίκτης μπορεί να παίζει έγχορδο (ανήκει στη κατηγορία του μπαγλαμά, μπουζουκιού), πνευστό (κατηγορία ούφο με σκούφο - και με φλογέρα, πιπού), κρουστό (κατηγορία μαλακίας).

Το Λίλιαν δε το φτάνει ούτε ο Σαλέας!!

Μεγάλος οργανοπαίκτης ο Φρίξος. Που τον χάνεις που τον βρίσκεις κολλημένο σε μια οθόνη με καουμπόικα.

(από vip, 22/03/09)(από vip, 22/03/09)(από vip, 22/03/09)(από vip, 22/03/09)(από vip, 22/03/09)

Δες και ψωλίστ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σταύρωση ως γνωστόν ήταν τρόπος θανατικής καταδίκης και αντιπροσωπεύει το μαρτύριο του Χριστού που ήταν πολύ οδυνηρό, όμως επειδή ο Χριστός είχε όχι απλό δόντι αλλά χαυλιόδοντα, κατάφερε μετά το ξεσταύρωμά του να αναστηθεί και να δώσει ελπίδες στον κάθε ταλαίπωρο πως, ό,τι μαρτύριο και να περνάει, θα καταφέρει να βρει λύτρωση.

Επίσης. είναι τοις πάσι γνωστόν ότι ο κλασσικός έλληνας (δεν γνωρίζω για τις άλλες εθνότητες) είναι ο γαμιάς της γειτονιάς και μπορεί να γαμάει τους πάντες και τα πάντα χωρίς εξαίρεση και φυσικά δεν εξαιρούνται ούτε τα θρησκευτικά πιστεύω. Σ' αυτόν τον τομέα δε, έχει ιδιαίτερη αδυναμία, ξεκινώντας από τους αντιπροσώπους επί γης του θεού που πιστεύει ο καθένας και φτάνοντας μέχρι την κορυφή της ιεραρχίας, συμπεριλαμβανομένων και των αξεσουάρ (καντήλια, πετραχήλια κλπ.). Αυτό δε, υποδεικνύει πολύ μεγάλη πίστη. Ναι ναι, πολύ μεγάλη πίστη, το έχω διασταυρώσει από γυναίκες του κύκλου που λένε ότι αυτός που υβρίζει την Παναγία και το Χριστό τους αγαπάει πάρα πολύ, γιατί προτιμάει να καλέσει τα θεία παρά τον ακατονόμαστο!

Όταν γαμεί κάποιου το ξεσταύρι, δηλώνει μεγάλη απειλή και ότι θα τον κάνει να μαρτυρήσει της μάνας του το γάλα. Όταν γαμεί το δικό του ξεσταύρι, αναθεματίζει το μαρτύριό του και ελπίζει στη λύτρωσή του.

  1. Ρε γαμώ το ξεσταύρι σου, δεν το είδες το στοπ; Κατέβα ρε, αν τιμάς τα παντελόνια που φοράς!!

  2. Βάζει το κλειδί στη μίζα, το γυρίζει... γρρρρ, γρρρ, γρρρ... ξανά και ξανάμανά, μέχρι που η μπαταρία ξελιγώνεται. Γαμώ το ξεσταύρι μου μέσα! Άντε τώρα να δούμε πώς θα βρω ταξί! Θα το βάψω μπλε να τελειώνω!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified