Από το σλαβικό stupa.
Ξύλινος κόπανος ή μεγάλη πέτρα, κοτρόνα. Όταν αναφερόμαστε σε άνθρωπο εννοούμε τον κοντόχοντρο.
- Πώς σου φάνηκε ο Μιχαλάκης; - Καλό παιδί αλλά στούμπος... για να με φιλήσει πρέπει ν' ανέβει σε σκαμνί...
Από το σλαβικό stupa.
Ξύλινος κόπανος ή μεγάλη πέτρα, κοτρόνα. Όταν αναφερόμαστε σε άνθρωπο εννοούμε τον κοντόχοντρο.
- Πώς σου φάνηκε ο Μιχαλάκης; - Καλό παιδί αλλά στούμπος... για να με φιλήσει πρέπει ν' ανέβει σε σκαμνί...
Got a better definition? Add it!
Η μεταθανάτια ζωή. Στην εγκόσμια ζωή το συναντάμε συνήθως σε τηλεφωνικές συνδιαλέξεις με κακή επαναφορά ήχου ή σε συνομιλίες με άτομο που είναι στην κοσμάρα του και δεν έχει καμία επαφή με την κουβέντα που γίνεται είτε γιατί είναι αγουροξυπνημένος και ο εγκέφαλός του είναι ακόμα σε κατάσταση νάρκης είτε γιατί το μυαλό του τρέχει σε άλλη διάσταση.
Got a better definition? Add it!
Παρέα μόνο από γυναίκες.
Λέγεται συνήθως από ύπανδρες γυναίκες που, έχοντας μπουχτίσει από την συνοδεία των συζυγάτων τους και ίσως και την παρουσία πολλών αρσενικών στην δουλειά τους που τις πρήζουν τα συκώτια, κανονίζουν έξοδο διασκέδασης χωρίς αντρική παρουσία.
- Τι θα κάνουμε το βράδυ κορίτσια; Θα πάμε για ένα ποτάκι; - Θα πάμε όλοι παρέα; - Όχι, λέω να πάμε γυναικωτό.
Got a better definition? Add it!
Πιάνω ψάρια, βγάζω κάτι από το βυθό. Μεταφορικά προσπαθώ με τρόπο να αποσπάσω μυστικά. Σε φράση ψαρεύω σε θολά νερά, επωφελούμαι από ανώμαλες καταστάσεις ή δημιουργώ σύγχυση για να επιτύχω ωφελήματα. Επίσης βγαίνω τσάρκα μήπως μπορέσω να χτυπήσω κάποια / κάποιον ζαργάνα / ματσό να περάσω καλά και ό,τι προκύψει...
- Θα έρθεις να πάμε για ψάρεμα; - Άσε έχω σπαρίλες σήμερα... άλλη φορά. Πάρε τον Ντίνο... άντε και καλό ψάρεμα! - Είσαι άσχετος! Και μας την σπας και μας γρουσουζεύεις...
Θα ψαρέψω την Γωγώ να μάθω τι έγινε εχθές με τον Πέτρο και θα σε ενημερώσω πάραυτα!!
Μην έχεις εμπιστοσύνη στον Χρήστο. Είναι τσουτσέκι και ψαρεύει στα θολά αλλά θα φάει καλά γιατί πίσω έχει η αχλάδα την ουρά...
Γεια σου Λίλιαν... ψάρεψες κάτι καλό εχθές στο μπαρ; Εγώ έβγαλα από τα δίχτυα μου ένα καλό λαβράκι... και ωραίος και ματσό!!
Got a better definition? Add it!
Να θυμηθούμε λίγο φυσική: οπισθέλκουσα, δύναμη αντιτιθέμενη στην κίνηση ενός σώματος μέσα σε ρευστό. Είναι ανεπιθύμητη στους αεροναυπηγούς και προσπαθούν να την μηδενίσουν δίνοντας στις κατασκευές τους το κατάλληλο σχήμα.
Στις παρέες μας είναι σπάνιο να έχουμε έναν αεροναυπηγό και όμως η λέξη είναι ευρέως διαδεδομένη όταν πηγαίνουμε για «ψάρεμα» ή για κουσκούσιν πίνοντας την φραπεδιά μας ή το ποτό μας. Μπανίζουμε το κάθε γκομενάκι που περνά από το οπτικό μας πεδίο, το νετάρουμε και κάνουμε ζουμ στα σημεία που μας ενδιαφέρουν: μπαλκόνια, τσιμπουκόχειλα, καπούλια...
Μόλις φτάσουμε στα καπούλια γινόμαστε γνώστες της φυσικής και αεροναυπηγοί, δίνοντας την ανάλογη τιμή στην οπισθέλκουσα. Μεγάλες τιμές δίνουμε στους χοντρούς κώλους λόγω της δυσκολίας που παρουσιάζουν από τα ξύγκια που ξεχειλίζουν και κάνουν αδύνατη την προσέγγισή τους γιατί δεν έχουμε το κατάλληλο αεροδυναμικό σχήμα ώστε να μηδενίσουμε την τιμή της οπισθέλκουσας.
- Πώς σου φαίνεται το γκομενάκι δίπλα στην ξανθιά;
- Δεν λέει άστο, την είδα που σηκώθηκε και είναι για τα μπάζα... Μπαλκόνια που βλέπουν στον ακάλυπτο και μεγάλη οπισθέλκουσα!
Got a better definition? Add it!
Αυτός που δανείζει χρήματα με τόκο (κατ' εξοχήν επάγγελμα των Ζακυνθινών). Ο τοκιστής λέγεται και σουλατσαδόρος (κόβει σουλάτσα, αργόσχολος).
Όταν αναφερόμαστε και με τις δύο λέξεις εννοούμε, το άτομο που τα έχει βρει όλα έτοιμα χωρίς κόπο και το μόνο που κάνει είναι να χαζολογάει, σε αντίθεση με τους πολλούς που πρέπει να φτύνουν αίμα για τα προς το ζην, γιατί δεν είναι, ούτε αποδέκτες κληρονομιάς κάποιου πλούσιου μπάρμπα, ούτε λαμόγια του κερατά.
Από εφημερίδα Ελευθεροτυπία:
«Φαίνεται, όμως, ότι το πράγμα δεν έβγαινε έτσι. Με τις ανοησίες του (μαθητευόμενου μάγου) Αλογοσκούφη (απογραφές, φοροαπαλλαγές σε επιχειρήσεις κ.λπ.) ήρθε κι έφτασε η οικονομία στα πρόθυρα κατάρρευσης. Οι προϋπολογισμοί δεν έβγαιναν με τίποτα. Ετσι, αποφάσισαν -ύστερα από 4,5 χρόνια απραξίας- να στριμώξουν φορολογικά και κάποιους που δηλώνουν όσα έσοδα θέλουν - ή δεν δηλώνουν τίποτα. Μέχρι και απ' τους «τοκιστές και σουλατσαδόρους» ζήτησαν να πληρώνουν φόρους (άκουσον - άκουσον!), έστω και με πολύ τακτ...».
Got a better definition? Add it!
Λέγεται και ρεκλαμαδόρος (γαλλ. reclame=διαφήμιση).
Ο φιγουρατζής, αυτός που πλασάρει ανύπαρκτα προσόντα και τα επιδεικνύει. Όποιος δεν τον ξέρει δίνει πολλά για να τον έχει, αλλά μετά βγαίνει μάπα το καρπούζι. Και όπως λέει και ο θυμόσοφος λαός μας, «όπου ακούς πολλά κεράσια κράτα και μικρό καλάθι»...
- Άσε φιλενάδα, τζίφος η ιστορία με τον Τάκη... Ήταν μέχρι να με ρίξει στο κρεβάτι για να καταλάβω τι κουμάσι είναι... Πολύ ρεκλαματζής ο τύπος...
Got a better definition? Add it!
Μπορούμε να το πούμε δείχνοντας ευγένεια ή αποστροφή για κάτι που δεν θέλουμε όταν μας το προσφέρουν.
- Θα πάρετε ένα φοντάν ή ένα λικέρ; - Όχι ευχαριστώ δεν θα πάρω...
- Κοίτα το μωρό απέναντι... θα κάνεις κίνηση; - Ευχαριστώ δεν θα πάρω... Σου αφήνω το πεδίο ελεύθερο. Άλλωστε δεν είναι στα κυβικά μου.
Got a better definition? Add it!
Λήμμα επίκαιρο των ημερών. Ποδαράτη (ποδαράτο) λέμε την βόλτα με τα πόδια αντίστοιχα όπως λέμε αυτοκινητάδα με το αυτοκίνητο ή βαρκάδα με την βάρκα.
Στην Πάτρα εννοούν την παρέλαση των πληρωμάτων το τελευταίο Σαββατοκύριακο της Αποκριάς. Υπάρχουν δύο ποδαράτες: η νυχτερινή του Σαββάτου και η Μεγάλη της Κυριακής.
Got a better definition? Add it!
Το τριβέλι (λατιν. terebellum) είναι το τρυπάνι. Επίσης ζυμαρικό. Μεταφορικά ο άνθρωπος που είναι ενοχλητικός, στενός κορσές. Αυτός που τριβελίζει μας προκαλεί πονοκέφαλο.
Γιατί με τριβελίζεις παιδάκι μου; Δεν έχεις να κάνεις τίποτε άλλο να κάνεις από του να μου γίνεσαι;
Got a better definition? Add it!