Η λέξη αυτή προέρχεται από το αγγλικό «gambling», που σημαίνει χαρτοπαίζω και χρησιμοποιείται όταν κάποιος, κατά τη διάρκεια του πόκερ ποντάρει συνέχεια χωρίς να έχει φύλλο.

- Ρε μαλάκες, έχασα 50€ σήμερα!
- Τι να σου κάνουμε, αφού γκαμπλάρεις συνέχεια… πριν είχες 2,8 στο χέρι και μπήκες all-in.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να δηλώσουμε οτι ένα μέρος είναι γεμάτο.

Συνώνυμο με το μπίμπα, τίγκα.

- Για δες μέσα, υπάρχει κανένα τραπέζι ;
- Μπα, φίσκα είναι, γάμα το. - Εντάξει, πάμε για αλλού.

Βλ. και κάργα, μπίμπα, τίγκα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη αυτή σημαίνει: τραβάω μαλακία και χρησιμοποιείται, και κυριολεκτικά, αλλά και για να δείξουμε ότι βαριόμαστε.

Κυριολεκτικά:
- Που είναι ο Γιάννης ;
- Άστα φίλε, ντρέπεται να βγει έξω πια...
- Γιατί ;
- Τον έπιασε ο διευθυντής του σχολείου να ψωλοβαράει στην τουαλέτα!
- Α, το μαλάκα!

Μεταφορικά:
- Που είσαι χαμένος ρε τόσο καιρό ;
- Αφήστε παιδιά είχα πάθει κατάθλιψη και ψωλοβαρούσα όλη μέρα στο σπίτι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Aυτή η φράση λέγεται, όταν θέλουμε να πούμε ότι κάποιος είναι πούστης.

Εμπνεύστηκε από την πετυχημένη σειρά πρίζον μπρέικ, όπου, στην φόξ ρίβερ, τα αγοράκια που γαμούσε ο τι-μπαγκ του έπιαναν την τσέπη.

- Τους βλέπεις αυτούς τους δυο εκεί;
- Ναι ρε μαλάκα και έχω φρίξει με τον ξανθό!
- Του κρατάει την τσεπούλα από ό,τι φαίνεται...
- Σίγουρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ρήμα ζουρλαίνω σημαίνει «τρελαίνω».
Έτσι, λέμε τη φράση θα με ζουρλάνεις, όταν ο άλλος μας έχει φτάσει στα όρια μας με τις πίπες που λέει και κάνει.

- Λοιπόν, παίρνεις τον κουβά με το νερό και τον πετάς μέσα στη γούρνα, εντάξει;
- Να βρέξω τις άκρες της γούρνας;
- Ρε αγόρι μου, θα με ζουρλάνεις, τι βλακείες λες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

H λέξη αυτή προέρχεται από τον ομώνυμο παραδοσιακό χορό και χρησιμοποιείται, όταν θέλουμε να πούμε σε κάποιον, κατά τη διάρκεια παιχνιδιού, ότι τον εξευτελίσαμε, ή να πούμε ότι κάποιος εξευτέλισε κάποιον.

- Ο Γκασόλ, τι παιχταράς είναι!
- Εντάξει, καλός είναι.
- Μόνο καλός; Στους τελικούς του NBA, τον Γκαρνέτ, τον έχει χορέψει κάτι καρσιλαμάδες...

Καρσιλαμάς - λέμε τώρα. (από poniroskylo, 12/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σιδεράς είναι αυτός που είναι πολύ γυμνασμένος . Οι μύες του φαίνονται από παντού και είναι τεράστιος.

Γιάννης: Είδα και τον Χάρη σήμερα Βασίλης: Ποιόν ρε, αυτόν το σιδερά;

άλλο..

- Φίλε έχεις γίνει σιδεράς!
- Είδες τι κάνει το γυμναστήριο;!

Βλ. και σιδεράδικο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη αυτή χρησιμοποιείται για να στιγματίσουμε την σεξουαλική ζωή κάποιου (μόνο για πούστηδες).

- Ρε Μήτσο τον βλέπεις αυτόν που χορεύει περίεργα ;
- Ναι ρε φίλε, μεγάλη αδερφάρα!
- Μόνο αδερφάρα; Αυτός είναι για τον πουστοστρατό!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O τρελιάρης. Aυτός που δεν μασάει και κάνει ό,τι τρέλα θες.

Χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσουμε κάποιον, που είναι μορφή και δεν κωλώνει.

- Τον είδες; Πήγε και ζήτησε καπότες από τον ταρίφα, έλεος!
- Ναι ρε μαλάκα, τι έκανε ο ντελνός!

Βλ. και τρελάκιας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση αυτή, ετυμολογικά, σημαίνει «τραβάω μαλακία», «παίζω το πουλί μου», αλλά χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να πούμε στον άλλο ότι βρίσκεται στον κόσμο του.

- Βρε μαλακισμένα, μην παίζετε μπάλα στον κήπο, θα μου χαλάσετε τα λουλούδια!
- Μα δεν παίζουμε μπάλα, μπέιζμπολ παίζουμε…
- Καλά, εσύ αγόρι μου παίξε με το λιλί σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified