Δόξα και τιμή στο μεθύσι.

Συμβουλή: Όταν πάτε για να μεθύσετε (σκόπιμα), βγάλτε του τα μάτια, μη καταλαβαίνετε ούτε αλκοτέστ, ούτε και τίποτα άλλο. Απλά, αν θέλετε να ζήσετε, βάλτε κάποιον άλλο να οδηγήσει. Κατά τα άλλα, γαμήστε του τα ράμματα.

Καλό θα είναι όμως, να ρίξετε και μια ματιά σαν asist στην λίστα παρακάτω. Όχι ότι δεν τα ξέρετε, αλλά έτσι, κουβέντα να γίνεται μωρές…

Πόδια κρύα και υγρά: Κρατάτε το ποτήρι σε λάθος γωνία. Στρίψτε το ποτήρι, ώστε το άνοιγμά του να έχει κατεύθυνση προς το ταβάνι.

Μπίρα παράξενα άχρωμη και άγευστη: Το ποτήρι είναι άδειο. Βρείτε κάποιον να σας κεράσει άλλη.

Ο απέναντι τοίχος είναι γεμάτος φώτα: Έχετε πέσει ανάσκελα. Σηκωθείτε και δεθείτε στο μπαρ.

Το στόμα σας γέμισε με αποτσίγαρα: Έχετε πέσει μπρούμυτα, ή πίνετε από το σταχτοδοχείο.
Η ίδια της προηγούμενης περίπτωσης.

Η μπίρα είναι άγευστη. Το πουκάμισό σας είναι υγρό.:
Το στόμα σας είναι κλειστό, ή το ποτήρι πήγε σε λάθος περιοχή του προσώπου. Πηγαίνετε στην τουαλέτα και κάντε πρακτική εξάσκηση μπροστά στον καθρέφτη.

Πόδια ζεστά και υγρά: Μειωμένος έλεγχος της ουροδόχου κύστεως. Στηθείτε δίπλα στο κοντινότερο σκυλί κι αρχίστε να παραπονιόσαστε για την... εκπαίδευσή του.

Το πάτωμα φαίνεται θολό:
Το κοιτάζετε μέσα απ' τον πάτο του άδειου ποτηριού σας. Ξαναγεμίστε το.

Το πάτωμα κινείται: Σας κουβαλάνε έξω. Πέστε τους να σας πάνε σ' ένα άλλο μπαρ.

Η αίθουσα φαίνεται ασυνήθιστα σκοτεινή: Το μπαρ έκλεισε. Σιγουρευτείτε ότι ο μπάρμαν ξέρει τη διεύθυνσή σας.

Το ταξί, τελείως ξαφνικά, παίρνει μια πολύχρωμη όψη: Η κατανάλωση μπίρας υπερέβη τη δυνατότητα και τα όριά σας. Καλύψτε το στόμα σας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Έφαγε το ξύλο της χρονιάς του.»

1) Στο Μεσαίωνα, οι περισσότεροι μαθητές προτιμούσαν να το σκάνε από τις τάξεις τους παρά να πηγαίνουν στα μαθήματα τους.

Οι δάσκαλοι πάλι ήταν σωστοί δεσμοφύλακες. Όταν ένας μαθητής δεν ήξερε να απαντήσει σε μια ερώτηση, δενόταν χειροπόδαρα και μεταφερόταν στα υπόγεια του σχολείου, όπου έκανε συντροφιά στους ποντικούς (αρούρια) που ζούσαν εκεί κάτω. Άλλοτε πάλι τον έγδυναν και τον άφηναν ώρες στο κρύο. Στην πρώτη σειρά ήταν το ξύλο. Με κάτι ειδικές βέργες, ο δάσκαλος έπιανε το παιδί, του έβγαζε τα παπούτσια και το χτυπούσε κάτω από τις πατούσες (φάλαγκα). Τα απάνθρωπα αυτά μαρτύρια γινόντουσαν σε όλα τα σχολεία τις Ευρώπης. Στην Αγγλία καταργήθηκαν μόλις το 18ο αιώνα. Για αυτό όμως και ο κόσμος εκεί έμεινε αγράμματος.

Τα παιδιά προτιμούσαν να το σκάνε, όχι μόνο από τα σχολεία, αλλά και από τα σπίτια τους. Στο τέλος καταντούσαν αλήτες, κλέφτες και πολλές φορές εγκληματίες.

Στο Βυζάντιο οι δάσκαλοι ήταν, σχεδόν όλοι, καλόγεροι και παπάδες. Φυσικά έδερναν κι αυτοί τους μαθητές, αλλά μόνο μια φορά τον χρόνο. Το ξύλο όμως αυτό ήταν δυνατό και αντιστοιχούσε με το ξύλο της χρονιάς.

2) Ο δάσκαλος είχε το χάρακά του, που μ’ αυτόν χειροτονούσε τον αμελέτητο ή άτακτο μαθητή. Έτσι, τρώγοντας το ξύλο της γνώσης, ο μαθητής δεν θα ξαναπήγαινε αδιάβαστος στο σχολείο. Λένε μάλιστα, πως το ξύλο αυτό ήταν από… μηλιά, για να θυμίζει ότι, το ξύλο… βγήκε από τον Παράδεισο. Άλλοι λέγανε ότι είναι από κερασιά, επειδή το ξύλο της είναι μαλακό και γερό.

- Ναι ρε πούστη μου, τον είδα στο δρόμο και τον παρακολούθησα από πίσω.
- Και... λέγε ρε, τι έγινε;;;
- Τι να γίνει, τον στρίμωξα σε ένα στενάκι παρακάτω και του έδωσα το ξύλο της χρόνιας του, να μάθει άλλη φορά να γραφεί μαλακίες λήμματα στο slang.gr. Τον έστειλα διακοπές στο Κ.Α.Τ. hotel.

«Έφαγε το ξύλο της χρονιάς του» λέμε, όταν μαθαίνουμε πως κάποιος τις έφαγε για τα καλά.

«...και νομίζοντας ότι έχω σύρμα στο καπέλο, μ΄αρπάζει και τρώω το ξύλο τις χρονιάς κι απ’ αυτόν...»

Παρά τις συστάσεις της μάνας της, η Σωτηρία συνέχιζε το βιολί της, ώσπου έφαγε το ξύλο της χρονιάς της.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανεμομαζώματα, διαβολοσκορπίσματα λέει μια παλιά σοφή παροιμία και να σας εξηγήσω τι εννοεί:

Ότι, εάν δεν κοπιάσεις να αποκτήσεις κάποιο αγαθό στην ζωή σου τότε είναι καταδικασμένο να το χάσεις αυτό το αγαθό. Προφανώς, δεν πρόκειται να το εκτιμήσεις επειδή δεν κόπιασες για την απόκτησή του και έτσι δεν το αξιολογείς με την σωστή του τιμή.

- Ωραίο το σπίτι σου, φίλε μου.
- Ναι μωρέ, καλό είναι.
- Τι καλό είναι, μου τσαμπούνας, τα έχει όλα μέχρι και πισίνα εκτός τα 6 δωμάτια και είναι και στο Σούνιο με θέα στον Ατλαντικό.
- Έλα ρε, καλό είναι αλλά θα το πουλήσω, το κληρονόμησα από τον θείο στο Chicago.
- Και ποσό σκέπτεσαι να το δώσεις ;;;
- Καμία κατοστή χιλιάρικα. - Φιλαράκι, αν σοβαρολογείς το παίρνω εγώ.
- Έγινε, αύριο πάμε για τα χαρτιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έγινε γλέντι τρικούβερτο. Βλέπε και τρικούβερτο.

Δηλαδή, έγινε γλέντι εξαίσιο, υπέροχο. Αυτή η φράση προέρχεται από τα μεγάλα καράβια. Είχαν αυτά τρεις κουβέρτες (3 καταστρώματα). Έτσι, στη φράση μας «ξεχάσαμε τα καράβια» και για να δηλώσουμε ότι το γλέντι (ε ρε γλέντια...) μας ήταν μεγάλο, το παρομοιάσαμε με το μεγάλο καράβι που είχε τρεις κουβέρτες, άρα θα ήταν πολύ μεγάλο.

- Κοίτα ρε τι σημαίνει γλέντι τρικούβερτο ... κι εγώ νόμιζα ότι ήταν το πήδημα κάτω από τρεις βελέντζες ...

Γλέντι τρι κούβερτο (από Khan, 07/08/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ καλός οδηγός χρησιμεύει και σεξουαλικά προκείμενου να οδηγήσει τον σύντροφό του / της σε οργασμό.

Επίσης συναντάται σε κατασκηνώσεις προσκόπων και προσκοπίνων (οδηγών). Αν καμία είναι έξοχος μούναρος την αποκαλείς «οδηγάρα μου» για να μην πάρουν γραμμή τα λυκοπουλάκια και γίνεις μπετούγια σκουριασμένη.

- Φτού ... χα φτού
- Τι έπαθες Νόντα και φτύνεις;
- Τι να πάθω ... να, πάρκαρα το μηχανάκι μου σε ένα κενό 2 μέτρα και εκεί που ξεκαβάλαγα κάποιος μου κορνάρει, κοιτάζω και τι βλέπω, μια αυτοκινητάρα 6 μέτρα και τον οδηγό να μου λέει ότι θέλει να παρκάρει και να πάρω το μηχανάκι. - Και και;
- Τον κοιτάζω καλά καλά και του λέω «ρε φίλε, αν το παρκάρεις εδώ εγώ θα σου τον πάρω πίπα».
- Και τι έγινε ρε; - Φτού χα χα φτού τον πούστη, οδηγάρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που χρησιμοποιείται για να δείξουμε ότι κάποιος είναι τραγικά κοντός.

Συνώνυμα: ένα κι ένα milko, ζουμπάς, κοντοπίθαρος, τάπα, Κοντορεβιθούλης, κουβάς, πικιπόκο, μισοριξιά, και χαμένε (διότι είναι τόσο μικρός - που δεν τον βλέπεις)

  1. - Τα έμαθες για τον Νικόλα; - Τι, για πε;
    - Να ρε, επιχείρησε να αυτοκτονήσει ο φουκαράς...
    - Γιατί μωρέ ο καημένος;
    - Έχασε στο χρηματιστήριο και πήγε και πήδηξε από το μπαλκόνι του στον πρώτο όροφο.
    - Καλά ρε με δουλεύεις, αφού μου λες «επιχείρησε»!
    - Ναι ρε, καλά λέω, τελευταία στιγμή άλλαξε γνώμη και πιάστηκε από το ρείθρο του πεζοδρομίου και γλύτωσε.
    - ;;;;;;;;;
  1. Είναι τόσο κοντός αδελφέ μου που, όταν αλλάζει λάδια στο αυτοκίνητό του, στον δρόμο μπροστά από το σπίτι του, πάει κάτω από αυτό και έχει τα χέρια στην ανάταση και ξεβιδώνει την τάπα του Κάρτερ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το «δις» και «πιστός».
Διπροσωπία ή και δυο φορές πιστός σε κάτι.
Δηλαδή αυτός που είναι πιστός και στις δυο συζύγους του (δίγαμος),
ή αυτός που είναι πιστός σε δυο πατρίδες, ή και σε δυο θρησκείες. Βλέπε και «παθητικός» + «ενεργητικός». Υποβόσκει σε τέτοια πρόσωπα και σε μεγάλο βαθμό η διχασμένη προσωπικότητα, εκτός εάν συντρέχουν λόγοι οικονομικοί. Εξάλλου όλοι έχουν κάποια τιμή,
κανείς δεν είναι άτιμος,

Α, όλα και όλα, εγώ αγαπώ και την γυναίκα μου στην Αμερική και την γυναίκα μου στην Μόσχα.
Α, όλα και όλα!

(από suxumuxu, 26/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται από κάποιον με μια δόση θαυμασμού ή, αναλόγως την περίπτωση, με ειρωνεία, σε κάποιον άλλο που σου λέει κάτι και εσύ το ξέρεις ή δεν το ξέρεις και εκπλήσσεσαι που το κατάλαβε και το είπε ο άλλος (το μάντεψε).

- Μάντεψε ρε φιλέ πόσα πήρα χθες!
- Ε καλά 1800 πήρες. - Καλά ρε, μάγος είσαι, πού το ξέρεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το τουρκικό berdah. Ουσιαστικό: «μπερντάκι», ουδέτερο και «μπερντάχι».

Θα σου ρίξω ένα χέρι ξύλο (μια μερίδα).

Δαρμός, ξυλοδαρμός, ξύλο.

«Το 'φαγε το μπερντάχι του». «Θα σου ρίξω ένα μπερντάκι ξύλο!». «Έβρεξε ένα μπερντάκι πούτσες» - Ιt is raining men.

Σε εμάς που τους μπουζουριάζαμε με επιχειρήσεις σκούπα και τους ρίχναμε κανά μπερντάκι για να τους φτιάξουμε χαρακτήρα;

Όπως κι εσύ δικαιολογείς το «μπερντάκι», γιατί είναι ο μόνος τρόπος λύσης.

Και δε του έριχνες ένα μπερντάκι, ρε πατρίδα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξαιρετικά σημαντική θέση σε εταιρία, αλλά μόνο γι' αυτόν που την κατέχει.

Προκύπτει από τη φράση «Άι φέρ'» που το εκάστοτε αφεντικό παγίως απευθύνει προς τον υφιστάμενο του. Το παιδί για όλες τις δουλειές.

- Άι φέρ' τα γκομενάκια, να τα περάσω οντισιόν. - Να φέρου και καπότες;
- Ναι ρε, φέρε και καμία δεκαριά και από αυτές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified