1. Ο αρχιβρωμιάρης. Ο λέρας. Αυτός που πλένεται μόνο όταν τον πιάσει βροχή στο δρόμο και δεν υπάρχει υπόστεγο να κρυφτεί.

  2. Ο διεφθαρμένος δημόσιος λειτουργός. Ο από όπου και να τον πιάσεις λερώνεσαι.

Μιλάμε για βρωμύλο με διεθνή βραβεία. Καραζέχνει ο τύπος, αλλά γαμεί καλά μουνιά. Οι γυναίκες είναι ανώμαλες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σκάρτος ταρίφας. Αυτός που δεν σταματάει, που κλέβει με το ταξίμετρο, που δεν έχει ρέστα, που το ταξί του ζέχνει, κλπ. Όταν είναι πολλοί μαζί, λέγονται και «κίτρινη μαφία».

Η έκφραση «ταριφόσκυλο» θεωρείται άκρως προσβλητική από τον κλάδο, οπότε αν αποκαλέσετε κάποιον έτσι, καλά θα είναι να έχετε και κανένα κατσαβίδι μαζί, για να μονομαχήσετε επί ίσοις όροις.

Ουστ ρε ταριφόσκυλο! Να με πλήρωνες δεν έμπαινα μέσα στο σαπάκι σου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τάπας, ο κοντός. Ειδικά ο κοντός ποδοσφαιριστής, γιατί όταν τρέχει μοιάζει με κουβαρίστρα που κυλάει.

- Καλός ο Σάλπι. - Άντε ρε με την κουβαρίστρα.

Μπαμπαγκίντα (από Marco De Sade, 29/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αυτός που τρώει παντοφλιές από την γυναίκα του ή την γκόμενά του, ο γυναικο-υπήκοος, ο μουνόδουλος. Αυτός που δεν τολμάει να πει την γνώμη του αν δεν ρωτήσει την γυναίκα του.

  2. Αυτός που δεν έχει σχέση με την περιπέτεια, αυτός που είναι συνέχεια με τις παντόφλες, ο βαρετός τύπος, ο εκνευριστικά σπιτόγατος.

(την ίδια έννοια έχει και το παντοφλάκιας)

  1. Αυτός είναι τελείως παντόφλας. Η γυναίκα του τον έχει βάλει στο βρακί της.

  2. Η Λένα τα έφτιαξε με έναν παντόφλα, πω ρε πούστη μου...

Και μιά αλοιφή για καρούμπαλα, παρακαλώ... (από Marco De Sade, 14/03/09)

Βλ. και σχετικό (προς το 1) λήμμα μουνοείλωτας, ΝτεΦονσέκα, έπεσε, 38άρι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όλες οι παροιμίες που εμπεριέχουν άμεσες αναφορές σε κάποια ερωτική πράξη, συμπεριφορά, κατάσταση ή ιδιότητα. Το απαύγασμα της λογοκριμένης, αλλά επίμονα παρούσας, λαϊκής σοφίας (και φιλοσοφίας). Η εκδίκηση της γλωσσικής υποκουλτούρας.

Λέγεται και «σεξορητό» ή «πορνορητό». Αρκετές φορές σπάει το ηθικοπλαστικό φράγμα με το βάρος της λογικής της και καθιερώνεται στην καθημερινή γλώσσα.

Μερικά δείγματα:

(Μεταξύ γυναικών)

- Τι λέει ο καινούργιος σου στο κρεβάτι;
- Γι' αυτόν δεν ισχύει η σεξοπαροιμία «μικρός στο μάτι μεγάλος στο κρεβάτι». - Δηλαδή; - Θα έπρεπε να την αλλάξουν σε «μικρός στο μάτι, αρχίδια στο κρεβάτι».

Μάσκες και αποκριά, είναι του γέρου η χαρά... (από Marco De Sade, 25/03/09)Από ολότελα, καλή κι η Παναγιώταινα... (Άκυρο. Καλύτερα να την κόψω.) (από Marco De Sade, 25/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το παπούτσι που φοράει ο νεκρός στο τελευταίο του ταξίδι.
  2. Το πολύ κλασσικό μαύρο παπούτσι (περιφρονητικά).

Ρε μαλάκα τί νεκροπάπουτσο είναι αυτό που πήρες; Τέτοια φόραγε ο παππούς μου στο κουτί.

(από Vrastaman, 10/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η παπάτζα της χλιδής. Η παραμύθα που εμφανίστηκε τα τελευταία δέκα χρόνια σύμφωνα με την οποία όλοι έχουν δικαίωμα στην χλιδή ακόμα και όταν δεν έχουν τα αναγκαία προσόντα (ειδικά τότε). Μπορούν άφοβα να υπερκαταναλώνουν χωρίς να παράγουν. Αυτό επιτυγχάνεται με πολλούς τρόπους: αγορές χωρίς προκαταβολή και με αμέτρητες δόσεις, κάρτες, επιταγές, καταναλωτικά δάνεια. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι βδέλλες γίνονται πλουσιότερες, ενώ οι πελάτες τους εξοικειώνονται με νομικούς όρους όπως: κατάσχεση, αναγκαστική εκτέλεση, πτώχευση, τόκοι υπερημερίας...

Είναι μια ακόμα προσφορά του διεθνούς μάρκετινγκ στους νεόπτωχους.

  1. Η προσωπική παραμύθα της χλιδής την οποία χτίζει κάποιος γύρω του με σκοπό να προκαλέσει το ενδιαφέρον και την προσοχή των άλλων. Είναι ένας από τους τρόπους (πρόσκαιρης) βελτίωσης της ερωτικής ζωής. Συνήθως έχει καταστροφική κατάληξη για τον χλιδοπαπάτζα /την χλιδοπαπατζού, εκτός εάν προλάβει να κάνει κανένα καλό γάμο όσο είναι ακόμα στα πάνω του / της.

Ο όρος-θεσμός στην σημασία #2, που αποτέλεσε την βάση για την σημασία #1, δεν είναι καινούργιος. Εμφανίστηκε την δεκαετία του '50 με πρώτους διδάξαντες τους Ιταλούς. Οι κάτοικοι των ΗΠΑ τον έκαναν επιστήμη στην δεκαετία του '80.

  1. «...Η φούσκα της χλιδοπαπάτζας έσκασε και μάλλον ήταν η τελευταία στην σειρά με τις φούσκες...» (από την Μπαρμπουτιέρα)

  2. Χλιδοπαπάτζας είναι ο τύπος. Άμα τον γυρίσεις ανάποδα, δεν θα πέσει ούτε κέρμα. Άκουσα ότι σε λίγο του παίρνουν και την Μαζεράτι. Ό,τι πήδηξε, πήδηξε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κοιλιά, ειδικά η πατσοκοιλιά. Από το σχήμα που είχαν οι παλιές ψωμιέρες. Τώρα το έχουμε κόψει τελείως το ψωμί.

(Από οπλοφόρο: )

Φύγε παλιόπουστα, μη σου ανοίξω τίποτα κουμπότρυπες στην ψωμιέρα...

Ανοξείδωτη (από Marco De Sade, 18/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η καθιερωμένη μέρα συνάντησης του παντρεμένου με την αντροπαρέα.

Συνήθως Τετάρτη ή Τρίτη που έχει champions league. Η γραπτή 4ωρη άδεια εξόδου μία φορά την εβδομάδα και για συγκεκριμένο τόπο. Απαγορεύονται αυστηρά τα κωλόμπαρα, στριπτητζάδικα, καφετέριες που γίνεται ψωνιστήρι, και άλλα ευαγή ιδρύματα.

Όπως και στο στρατό, η άδεια ανακαλείται όταν συντρέξουν έκτακτες συνθήκες ή άν γίνει κατάχρηση εμπιστοσύνης από τον αδειούχο.

Τέταρτη δεν αδειάζω ρε μάστορα. Είναι μπακουροτετάρτη. Μαζευόμαστε με τα φιλαράκια και βλέπουμε κανά παιχνίδι.

Μας γκαντέμιασε η γυναίκα μου χτές... (από Marco De Sade, 19/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο νταβατζής. Επειδή παίρνει σχεδόν όλα τα λεφτά της πουτάνας. Η λέξη πιθανόν να προέρχεται από το παιδικό παιχνίδι «παρταόλα» (είδος σβούρας).

  2. Κατ' επέκταση το αρπακτικό, αυτός που στα παίρνει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο (εφορία, τοκογλύφος, δικηγόρος, δοσατζής κ.λπ.).

  1. Κρύψτε τα λεφτά, ήρθε ο παρταόλας...

  2. Φτού ρε πούστη, Δευτέρα πρωί δεν έχω κάνει σεφτέ ακόμη και ήρθε ο παρταόλας.

Σκούρος παρταόλας (από Marco De Sade, 18/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified