Η φυλακή. Το κάγκελο. (Από τα κάγκελα που έχει παντού).
Επειδή έχει φράγκα τον πήγαν σε VIP σουίτα, στην καγκελλαρία του Κορυδαλλού...
Η φυλακή. Το κάγκελο. (Από τα κάγκελα που έχει παντού).
Επειδή έχει φράγκα τον πήγαν σε VIP σουίτα, στην καγκελλαρία του Κορυδαλλού...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η φυλακή. Η στενή. Λέγεται και «καγκελλαρία».
Εφτά μήνες στο κάγκελο για χρήση. Ούτε ο Παλαιοκώστας να ήμουνα.
Βλ. και ψειρού
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Μένω άναυδος/άφωνος. Παγώνω. Μένω κάγκελο.
Ρε μαλάκα, μιλάμε καγκέλωσα...
Βλ. και παθαίνω πλάκα, μένω καρότο, μένω κούκλα, μένω μαλάκας, μένω παγωτό, μένω πίπα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Καγκελώνω. Παγώνω. Μένω άναυδος έκπληκτος. Μένω μαλάκας.
Έμεινα κάγκελο με αυτά που μου είπε.
Βλ. και παθαίνω πλάκα, καγκελώνω, μένω καρότο, μένω κούκλα, μένω παγωτό, μένω πίπα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Εξηγώ κάτι. Το κάνω λιανά.
Σπάστο σε κέρματα κ. Τσινάσκι να το καταλάβουμε. Κάν' το λιανά.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Πασπαρτού (passe partout):
Το πουστροζιγκόλι, γιατί παίζει παντού. Και σε ξερό και σε χορτάρι.
(Τσατσά στο τηλέφωνο)
- Συγνώμη κύριε Π. αλλά δεν μπορώ να σας βρώ πασπαρτού για σήμερα. Είναι όλοι αγκαζέ.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ζιγκόλι ειδικευμένο σε γκέι πελάτες. Συνήθως ψιλο-μπάι γιατί άμα τύχει πάει και με γυναίκες. Τα κάνει όλα, γι αυτό λέγεται και πασπαρτού (όπως το κλειδί).
- Εκείνο το πουστροζιγκόλι τον Χ. τον είχανε γαμήσει στο Γυμνάσιο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Εναλλακτική εκδοχή της λέξης ζιγκολό. Ο παρέχων τις υπηρεσίες του τοις μετρητοίς σε μοναχικές γυναίκες κάποιας ηλικίας. (Και καμμιά φορά σε ζευγάρια αλλά μόνο ενεργητικός και μόνο με την γυναίκα). Εκτός από το στρέιτ ζιγκόλι υπάρχει και το πουστροζιγκόλι.
- Είδα την Βάνα με ένα ζιγκόλι. - Μόνο με ένα;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το σκυλάδικο Ε' κατηγορίας (και βάλε). Εκεί που μπαίνεις, αλλά δεν ξέρεις αν θα ξαναβγείς. Και που όλοι οι πελάτες κουβαλάνε (μ)πιστόλια (Το μ προσθέτει έμφαση).
(Από συνέντευξη του Γιώργου Μαργαρίτη)
Δημοσιογράφος: «Κάποτε τραγουδούσατε σε σκυλάδικα αν δεν κάνω λάθος.»
Γ. Μαργαρίτης: «Όχι σε σκυλάδικα, σε μπιστολάδικα...»
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το επαρχιακό μπουζουκοσκυλάδικο Δ' κατηγορίας. Αποκαλείται έτσι για την ποιότητα των φωνών των ερμηνευτών του.
Ρε μαλάκα πού ήρθαμε; Τί γαβγάδικο είναι αυτό;
Σχετικά λήμματα: σκυλί, σκύλος, σκυλοτράγουδο
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified