Η φυλακή. Το κάγκελο. (Από τα κάγκελα που έχει παντού).

Επειδή έχει φράγκα τον πήγαν σε VIP σουίτα, στην καγκελλαρία του Κορυδαλλού...

Hotel Lark (από Marco De Sade, 19/03/09)

βλ. και κάγκελο, στενή, ψειρού, πλεχτό

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φυλακή. Η στενή. Λέγεται και «καγκελλαρία».

Εφτά μήνες στο κάγκελο για χρήση. Ούτε ο Παλαιοκώστας να ήμουνα.

Κάγκελο με θέα (από Marco De Sade, 14/03/09)

Βλ. και ψειρού

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μένω άναυδος/άφωνος. Παγώνω. Μένω κάγκελο.

Ρε μαλάκα, μιλάμε καγκέλωσα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καγκελώνω. Παγώνω. Μένω άναυδος έκπληκτος. Μένω μαλάκας.

Έμεινα κάγκελο με αυτά που μου είπε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξηγώ κάτι. Το κάνω λιανά.

Σπάστο σε κέρματα κ. Τσινάσκι να το καταλάβουμε. Κάν' το λιανά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πασπαρτού (passe partout):
Το πουστροζιγκόλι, γιατί παίζει παντού. Και σε ξερό και σε χορτάρι.

(Τσατσά στο τηλέφωνο)
- Συγνώμη κύριε Π. αλλά δεν μπορώ να σας βρώ πασπαρτού για σήμερα. Είναι όλοι αγκαζέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ζιγκόλι ειδικευμένο σε γκέι πελάτες. Συνήθως ψιλο-μπάι γιατί άμα τύχει πάει και με γυναίκες. Τα κάνει όλα, γι αυτό λέγεται και πασπαρτού (όπως το κλειδί).

- Εκείνο το πουστροζιγκόλι τον Χ. τον είχανε γαμήσει στο Γυμνάσιο.

Εργασία και χαρά  (από Marco De Sade, 14/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εναλλακτική εκδοχή της λέξης ζιγκολό. Ο παρέχων τις υπηρεσίες του τοις μετρητοίς σε μοναχικές γυναίκες κάποιας ηλικίας. (Και καμμιά φορά σε ζευγάρια αλλά μόνο ενεργητικός και μόνο με την γυναίκα). Εκτός από το στρέιτ ζιγκόλι υπάρχει και το πουστροζιγκόλι.

- Είδα την Βάνα με ένα ζιγκόλι. - Μόνο με ένα;

Μαύρα μου νιάτα και πού τσαλακωθήκατε (από Marco De Sade, 19/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σκυλάδικο Ε' κατηγορίας (και βάλε). Εκεί που μπαίνεις, αλλά δεν ξέρεις αν θα ξαναβγείς. Και που όλοι οι πελάτες κουβαλάνε (μ)πιστόλια (Το μ προσθέτει έμφαση).

(Από συνέντευξη του Γιώργου Μαργαρίτη)

Δημοσιογράφος: «Κάποτε τραγουδούσατε σε σκυλάδικα αν δεν κάνω λάθος.»
Γ. Μαργαρίτης: «Όχι σε σκυλάδικα, σε μπιστολάδικα...»

Παρόλο που τα λαϊκά δεν είναι το φόρτε μου, ένας είναι ο Γιώργος... (από Marco De Sade, 13/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το επαρχιακό μπουζουκοσκυλάδικο Δ' κατηγορίας. Αποκαλείται έτσι για την ποιότητα των φωνών των ερμηνευτών του.

Ρε μαλάκα πού ήρθαμε; Τί γαβγάδικο είναι αυτό;

Δεν αντέχονται πιά αυτά τα σκυλιά... (από Marco De Sade, 13/03/09)

Σχετικά λήμματα: σκυλί, σκύλος, σκυλοτράγουδο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified