Επί μπάφων: Σβήνω.
- Το σκοτώνω, ε;
- Όχι, έχει ακόμα μια - δυο τζούρες.
Επί μπάφων: Σβήνω.
- Το σκοτώνω, ε;
- Όχι, έχει ακόμα μια - δυο τζούρες.
Got a better definition? Add it!
Ρήμα ελλειπτικό: χρησιμοποιείται μόνο στο τρίτο πρόσωπο, με υποκείμενο τον μπάφο ή άλλο συνώνυμο.
Λέγεται για τσιγάρο που έχει καπνιστεί μέχρι την τζιβάνα, οπότε ο επόμενος καπνίζει σκέτο χαρτόνι.
-Παίζει ακόμα;
-Μπα, το σκότωσα, τζιβάνιασε.
Got a better definition? Add it!
Η φούντα (ινδική κάναβη σε ακατέργαστη μορφή).
Καλά, είναι δυνατόν να μην υπάρχει λήμμα χόρτο στο slang.gr όταν υπάρχουν τόσες πιο σπάνιες και απίθανες λέξεις;
Got a better definition? Add it!
Η διαδικασία κατά την οποία ένας χασισοπότης βάζει ολόκληρο το τσιγάρο στο στόμα του ανάποδα, με την τζιβάνα να βγαίνει από τα άλλως κλειστά χείλη του, και, κάνοντας χωνί με τα χέρια του, φυσάει τον καπνό στο στόμα του άλλου.
Θεωρείται αποτελεσματικό για να την ακούσεις, αλλά είναι απαίσιο και σχεδόν αναπόδραστα προκαλεί βήχα.
Εναλλακτικά γίνεται και χωρίς χέρια, χείλη με χείλη. Μεταξύ ατόμων που ψιλογουστάρονται, αυτό είναι ένας καλός τρόπος για να φτάσουν, δήθεν στο ξεκάρφωτο, στο πρώτο φιλί.
Κοντεύει να τελειώσει και δεν την έχω ακούσει ακόμα. Μου κάνεις μια ανάποδη;
Got a better definition? Add it!
Συντασσόμενο με αντικείμενο που δεν πίνεται αλλά καπνίζεται, μπορεί να έχει τις εξής χρήσεις:
Άσε, ήπια ένα τσιγάρο το πρωί κι έχω γίνει ωραίος!
Πίνε - δίνε (δηλ. μην αργείς να το περάσεις στον επόμενο).
Όταν συμβεί στα πέριξ φωτιές να καίνε, πίνουν οι μάγκες ναργιλέ. (ρεμπέτικο)
Πρέζα όταν πιεις ρε, θα ευφρανθείς, κι όλα πια στον κόσμο ρόδινα θε να τα δεις. (επίσης)
Got a better definition? Add it!
Το πρεζάκι, ο ναρκομανής. Αλλόμορφο της λέξης ζέο.
Ετυμολογία: από την ζα (ηρωίνη), που είναι συγκοπή του ζαπρέ, που είναι ποδανά για την πρέζα. Η ίδια η πρέζα έχει πολύ ενδιαφέρουσα ετυμολογία (βλ. σχόλια στο λήμμα).
- Ποιος ήταν αυτός, τον ξέρεις;
- Λεφτά μωρέ γύρευε! Πού να τον ξέρω, δεν κάνω παρέα με ζίου.
Got a better definition? Add it!
Εναλλακτικός τρόπος να διαλαλάει ένας πρεζέμπωρ την πραμάτεια του.
(Πραγματικό γεγονός, κοντά στην Ομόνοια:)
(Ένας:) - Φίλε, πρέζα!
- Δε θέλω.
(Άλλος:) - Φίλε, πρέζα!
- Δε θέλω φίλε, ευχαριστώ.
(Τρίτος:) -Φίλε, θες πρέζα;
- Όχι.
(Τέταρτος:) - Ζζζζζζζ...!
- Τς.
Got a better definition? Add it!
Αποπατώ, βεβαίως, αλλά δεν είναι αυτή η έννοια που θα μας απασχολήσει απόψε.
Η λέξη - που, αντίθετα από το αποπατώ, είναι μεταβατική: χέζω κάποιον - σημαίνει ενίοτε και «κατσαδιάζω, κατακεραυνώνω». Παραδόξως, σ' αυτή τη σημασία είναι ταυτόσημη με το ξεχέζω, ενώ θα ανέμενε κανείς το αντίθετο.
Γενικά, το ξεχέζω λέγεται συχνότερα από το χέζω. Tο χέσιμο, όμως, και το ξέχεσμα - αμφότερα εδώδιμα: έφαγα ένα ξέχεσμα αλλά και έφαγα ένα χέσιμο - χρησιμοποιούνται περίπου εξίσου συχνά με τη σημασία της κατσάδας, της ρομπατσίνας.
Τι ώρα πήγε πάλι ρε πούστη! Πάω σπίτι, θα με χέσει η μάνα μου.
Got a better definition? Add it!
Η κατσάδα, αυστηρή επίπληξη, χέσιμο, ξέχεσμα. Παλιομοδίτικη αργκό. Μοιάζει ιταλικής προελεύσεως, αλλά δε γνωρίζω περισσότερα.
(Ο παππούς μου με τον παππού σας, όταν πηγαίνανε μαζί σχολείο:)
- Σε πήγε στο Γυμνασιάρχη;
- Ναι.
- Γιατί;
- Αντί να πω «λαμβάνομεν φιάλην και την πληρούμεν ύδατος», είπα «παίρνουμε ένα μπουκάλι και το γεμίζουμε νερό».
- Και;
- Τίποτα, είναι καλός ο διευθυντής. Μου 'ριξε μια ρομπατσίνα κι αυτό ήταν όλο.
Got a better definition? Add it!
Σε κακή κατάσταση. Μεταξύ άλλων, μη σλανγκικών εννοιών, μπορεί και να σημαίνει «πολύ μεθυσμένος/-η» ή «πολύ μαστουρωμένος/-η». Μέχρις εδώ βρισκόμαστε εντός των ορίων της στάνταρ γλώσσας.
Το πράγμα γίνεται σλανγκ, όταν η λέξη χρησιμοποιείται για να περιγράψει μία κατάσταση ακραίας μέθης ή μαστούρας που μας είναι ευχάριστη.
(Το εντάσσω και στα πρόστυχα, γιατί μου φαίνεται πρόστυχο να χρησιμοποιείς μια αρνητική λέξη για να περιγράφεις κάτι που θεωρείς καλό.)
Got a better definition? Add it!