Σύντομη μορφή για δύο λέξεις:
1. Το πιστόλι.
2. Την βότκα Στολίσναγια (Stolichnaya).

Στα ποντιακά σημαίνει τραπέζι.

  1. - Τώρα το στόλι πού το βρήκες;
    - Ψεύτικο είναι ρε, για τη φωτογραφία.

  2. Από εδώ:
    Πήρα τη Στόλι τη νιου σάϊζ που είναι πιο μεγάλο το μπουκάλι..με συμφέρει να κεράσω..... :D

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο συγγραφέας που έχει γράψει ένα ή περισσότερα μπεστ σέλερ (αγγλ. bestseller, βιβλίο με υψηλές πωλήσεις).

Η λέξη συχνά φέρει ένα φορτίο για το τι άποψη έχει ο ομιλών για τους μπεστσελεράδες, είτε θετική (ότι ο μπεστσελεράς έχει αυξημένο κύρος) είτε αρνητική (ότι ο μπεστσελεράς βγάζει στα πανέρια μια τέχνη υψηλή).

  1. Από εδώ:
    Έτσι καταπολεμάται η μοναξιά, λέει ο Nassim Taleb που είναι και μπεστσελεράς.

  2. Από εδώ:
    Ο Θαφόν είναι πιο προσγειωμένος,συνειδητός μπεστσελεράς.

  3. Από εδώ:
    Πρόσφατα γνώρισα έναν νεαρό, επίδοξο συγγραφέα, που μου εξομολογήθηκε με αξιοζήλευτη ειλικρίνεια ότι δεν φιλοδοξούσε με το γράψιμο ν΄ ανακαλύψει τον εαυτό του, να εξερευνήσει κρυφές πτυχές της ύπαρξης, να κατακτήσει μια θέση στην ιστορία των ελληνικών γραμμάτων και άλλα τέτοια, αλλά, πολύ απλά, να βγάζει καλά λεφτά από τα βιβλία του. Με άλλα λόγια, να γίνει μπεστσελεράς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αυτός που το έχει σκάσει από κάπου, αυτός που δεν βρίσκεται εκεί που οφείλει. Βλ. και κατσάκι, κοπάνα, την κοπανάω, το σκάω.

    α. Από εδώ:
    Είμασταν μονάδα από τις πιο καραχύμα της επικράτειας, οι μισοί ήταν σκαστοί, και με το που μυρίστηκαν όλοι ότι κάτι παίζεται, σε λίγα λεπτά ήταν όλοι πίσω χωρίς να τους έχει φωνάξει κανένας

    β. Από εδώ:
    Hταν πολύ φιλικός σαν να με ήξερε χρόνια. Εκτίμησα το γεγονός ότι ήρθε σκαστός από την δουλειά του.[/I]

  2. Αυτός που κάνει ήχο έκρηξης, κυρίως μεταφορικά. Η ενέργεια που ολοκληρώνεται με ένταση, με πάταγο. Βλ. και σκάω, σκασίδι. Πρβλ. σκασάκια, μπραφ.

    α. Από εδώ:
    H κυβέρνηση θέλει να πνίξει το σκαστό σκάνδαλο της Zίμενς

    β. Από εδώ:
    Σκαστό ψεύδος!

    γ. Από εδώ:
    Παρακαλώ, δώστε ένα σκαστό φιλί στο γιο σας όταν έρθει, και τα συγχαρητήριά μου φυσικά!

    Ως εδώ λεξικογραφημένα, π.χ. εδώ.

  3. Το κομμάτι της ποινής φυλάκισης ή κάθειρξης που κάποιος πραγματικά εκτίει στη φυλακή. Έλκει την νοηματική του προέλευση πιθανόν από το 2 παραπάνω, ως δηλαδή «καταβαλλόμενα» χρόνια που δεν σηκώνουν βερεσέ.

    α. Από εδώ:
    Δεν ελπίζω πια σε καμία αποφυλάκιση. Με το σύστημα των συγχωνεύσεων, παρανομούν εις βάρος μου. Δηλαδή εγώ για να αποφυλακιστώ θα πρέπει να εκτίσω 30 χρόνια “σκαστά” και ό,τι μου έχει καταλογιστεί με την ποινή του κ. Περικλή Παναγόπουλου.

    β. Από εδώ:
    Ο Παπακ. πρέπει να φυλακισθεί για καμιά δεκαριά χρόνια, -σκαστά, εννοώ-, μόνο και μόνο για το θράσος του να λέει κατάμουτρα στον ελληνικό Λαό ότι “έχασε” το CD.

    γ. Από εδώ:
    Εξίμισι χρόνια σκαστά στην Κέρκυρα, δεσποινίς μου. Εξίμισι χρόνια και τις πλήρωσα όλες τις μέρες, μία προς μία. Εχεις πάει ποτέ στην Κέρκυρα;[/I]

  4. Η μπαλιά, το σουτ, το γκολ ή το καλάθι κλπ που περιλαμβάνει γκέλα της μπάλας στο έδαφος.

    Από εδώ:
    ο Καραγκούνης εκτέλεσε φάουλ, ο Πατς έδιωξε, ο Μήτρογλου έκανε ένα σκαστό σουτ και ο «Τόρο» μπήκε στην πορεία της μπάλας και [...]

  5. Το μηχανοκίνητο μεταφορικό μέσο (ιδίως μηχανάκι) όταν το βάζουμε μπρος με σμπρώξιμο και εισαγωγή ταχύτητας στο κιβώτιο (λόγω αποφόρτισης της μπαταρίας κλπ).

    α. Από εδώ:
    Τώρα που το συζητάμε έχω μια απορία, στη γριά αρκετές φορές το έβαλα «σκαστό» με ψεκαστά όμως τι παίζει; Υπάρχει πρόβλημα να το «σκάσεις» αν δεις ότι δεν έχεις άλλη επιλογή;

    β. Από εδώ:
    δεν περνει μπρος... ουτε «σκαστό»!!! Καλημέρα! χθες έμεινα απο...(δε ξερω τι) στο παρκιν στα carrefour ευκαρπίας. πηγα μια χαρά και εκεί που θέλησα να φήγω... τίποτα...!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του τρελέα, ο συμπαθητικός και μάλλον άκακος «τρελός», αυτός που κάνει παλαβομάρες χωρίς βασικά να πειράζει κανέναν, ο παλαβιάρης. Ακούγεται και πιο απλά, σαν φιλική προσφώνηση, χωρίς να εννοείται καμιά ιδιαίτερη τρέλα δηλαδή.

Γράφεται και «τρελλιάρης».

  1. Από εδώ:

Τρελιάρης χορευτής τα «σπάει» σε Μαρινέλλα – Θεοδωρίδου

  1. Από εδώ:

Καλά χιλιόμετρα τρελλιάρη ! Περιμένουμε τις απολαυστικές ανταποκρίσεις σου !!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τρελιάρης, ο όμορφα και άκακα «τρελός». Έκφραση συμπάθειας, θετική και χαϊδευτική.

  1. Από εδώ:

Ρε δεν τον εξυμνεί κανένας.Απλά είναι τρελέας ο τύπος και έχει απίστευτο γέλιο.Δεν πα να ψοφήσει.Τι με νοιάζει;Απλά είναι από αυτούς τους τύπους που μόνο και μόνο που βλέπεις τη φάτσα του και τον τρόπο που μιλάει γελάς.

  1. Από εδώ:

Τέλος πάντων νομίζω πως βοήθησες αρκετά,αλλά ας ακούσουμε και καμιά άλλη γνώμη. Πάντως ευχαριστώ ρε τρελέα...Ήσουν και σύντομος πανάθεμα σε :P

  1. Από εδώ:

Αρε Σάββα τρελέα. ΓΙΑΒΡΟΥΜ τι έδωσες πάλι στο λαό! Περιμένα και ένα μινι-στορυ HeavyRain αλλά δεν με χάλασε το ταξίδι σου

Got a better definition? Add it!

Published

Συνάπτω ερωτική σχέση με κάποιον, τα φτιάχνω. Έχει κυρίως αρνητική σημασία: ο ομιλών εκφράζει την αποδοκιμασία του για την σύναψη του δεσμού, για τον/την σύντροφο ή και για τα δύο.

Κάπως παλιομοδίτικο και ελαφρώς θείτσικο.

Βλ. και σχήμα γνωστού αγνώστου.

  1. Από εδώ:

ΣΟΚ! Η Nicole Kidman τα «έμπλεξε» με κατάδικο και γέμισε μώλωπες μετά από μια παθιασμένη νύχτα!!!

  1. Από εδώ:

Η «δασκάλα της χρονιάς» τα έμπλεξε με 15χρονο μαθητή.

  1. Από εδώ:

Μετά χωρίσαμε βέβαια, γιατί εγώ πήγα και στρατιώτης. Εκεί πού υπηρετούσα έμαθα ότι η κοπέλα αυτή τα είχε μπλέξει με κάποιον άλλο, για λίγο καιρό βέβαια αλλά μετά χώρισε…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο «προβολέας παρακολουθήσεως», ο προβολέας δηλαδή που εκπέμπει ισχυρή και συγκεντρωμένη δέσμη φωτός. Χρησιμοποιείται σε διάφορες σκηνές θεαμάτων (θέατρο, συναυλίες, τσίρκα κλπ) για να φωτίζει ένα συγκεκριμένο κομμάτι της παράστασης, δίνοντάς του έμφαση, ιδίως κάποιον πρωταγωνιστή.

  1. Από εδώ:

Όταν πρωτοήρθε το «Holiday on Ice» στην Αθήνα δούλεψα ως μεταφράστρια του αρχιφωτιστή. Κάποια στιγμή άρχισα να χειρίζομαι η ίδια το κεντρικό «κανόνι». Φώτιζα τους πρωταγωνιστές. Μαγεία!

  1. Από εδώ (εμπορικός κατάλογος):

Προβολέας παρακολουθήσεως (κανόνι) 2000W, 5,5° - 12°, 1 με condenser φακό & ρυθμιστή Focus & Zoom (soft & hard), διακόπτη on-off, ίριδα, Shutter 4 μαχαιριών, [...]

(από patsis, 08/05/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Το σημείο που αράζει, που ακουμπά, που βολεύεται ο κώλος. Πιθανώς κατά το αραξοβόλι.

Προτιμώ την γραφή -κωλ- αντί του -κολ- ή -kohl-.

Από εδώ:

Και κάπου έχουμε τρελαθεί , πριν λίγο καιρό αγόρασα αερόστρωμα κατά των κατακλίσεων για ολόκληρο κρεβάτι με απόδειξη και εγγύηση αντί 140 € *, τι σόι προσφορά είναι το διαφημιζόμενο με 340 € , έχει χρυσές γιρλάντες στο αραξοκόλι ;

Σ.σ. Το αερόστρωμα είναι «... ένα ειδικό στρώμα που λειτουργεί μόνο με αντλία, η οποία ουσιαστικά, αφού ρυθμιστεί, το φουσκώνει και το ξεφουσκώνει. Προλαμβάνει τα έλκη κατάκλισης, καθώς ο αέρας εναλλάσσεται τμηματικά μέσα στους αεροθαλάμους. Έτσι, κανένα σημείο το σώματος δεν πιέζεται συνεχόμενα αλλά αερίζεται και δεν ιδρώνει». Πηγή εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published

Ζωντανός (επίθ), ζωντανά (επίρ). Ως επίρρημα, χαρακτηρίζει κάτι που γίνεται αντιληπτό αυτοπροσώπως, αυτόπτως, αυτηκόως. Από το αγγλικό live που σημαίνει τα ίδια.

Είναι πολύ γνωστό από τις τηλεοπτικές εκπομπές όπου σημαίνει κυρίως την ζωντανή σύνδεση (μετάδοσης εικόνας και ήχου) με κάποιο γεγονός.

Στην καθομιλουμένη λέγεται:

  1. Για να υποκαταστήσει τα παραπάνω συνώνυμά του επιρρήματα, τα οποία ακούγονται κάπως επίσημα.

  2. Με την έννοια της ζωντανής καλλιτεχνικής παράστασης μπροστά σε κοινό, κυρίως μουσικής, της συναυλίας (βέβαια και στην περίπτωση ενός και μόνο καλλιτέχνη). Τόσο σαν γεγονός όσο και σαν καταγραφή αυτού.

1α. Από εδώ:

Καλά, εσείς κάνετε πλάκα αλλά κάτι τέτοιο το έχω ακούσει λάιβ - αλλά δεν είχα χρόνο να ρωτήσω την ενδιαφερόμενη τι εννοεί και να τραβήξω μετά τα μαλλιά μου...

1β. Από εδώ:

Συμφωνώ εντελώς. Γι' αυτό κι εγώ το παίζω φιλόζωη με τα πάντα.
υγ. και ταυρομαχία έχω δει λάιβ και, κακά τα ψέμματα, είναι μια μπουρούχα.

2α. Από εδώ:

...Οπότε όπου και να πάω να παίξω,είτε για λάιβ είτε για πρόβα η μόνη μου απαίτηση είναι ένας αξιοπρεπής λαμπάτος για να έχω βάση στον ήχο μου και ένα καλό καθαρό κανάλι.

2β. Από εδώ:

Μετά βρήκα μια λάιβ εκτέλεση του κομματιού που ο τραγουδιστής (βαριέμαι να ψάξω πως διάολο τον λένε) είναι γάμα τα παράφωνος και ξενέρωσα κάπως. Γιατί δεν είναι αρκετά punk rock η φάση τους (αν και ο ήχος τους είναι ακριβώς αυτό) για να είναι παράφωνοι λάιβ και αυτό να είναι καλό. To τραγούδι πάντως εξακολουθεί να γαμάει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μου έρχεται κάτι κούπα.

Μου έρχεται κάτι κουτί, έρχεται κάτι και κουμπώνει, και ταιριάζει.

Προέλευση δεν γνωρίζω - ίσως από κάποιο παιχνίδι με χαρτιά.

  1. Έψαχνα να βρω κάπου να μιλάνε στα αρχαία για τραπεζικές εργασίες και έπεσα πάνω σ' αυτόν τον Πασίωνα τον τραπεζίτη που είχε μια δικαστική περιπέτεια, οπότε μου ήρθε κούπα.

  2. Από εδώ:
    μαρια ψαξτο λιγο γιατι βγαινουν και πολλα που πανε κουτι στο αμαξι!εμενα 85€ ειχε και ηταν για 206 και ηρθε κουπα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified